Πασχαλινά παραδοσιακά παιχνίδια: Για να θυμούνται οι παλιοί και να μαθαίνουν οι νέοι

Πασχαλινά παραδοσιακά παιχνίδια: Για να θυμούνται οι παλιοί και να μαθαίνουν οι νέοι

Εσείς τι θα παίξετε τις ερχόμενες μέρες;

Τα πασχαλινά παραδοσιακά παιχνίδια αποτελούν πολύτιμη πολιτιστική κληρονομιά του κυπριακού λαού, τα οποία συνάρπαζαν τις προηγούμενες γενιές και έχουν τη δύναμη να ενθουσιάσουν μεγάλους και παιδιά ακόμα και στη σύγχρονη εποχή.

Πάμε να δούμε μια σειρά από μερικά “αθάνατα” παραδοσιακά παιχνίδια

 

Αυγουλλοδρομίες: Οι παίχτες τρέχουν μια ορισμένη διαδρομή κρατώντας με το στόμα τους ένα κουτάλι στο οποίο τοποθετείται ένα (ψημένο) αυγό. Σκοπός είναι να φτάσουν στο τέρμα χωρίς να πέσει κάτω το αυγό.

 

Αππήησεν ο Κάμηλος: Οι παίχτες χωρίζονται σε δύο ομάδες των πέντε έως εφτά μελών. Ένας επιπλέον παίχτης αναλαμβάνει να διαδραματίσει, εκτός ομάδων, το σταθερό θεμέλιο του παιχνιδιού. Γίνεται κλήρωση μεταξύ των ομάδων για να κατανεμηθούν αρχικά οι δύο ρόλοι, του κάμηλου και του καμηλάρη. Ο παίχτης-θεμέλιο ακουμπά με την πλάτη σε σταθερό σημείο (τοίχο, στύλο κ.τ.ό.), με το κορμί του σε αμβλεία γωνία, με τρόπο που να μη γλιστρά, ή απλά κάθεται σε μια καρέκλα. Οι παίχτες της ομάδας που κληρώθηκε για καμηλάρης έρχονται και σχηματίζουν μια ράχη μπροστά από τον παίχτη-θεμέλιο. Δηλαδή, ο πρώτος ακουμπώντας το κεφάλι του στην κοιλιά του θεμέλιου σχηματίζει με το σώμα του ορθή γωνία με διεσταλμένα τα σκέλη του, ενώ με τα χέρια του κρατά γερά τη μέση του θεμέλιου, ο δεύτερος τοποθετεί το κεφάλι ανάμεσα στα σκέλη του πρώτου και σχηματίζει επίσης ορθή γωνία και μεγάλο διασκελισμό, ενώ κρατιέται γερά αγκαλιάζοντας τα σκέλη του προηγούμενου, το ίδιο κάνουν και όλα τα υπόλοιπα μέλη της ομάδας. Όταν σχηματιστεί και στερεωθεί ο καμηλάρης, τα μέλη της ομάδας του κάμηλου παίρνουν σειρά και με μεγάλα άλματα σκαρφαλώνουν στη ράχη του καμηλάρη αγκαλιάζοντας το σώμα του συμπαίχτη πάνω στον οποίο βρέθηκαν. Κάθε παίχτης οφείλει να παραμείνει εντελώς ακίνητος στο σημείο που σκαρφάλωσε. Δε δικαιούται να βελτιώσει με οποιοδήποτε τρόπο τη θέση του. Πρέπει, εξάλλου, να φροντίσουν να χωρέσουν όλοι. Για λόγους στρατηγικής μπορούν να συμφωνήσουν να σκαρφαλώσουν πολύ πυκνά ή πολύ αραιά, ανάλογα με τα αδύνατα σημεία του καμηλάρη. Όταν σκαρφαλώσει και ο τελευταίος μετρούν σε ρυθμό δευτερολέπτων ίσαμε το δέκα και κατεβαίνουν. Τα μέλη της ομάδας του καμηλάρη δικαιούνται να κινούν το σώμα τους, όχι όμως και να μετακινούν τα πόδια τους από την αρχική θέση που παίρνουν. Αν η ομάδα του καμηλάρη αντέξει το σκαρφάλωμα των άλλων στη ράχη που σχημάτισε και δε διαλυθεί και δε σωριαστεί κάτω, οπότε υποχρεούται να παραμείνει καμηλάρης, έχει πιθανότητα −εφόσον χάσει η καμήλα− να νικήσει και να μετατραπεί σε καμήλα, οπότε το παιχνίδι υποχρεωτικά επαναλαμβάνεται. Για να γίνει, όμως καμηλάρης η ομάδα που ήταν καμήλα, πρέπει ολόκληρη ή κάποιο μέλος της να πέσει από τη ράχη κατά τη διάρκεια του σκαρφαλώματος ή στα δέκα δευτερόλεπτα του μετρήματος. Αν με το πέρασμα και των δέκα δευτερολέπτων η καμήλα βρίσκεται ακόμα σκαρφαλωμένη, ο καμηλάρης θεωρείται ότι εξέπνευσε!

