Αλεξοπούλου encore, encore

Αλεξοπούλου encore, encore

Αλεξοπούλου encore, encore
Συστήνοντας την Τίνα Αλεξοπούλου στο κυπριακό κοινό

Την προτροπή "Encore, encore" δεν την ακούς συχνά στην Κύπρο. Στο τσακίρ κέφι, ένα "Κι άλλο, κι άλλο" θα ακούσεις απ’ όλους όσοι δεν αποχώρησαν από παραστάσεις -που τους άρεσαν κιόλας- με το φόβο μην πέσουν στην κίνηση του φεύγα.

Σε "Encore, encore" προτρέψαμε την Τίνα Αλεξοπούλου όσοι βρεθήκαμε στο πρόσφατό της λάιβ με τίτλο "Rouge Chic" πριν λίγες βδομάδες στη Λευκωσία. Περισσότερες από τρεις ώρες ‘εν πλω’, μες το κέντρο της πρωτεύουσας, το ταξιδιάρικο ρεπορτόριό της μας είχε βγάλει στ’ ανοικτά και η διαδρομή δεν θέλαμε να τελειώσει.

Με την πρωταγωνίστρια της παράστασης "20 χρόνια χωρίς Μελίνα…" -την οποία ελπίζω να απολαύσουμε κάποια στιγμή στην Κύπρο- συναντηθήκαμε για να τα πούμε από κοντά. Εσύ, όταν την δεις από κοντά να θυμάσαι το "Encore, encore". Ταιριάζει, περισσότερο, με την φυσιογνωμία και το ταμπεραμέντο της.

Μου κάνει εντύπωση που απ’ τα μεγάλα θέατρα στους πιο μικρούς χώρους καταφέρνεις να ξεσηκώνεις τον κόσμο. Απ’ τα μικρά στα μεγάλα και απ’ τα μεγάλα στα μικρά, έτσι είναι η ζωή. Κι η δουλειά μας. Και ξέρεις, όταν είναι πολύ μικρός ο χώρος, είναι ακόμη πιο δύσκολα τα πράγματα. Πιο δύσκολο είναι να κατακτήσεις ένα κοινό που βρίσκεται σε απόσταση αναπνοής. Απ’ την άλλη, με το που το πετύχεις, δημιουργείται πιο εύκολα μία μεγάλη παρέα και εκεί οι αντιδράσεις σε γεμίζουν τόσο πολύ.

Σε όσα λάιβ σ’ έχω δει στην Κύπρο, εντυπωσιάζομαι. Ξέρεις, ο Κύπριος δύσκολα αποχωρίζεται την καρέκλα του. Μην νομίζεις, ούτε ο Ελλαδίτης. Θέλει το χρόνο του ο κόσμος. Στο τελευταίο λάιβ που είχαμε στην Κύπρο, το "Rouge Chic", τραγουδούσα τρεισήμισι ώρες και συνέχιζα, μέχρι το τέλος, να παίρνω ενέργεια απ’ τον κόσμο.

Καθόντουσαν οι κυρίες με τις καρέκλες τους και αντί για τηλεόραση, είχαν εμάς. “Για πες μας Τίνα ένα τραγούδι”, ήταν η ατάκα, κι εγώ άρχιζα.

Πώς προέκυψε η συνεργασία με το "Λόλα" στην Λευκωσία; Πριν από μία διετία, όταν ήμουν στο Faust Bar Theater στην Αθήνα, είχα γνωρίσει τον αδελφό της Έλενας, εκ των ιδιοκτητών. Ερχόταν συχνά στα λάιβ μου και τράβηξε μάλιστα κάμποσες φωτογραφίες τις οποίες είχε συμπεριλάβει και σε μία έκθεσή του. Όταν γνωριστήκαμε με σύστησε κι αυτός με τη σειρά του στην Έλενα και την Μίκα, τις ιδιοκτήτριες του Λόλα οι οποίες και μου πρότειναν να ‘ρθω να τραγουδήσω εδώ. Απ’ το πρώτο κιόλας λάιβ είχα νιώσει την ενέργεια και την αγκαλιά του κόσμου. Είστε αξιοσημείωτα φιλόμουσοι οι Κύπριοι και άσε που εδώ έχω εντοπίσει εκπληκτικές φωνές στο κοινό.

Προσωπικά μου 'αποκαλύφθηκες', αν θέλεις, διαδικτυακά μέσα απ’ την παράσταση "20 χρόνια χωρίς Μελίνα…" κι έπειτα στα λάιβ, εδώ στη Λευκωσία. Για να κάνουμε τις συστάσεις, θα με πας πίσω στις πρώτες σου μουσικοχορευτικές αναμνήσεις; Θα πρέπει να πάμε πίσω στις γειτονιές της Σάμου, όπου γεννήθηκα. Είχα την ευτυχία να μεγαλώσω σ’ ένα σπίτι που έβλεπε το ηλιοβασίλεμα πάνω στη θάλασσα, πλούτος μεγάλος αυτός. Φιλότεχνος πατέρας, εξωστρεφής, τεχνίτης και καλλιτέχνης μαζί. Μία μάνα ζωγράφο και φύση καλλιτεχνική. Ερασιτέχνης περφόρμερ η μητέρα μου, απ’ τα ιδρυτικά μέλη της Θεατρικής Ομάδας Σάμου.

Ήσουν το παιδί που μεγάλωσε στα παρασκήνια; Ακριβώς αυτό, ήμουν το παιδί πίσω απ’ την κουρτίνα. Και παιδί τυχερό, που μεγάλωσε παίζοντας μέσα στη γειτονιά. Εκεί έδωσα τις πρώτες μου ‘παραστάσεις’, στις γειτονιές της Σάμου. Καθόντουσαν οι κυρίες με τις καρέκλες τους έξω και αντί για τηλεόραση, είχαν εμάς. “Για πες μας Τίνα ένα τραγούδι”, ήταν η ατάκα, κι εγώ άρχιζα.

Και πότε αποφάσισες πως θα έκανες την εικόνα αυτή, επάγγελμα; Δεν ξέρω αν υπήρξε ποτέ αυτό που λέμε ‘απόφαση’. Ήτανε φυσικό επακόλουθο. Πηγαίο. Απ’ την γειτονιά στο σχολείο και μετά στο Πανεπιστήμιο. Δεν πέρασε ποτέ απ’ το μυαλό μου ότι θα μπορούσα να κάνω κάτι άλλο. Όταν άρχισα σπουδές Θεατρολογίας στην Φιλοσοφική Αθηνών, ήμουν τρισευτυχισμένη.

Ακολούθησες θεωρητική κατεύθυνση δηλαδή; Για αρχή, ναι. Κι είχα την τύχη να έχω δασκάλους τον Γεωργουσόπουλο, τον Ευαγγελάτο, τον Πλωρίτη. Πριν ολοκληρώσω τις σπουδές μου στην Θεατρολογία είχα μπει παράλληλα και στο Εθνικό Θέατρο. Η πρώτη μου συμμετοχή ήταν στον "Ίων" σε σκηνοθεσία Λυδίας Κονιόρδου στο Αρχαίο Θέατρο της Επιδαύρου.

Σπουδαίο άνοιγμα για το επαγγελματικό σου βιογραφικό. