Αγαπούσα τη γιαγιά μου. Αλλά ήταν ναζί

Αγαπούσα τη γιαγιά μου. Αλλά ήταν ναζί

Ένα συγκλονιστικό κείμενο να διαβάσεις από τους New York Times

Αγαπούσα τη γιαγιά μου. Αλλά ήταν ναζί
Με αφορμή τα γεγονότα στο ΤΕΠΑΚ, εξαιρετικά επίκαιρο επίσης

Οι παππούδες μου ήταν Ναζί. Μου πήρε μέχρι πρόσφατα για να μπορέσω να λέω -ή να γράφω- κάτι τέτοιο. Είχα μάθει να τους θεωρώ και να αναφέρομαι σε αυτούς ως «κανονικούς Γερμανούς», λες και αυτό ήταν μια ξεχωριστή και ηθικά ουδέτερη κατηγορία. Αλλά όπως πολλοί «κανονικοί Γερμανοί», ήταν μέλη του Ναζιστικού Κόμματος – έγιναν μέλη το 1937.

Η γιαγιά μου, η οποία έζησε μέχρι τα 100 της χρόνια σχεδόν, δεν ήταν, όσο την ήξερα, ξενοφοβική ή αντισημιτική. Το ταμπεραμέντο της δεν φανέρωνε μίσος. Το να κατανοήσω γιατί και πώς αυτή η γυναίκα που ήξερα και αγαπούσα παρασύρθηκε σε ένα κίνημα που έγινε συνώνυμο του κακού ήταν κάτι που με βασάνιζε μια ζωή.

Εκείνη κι ο παππούς μου μεγάλωσαν σε ένα προάστιο της εργατικής τάξης στο βιομηχανικό Dortmund, όπου η ανεργία ήταν στα ύψη και το οποίο μετά το τέλος του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου καταλήφθηκε από τους Γάλλους. Εντάχθηκαν στο Ναζιστικό Κόμμα ως οργανωτές της νεολαίας σε ένα αγροτικό εκπαιδευτικό πρόγραμμα που λεγόταν Landjahr ή «χρόνος στη γη», στο οποίο παρεχόταν αγροτική εκπαίδευση σε έφηβους. Η γιαγιά μου πάντα διατηρούσε την άποψη ότι μπήκε στους Ναζί ως «ιδεολόγος», διότι την τράβηξε το όραμα του να ξαναχτιστεί η Γερμανία, να επιστρέψουμε σε πιο απλοϊκούς καιρούς και κάτι που φαίνεται προκλητικό τώρα, να γίνουμε όλοι ίσοι.

Στο Landjahr, οι γιοι και οι κόρες των εργατών του εργοστασίου ζούσαν και δούλευαν μαζί με τους γιους και τις κόρες των αριστοκρατών και των πλούσιων βιομηχάνων. Στη γιαγιά μου άρεσε η ιδέα του να επιστρέψει στην «παραδοσιακή» γερμανική ζωή, μακριά από την πολύπλοκη παγκόσμια οικονομία ώθησης-έλξης. Μετά από έρευνα, κατάλαβα ότι το πρόγραμμα Landjahr ήταν μέρος του μεγαλύτερου οράματος του Χίτλερ, Blut und Boden (αίμα και χώμα), για να γίνει η Γερμανία μια «φυλετικά καθαρή», αγροτική κοινωνία. Το «φυλετικά καθαρή» ήταν κάτι που δεν μου ανέφερε ποτέ η γιαγιά μου.

«Δεν ξέραμε». Αυτό ήταν το μάντρα της όταν την επισκεπτόμασταν και κάναμε μεγάλους περιπάτους στο αγρόκτημα που ζούσε, όχι μακριά από το μέρος που μεγάλωσε. «Μα δεν άκουγες τι έλεγε ο Χίτλερ;», την ρωτούσα, προσπαθώντας να διαχειριστώ το ηθικό παράδοξο μιας στοργικής γιαγιάς που υπήρξε Ναζί. Η γιαγιά μου ανασήκωνε τους ώμους της και συνήθως απαντούσε «έλεγε πολλά πράγματα, δεν τα άκουγα όλα». Εγώ επέμενα. «Δεν έβλεπες Εβραίους να περικυκλώνονται, να συλλαμβάνονται και να οδηγούνται στο άγνωστο ή τουλάχιστον να παρενοχλούνται από την αστυνομία;». Η γιαγιά επέμενε πως όχι, όχι στην επαρχία που ζούσε και έτσι κι αλλιώς ήταν επικεντρωμένη στα δικά της προβλήματα, στο να ανταποκρίνεται στα οικογενειακά έξοδα και όταν άρχισε ο πόλεμος, στο να προστατεύσει τα παιδιά της. *Στη φωτογραφία, η γιαγιά της Jessica Shattuck με 3 από τα παιδιά της, γύρω στο 1943*