 

Βάτραχος: Για αυτό το παιχνίδι σχεδιάζεται ένας βάτραχος στο έδαφος και μπροστά από το βάτραχο σχεδιάζεται μια γραμμή. Το παιχνίδι αυτό παίζεται μόνο από άνδρες τόσο από ελεύθερους όσο και από παντρεμένους. Οι διαγωνιζόμενοι κάθονται σε στάση βατράχου και ένας-ένας από το σημείο της γραμμής κάνει το σάλτο του βατράχου. Εκείνος που θα καταφέρει να πάει πιο μακριά αναδεικνύεται και ο νικητής.

 

 

Ζίζυρος: Ένας παίχτης στέκεται όρθιος με την αριστερή παλάμη ανοικτή κάτω από τη δεξιά μασχάλι καιμε το δεξί χέρι καλύπτει με την παλάμη το δεξί μάτι για να μη βλέπει πίσω. Οι άλλοι είναι πίσω του σε μικρή απόσταση και ένας από όλους τον κτυπά στην αριστερή παλάμη. Μετά το κτύπημα γυρίζει αμέσως πίσω με σκοπό να μαντέψει ποιός τον κτύπησε. Τότε όλοι μαζί για να τον παραπλανήσουν σηκώνουν το δεξί τους δείκτη κάνοντας τον γνωστό ήχο του ζίζυρου ζζζζζζζζ.... Αν τον βρει κάθεται στη θέση του διαφορετικά συνεχίζει το ίδιο μέχρι να τον βρει.

 

Λιγκρίν: Ήταν ένα ανταγωνιστικό παιχνίδι που παίζονταν από δύο ή περισσότερα άτομα, αρκετά διασκεδαστικό, κυρίως όσον αφορούσε την τιμωρία που επιβάλλονταν στους ηττημένους. Πήρε το όνομά του από το «λιγκρίν», που ήταν το κύριο μέσο με το οποίο παιζόταν το παιχνίδι. Έπαιρναν ένα κομμάτι γερό ξύλο, μήκους 30 εκατοστών και διαμέτρου 2-3 εκατ. και το τοποθετούσαν από τις άκρες του πάνω σε δυο ισοϋψείς πέτρες, ύψους 25 περίπου εκατοστών, οι οποίες απείχαν μεταξύ τους 20 εκατοστά. Το ξύλο ονομάζονταν λιγκρίν και οι πέτρες νήσκια, από τη νησκιά, δηλαδή την εστία, τον τόπο  που άναβαν φωτιά στις αυλές των σπιτιών για να μαγειρέψουν το φαγητό και η οποία ήταν κατά την παράδοση το κέντρο της οικογενειακής εστίας. Στη συνέχεια οι διαγωνιζόμενοι έμπαιναν σε μια σειρά κατόπιν συμφωνίας μεταξύ τους ή κλήρου για το ποιος θα έμπαινε πρώτος, δεύτερος κ.ο.κ. Έτσι άρχιζε το παιχνίδι από τον πρώτο που έβαζε τη λίγκρα κάτω από το λιγκρί και με ένα, όσο γινόταν πιο δυνατό κτύπημα, προσπαθούσε να πετάξει το λιγκρί όσο πιο μακριά μπορούσε. Όσο ακόμα το λιγκρίν βρισκόταν στον αέρα και πριν πέσει στο έδαφος, είχε το δικαίωμα  να το στείλει πιο μακριά, αν μάλιστα τα κατάφερνε με ένα δεύτερο χτύπημα να το προωθήσει μακρύτερα. Αφού πια το λιγκρίν έπεφτε στο έδαφος μπορούσε ο παίχτης με ένα ακόμη χτύπημα στη μια του άκρη να το ξανασηκώσει στον αέρα και μ’ ένα δεύτερο χτύπημα να το στείλει ακόμα πιο μακριά, λέγοντας μάλιστα τη λέξη μιάτσας (δηλ. μια φορά). Όταν πάλι έπεφτε το λιγκρίν στο έδαφος είχε το δικαίωμα να το σηκώσει ακόμα μια φορά από το έδαφος λέγοντας τη λέξη θκιότσας (δηλ. δυο φορές) και ακόμα μια τρίτη με την ίδια διαδικασία λέγοντας τη λέξη τρίτσας. Στόχος ήταν να διώξει το λιγκρίν όσο πιο μακριά μπορούσε από την εστία. Μετά ακολουθούσε ο επόμενος παίχτης, μετά ο  μεθεπόμενος κοκ. Τελικός νικητής ήταν αυτός που έστελνε το λιγκρίν όσο το δυνατόν πιο μακριά από την εστία.

 

Μαντήλι: Όλοι οι παίκτες σχημάτιζαν ένα κύκλο και επιλεγόταν ένας, ο οποίος έμενε έξω από τον κύκλο. Αυτός έτρεχε γύρω από τους άλλους κρατώντας ένα μαντήλι. Όταν έδινε το μαντήλι σε κάποιον, έπαιρνε την θέση του και ο νέος παίκτης κρατούσε το μαντήλι και έπρεπε να αρχίσει να κτύπα τον διπλανό του και να τρέχουν γύρω από τον κύκλο.    

 

Ποταμός: Όλα τα μέλη μπαίνουν στην σειρά σε απόσταση 2-3 μέτρα ανάμεσά τους, στερεώνουν τα χέρια στα γόνατα και σκύβουν το κεφάλι. Ο τελευταίος τρέχει και πηδά πάνω από τους όλους άλλους και όταν περάσει πάνω από τον πρώτο στη σειρά, σκύβει και αυτός. Τότε σηκώνεται ο επόμενος και κάνει την ίδια διαδικασία κ.ο.κ.    

 

Σιύλλος τζιαι κόκκαλο: Οι παίκτες χωρίζονταν σε δύο ομάδες με ίσο αριθμό παιχτών. Ένας άλλος κρατά το κουρουπάτσι (το κόκκαλο-μαντήλι) στην μέση του χώρου που είχε αποφασισθεί ότι θα γίνει το παιχνίδι. Αυτός που κρατά το μαντήλι δεν μετακινείται και φωνάζει  ένα- ένα αριθμό. Στις δύο ομάδες ο κάθε παίχτης έχει τον αριθμό του. Ο σκοπός του κάθε παίχτη είναι, όταν ακούσει τον αριθμό του, να τρέξει για να πάρει το μαντήλι και να επιστρέψει πίσω από την γραμμή της ομάδας του, πριν προλάβει ο αντίπαλος του να το πάρει ή να τον αγγίξει, καθώς τρέχει με το κουρουπάτσι. Όποιος καταφέρει να πιάσει το μαντήλι κερδίζει  βαθμό για την ομάδα του.

 

Σακκουλοδρομίες: Ο κάθε παίκτης παίρνει μια σακούλα και βάζει μέσα τα πόδια του. Κρατά τη σακούλα στο πάνω μέρος της και στέκεται μπροστά στη γραμμή αφετηρίας. Σκοπός είναι να φτάσεις πρώτος στη γραμμή τερματισμού πηδώντας μέσα στη σακούλα. Είναι πολύ εύκολο να χάσει κάποιος την ισορροπία του, αλλά το παιχνίδι προσφέρει πολλή διασκέδαση στους διαγωνιζόμενους και στο κοινό. Όταν δοθεί το σύνθημα, συνήθως με ένα σφύριγμα, αρχίζουν όλοι οι παίκτες να πηδάνε προς το τέρμα. Οι πρώτοι τρεις συνήθως διαγωνίζονται ξανά για να βγουν οι τρεις καλύτεροι από όλες τις διαδρομές. Το παιχνίδι αυτό μπορεί να διεξαχθεί με τουλάχιστον δυο παίκτες. Ο ιδανικός αριθμός διαγωνιζομένους είναι από δέκα έως δεκαπέντε. Οι περισσότεροι παίκτες αυξάνουν την αγωνία, τον ανταγωνισμό και κυρίως το κέφι.

 

