Η μητέρα όλων των γραπτών μου

Η μητέρα όλων των γραπτών μου

Η μητέρα όλων των γραπτών μου
Για τη Χρυσάνθη, αντί γλάστρας με γεράνια

Τηλεφώνησα για να της ευχηθώ. Γιορτή της Μητέρας και η παράδοσή μας πάει αρκετά πίσω όταν ήμουν πιτσιρικάς και μάζευα από το (πενιχρό) χαρτζιλίκι μου για να της πάρω ακόμα μία φτηνή γλάστρα με σαρδέλες (όπως λέμε τα γεράνια στα μέρη μου) για την ολοένα και αυξανόμενη συλλογή της. Τα λάτρευε τα λουλούδια της η μάνα μου. Είχαν γεμίσει τη μικρή μας αυλή στη μονοκατοικία της Πατριάρχου Κυρίλλου στην Αλεξανδρούπολη, το σπίτι που πάντα αποκαλούσα μητρικό γιατί το “πατρικό” προϋποθέτει να υπάρχει πατέρας στην εικόνα. Και δεν υπήρχε σχεδόν από την αρχή. Αλλά ήταν ΟΚ. Δεν σου λείπει άλλωστε κάτι που δεν είχες ποτέ, σωστά;

Όμως η Χρυσάνθη γέρασε πολύ και μετακόμισε στην αδελφή μου στη Θεσσαλονίκη. Σε ένα διαμέρισμα στην Τούμπα, πολύ κοντά στον “Ναό” αλλά πολύ μακριά απ’ τα λουλούδια της. Έχει κάποια στο μπαλκόνι για να της θυμίζουν εκείνη την αυλή, ανάμεσά τους και καναδυο σαρδέλες, τα αγαπημένα της. Υποψιάζομαι πως έγιναν επειδή της έφερνα κάθε χρόνο τέτοια μέρα. Επειδή ήταν φτηνές. Όμως για εκείνη φάνταζαν ορχιδέες.

Εδώ και 15 χρόνια παραμένω μεν ο αγαπημένος μοναχογιός αλλά επίσης κι “αυτός που έφυγε μακριά” όπως δεν παραλείπει ποτέ να μου θυμίζει. Όχι από πικρία (δεν θα μπορούσε ποτέ άλλωστε) αλλά από εκείνο τον μοναδικό συνδυασμό χαρμολύπης και συναισθηματικού εκβιασμού που μόνο οι μάνες μπορούν να πετύχουν - και να τη γλιτώσουν μ’ αυτό.

“Σας ψήφισα χθες βράδυ!” φώναξε αναφερόμενη στη Eurovision με τον ενθουσιασμό μικρού παιδιού που δείχνει κάποιο κατόρθωμά του στους γονείς του. “Ήθελα να σας ψηφίσω κι άλλες φορές...” συνεχίζει “... μέχρι που η αδελφή μου σου είπε πόσο κοστίζει, σωστά;” συμπληρώνω εγώ. “Αφού το ξέρεις αγόρι μου, κόψε κόψε από τη σύνταξη δεν έμεινε τίποτα”. Αυτός ο Τσίπρας...” “Δεν πειράζει μάνα, έτσι κι αλλιώς μας έφαγαν οι επιτροπές” την αναχαιτίζω για να μην μου αρχίσει πάλι τα αντιπολιτευτικά. -Ωραία πάντως αυτή η Φρουτέιρα (δεν το είχε ποτέ με τη σωστή προφορά των ξένων λέξεων) καλύτερη από την Οβραία που έκανε την πάπια (συγχωρήστε την έλλειψη πολιτικής ορθότητας, είναι 85) -Κρίμα γιατί φτάσαμε πολύ κοντά στο να νικήσουμε -Δεν πειράζει παιδί μου, ο Θεός είναι μεγάλος -Ναι αλλά φαίνεται πως χθες δεν είχε βάρδια ο δικός μας αλλά των Εβραίων -Μην κοροϊδεύεις. Άθεος-άθεος αλλά στα ζόρια “Παναγιά μου” και “Χριστέ μου” φωνάζεις -Και στο σεξ επίσης -Άντε άρχισες πάλι τα πρόστυχα. Μάνα σου είμαι, όχι ο κολλητός σου -Θα’ ναι το Οιδιπόδειο -Τι’ ναι αυτό; Νοσοκομείο; Κι εκεί θα γελάσουμε. Όπως κάναμε πάντα. Εγώ να την τρολάρω, εκείνη να βρίζει σαν νταλικέρης και στο τέλος να κλαίμε και οι δυο από τα γέλια.

Μόνο που ο παραπάνω διάλογος δεν έγινε ποτέ. Δεν είναι ακριβώς αποκύημα της φαντασίας μου, κάποια κομμάτια όπως αυτό με το πείραγμα, ειπώθηκαν στο παρελθόν, όμως η αλήθεια είναι πως έχουμε πολλά χρόνια να μιλήσουμε έτσι. Όχι από τότε που η Χρυσάνθη διαγνώσθηκε με άνοια. Με θυμάται μεν, παραμένω “αυτός που έφυγε μακριά”, αλλά οι δυο-τρεις κουβέντες που καταφέρνουμε να ανταλλάξουμε επαναλαμβάνονται κάθε δέκα λεπτά. Τι καιρό κάνει στην Κύπρο, αν προσέχω την υγεία μου, πότε θα πάω να τη δω, τι τάξη πάει η μικρή το όνομα της οποίας θυμόταν μέχρι πριν 6 μήνες.

Και της λέω ότι κάνει ζέστη, ότι είμαι καλά στην υγεία μου, ότι το καλοκαίρι θα πάω να τη δω κι ότι η Νάγια πάει Τρίτη δημοτικού. Και ξανά από την αρχή. Και στο τέλος της λέω πόσο την αγαπώ. Αλλά μόνο αυτό. Δεν της λέω πως το ότι είμαι μακριά της σκοτώνει καθημερινά ένα μικρό κομμάτι μου. Δεν της λέω για εκείνο το παγωμένο χέρι του φόβου που σφίγγει την καρδιά μου κάθε φορά που βλέπω κλήση από Ελλάδα στο κινητό - ειδικά τις περίεργες ώρες. Δεν της λέω για τις στιγμές που, αν και 44 χρονών γάιδαρος, θέλω να συρθώ ως την αγκαλιά της μάνας μου, να μου χαϊδέψει τα μαλλιά και να μου πει ότι όλα θα πάνε καλά. Είναι κι άλλα πολλά που δεν της λέω. Δεν της τα λέω γιατί ξέρω πολύ καλά πως αυτά ειδικά δεν θα τα ξεχάσει ποτέ. Και δεν μπορώ να της το κάνω αυτό.

Έκλεισα το τηλέφωνο. Κι έκλαψα γι’ ακόμα μια φορά.

Loader