Η επιμονή στην άγνοιά της ήταν μια δικαιολογία την οποία ούτε τότε ούτε τώρα μπορώ να δεχτώ. Είναι αδύνατο να μην γνώριζε τον παρανοϊκό αντισημιτισμό του Χίτλερ και τον στόχο των Ναζί να εξαφανίσουν τους Εβραίους, τους οποίους ο Χίτλερ είχε ψευδώς, αλλά επιτυχώς, συνδέσει με μια τρομοκρατική απειλή των μπολσεβίκων. Ακολούθησε, όμως, αυτά που ήξερε για το σχέδιο του Χίτλερ μέχρι το φρικτό, αδιανόητο τέλος του; Στα τέλη της δεκαετίας του ’30, λέγονταν διάφορα για αποστολή Εβραίων στη Μαγαδασκάρη και σε «οικισμούς» στα ανατολικά. Αλλά ακόμη κι αν τα πίστευε αυτά, γιατί δεν είχε τρομάξει, γιατί δεν είχε αηδιάσει με αυτή την αδικία; Πώς έμεινε απαθής σε αυτή τη βάναυση και επικίνδυνη κατάργηση των δικαιωμάτων τους;

Στα γερμανικά υπάρχουν δύο λέξεις για τη γνώση: το wissen, το οποίο σχετίζεται με την σοφία και την μάθηση και το kennen το οποίο είναι το «γνωρίζω», το «είμαι εξοικειωμένος» με κάτι. Το να γνωρίζεις είναι εξ ορισμού μια επιφανειακή κατανόηση, εύκολο να χειραγωγηθεί. Όταν είσαι εξοικειωμένος με κάτι είναι πολύ πιο εύκολο να βλέπεις μόνο ένα μέρος του συνόλου. Ειδικά αν το άλλο μισό αυτό που ακούς και βλέπεις είναι ελκυστικό. Ο Χίτλερ έφερε πίσω θέσεις εργασίας και ευκαιρίες, αποκατέστησε την εθνική υπερηφάνεια και είπε σαγηνευτικά, απλοποιημένα ψέματα. Στην αρχή, η γιαγιά μου, όπως και πολλοί Γερμανοί, πίστευαν για παράδειγμα ότι η Γερμανία ξεκίνησε πόλεμο με την Πολωνία ως αυτοάμυνα (το 1939, Ναζί φόρεσαν στολές του πολωνικού στρατού και προσποιήθηκαν ότι κατέλαβαν ένα γερμανικό ραδιοφωνικό σταθμό στο Gleiwitz. Ο Χίτλερ παρουσίασε το στημένο αυτό γεγονός ως προβοκάτσια των Πολωνών).

«Μα τι σκεφτόσουν όταν άρχισες να ακούς τις φήμες για τα στρατόπεδα συγκέντρωσης;», επέμενα ρωτώντας τη γιαγιά. «Δεν άκουγες ποτέ τις ειδήσεις των ξένων ειδησεογραφικών πρακτορείων;». «Προπαγάνδα των Συμμάχων», ήταν η απάντηση της γιαγιάς μου. Αυτό τους είχε πει ο Χίτλερ ότι ήταν. Και αυτή, όπως πολλοί Γερμανοί, τον εμπιστευόταν. Προφανώς, η εμπιστοσύνη της την απάλλασσε από την ανάγκη να καταλάβει.

Πώς μπορώ να βάλω δίπλα στην στοργική γιαγιά που ήξερα μέχρι τον θάνατό της το 2011 αυτό το άτομο; Συχνά φοβόμουν ότι η προσπάθειά μου να κατανοήσω τις επιλογές που έκανε και που δεν έκανε μπορεί να συγχέεται με μια προσπάθεια να την δικαιολογήσω ή να την συγχωρέσω. Αλλά για μένα είναι ο μόνος τρόπος που ξέρω για να αντιμετωπίσω το παρελθόν και να αναλάβω ευθύνη.

Η γιαγιά μου άκουσε αυτό που ήθελε από έναν ηγέτη που υποσχέθηκε απλές απαντήσεις σε περίπλοκες ερωτήσεις. Επέλεξε να μην ακούσει και να μην δει το τερατώδες άθροισμα των απαντήσεων αυτών. Και έζησε το υπόλοιπο της ζωής της γνωρίζοντας την αδικαιολόγητη συνενοχή της. Η προθυμία της, όμως, να μιλήσει για ένα θέμα που λίγα μέλη της γενιάς της δέχονταν να μιλήσουν μου δίδαξε την ζωτική σημασία του να γνωρίζουμε καλύτερα.

Loader