Σκατούλλικα: Ήταν ένα καθαρά διασκεδαστικό παιχνίδι χωρίς σχεδόν καθόλου ανταγωνιστικό χαρακτήρα. Σ’ ένα κεντρικό σημείο του χωριού ή σε μια αλάνα μαζεύονταν τα παιδιά και οι φίλοι τους ή και όσοι είχαν διάθεση να διασκεδάσουν. Οι συμμετέχοντες έπαιρναν 8-10 πέτρες τα λεγόμενα σκατούλλικα, σχετικά επίπεδες, με μέγεθος μικρότερο από την παλάμη ενός ενήλικα, και τις τοποθετούσαν τη μια πάνω στην άλλη. Από την ομάδα των παιχτών επιλέγονταν ένας, με κλήρο ή με συμφωνία, ο λεγόμενος σκατάς που θα είχε ως έργο να φυλάει τις πέτρες, ώστε να διατηρούνται όρθιες κατά τη διάρκεια του παιχνιδιού. Ακολούθως, οι παίχτες, που δεν έπρεπε να ξεπερνούν τους δέκα, στέκονταν μπροστά στο σωρό από τις πέτρες, σε απόσταση πέντε με δέκα μέτρων, σε μια γραμμή, κρατώντας ο καθένας από μια πλάκα στο χέρι. Καθεμιά από αυτές τις πλάκες έπρεπε να έχει κάποια διακριτικά σημάδια, ώστε να ξεχωρίζει από την πλάκα του άλλου. Το παιχνίδι άρχιζε και καθένας ρίχνοντας τη δική του πλάκα επεδίωκε να διαλύσει το σωρό απ’ τις πέτρες. Έριχνε ο πρώτος και αν κατάφερνε να ρίξει κάτω όλες τις πέτρες ήταν ο νικητής. Αν έριχνε μόνο 3-4 και έμεναν κι άλλες ακόμα στο σωρό, αυτό σήμαινε αποτυχία. Έτσι ακολουθούσε ο επόμενος, ο μεθεπόμενος κοκ. Καθένας που έριχνε την πέτρα του έπρεπε να την αφήσει στο σημείο όπου έπεσε, για να τη μαζέψει μετά και να επιστρέψει στην γραμμή με τους υπόλοιπους παίκτες, περιμένοντας κάποιος από τους επόμενους να ρίξει κάτω όλες τις πέτρες. Όταν ένας από τους παίχτες ρίξει κάτω όλα τα σκατούλλικα, ο σκατάς έπρεπε γρήγορα να επανατοποθετήσει τις πέτρες τη μια πάνω στην άλλη κι αμέσως να τρέξει να συλλάβει  κάποιον από τους παίχτες για να γίνει αυτός, «ο συλληφθείς», ο σκατάς για τον επόμενο γύρο. Εν τω μεταξύ, παίρνοντας ο καθένας την πλάκα του,  οι παίχτες έτρεχαν κι απομακρύνονταν για να μην τους πιάσει ο σκατάς που τους κυνηγούσε με αγωνία. Αν ο σκατάς δεν κατάφερνε να συλλάβει κανέναν, τότε ήταν αναγκασμένος να διατηρήσει ο ίδιος τον ρόλο αυτόν και στον επόμενο γύρο. Στην περίπτωση που κανένας από τους παίχτες δεν κατόρθωνε να ρίξει κάτω τα σκατούλλικα, τότε οι παίχτες επιλέγουν άλλον νέο σκατά και το παιχνίδι συνεχίζεται προσφέροντας αρκετή διασκέδαση σε συμμετέχοντες και παρευρισκόμενους.

 

Σχοινί: Το παιχνίδι παίζεται με δύο ομάδες. Το σχοινί σημαδεύεται στη μέση και η κάθε ομάδα παίρνει μία άκρη του σχοινιού. Με το σύνθημα  έναρξης του παιχνιδιού η κάθε ομάδα προσπαθεί να τραβήξει προς το μέρος της την άλλη ομάδα. Νικήτρια είναι η ομάδα που θα τραβήξει την άλλη ομάδα προς το μέρος της πέρα από ένα καθορισμένο σημείο.

 

Συτζιά: Το παιχνίδι αφορούσε κυρίως τα κορίτσια. Έδεναν ένα σχοινί στον κορμό ενός δέντρου με το ελεύθερο τμήμα του να έχει μήκος 1,5-2 μέτρα. Ένα από τα κορίτσια, κρατώντας, την άκρη του σχοινιού προσπαθούσε να ακουμπήσει κάποιο από τα υπόλοιπα. Οι υπόλοιπες παίκτριες προσπαθούσαν να ακουμπήσουν στην πλάτη το κορίτσι που τα «κυνηγούσε», πριν προλάβει εκείνο να τα ακουμπήσει. Έτσι συνεχιζόταν το παιχνίδι έως ότου το πρώτο κορίτσι να καταφέρει να ακουμπήσει κάποιο από την παρέα, οπότε αυτό θα έπαιρνε ύστερα τη θέση της και θα κυνηγούσε τα υπόλοιπα παιδιά. Θαυμάζει λοιπόν κανείς τον απλοϊκό τρόπο και τα πενιχρά μέσα με τα οποία τα παιδιά του χωριού διασκέδαζαν και έπαιζαν στις ελεύθερες ώρες τους.

 

 Πηγή κειμένου

Πηγή φωτογραφίας

Loader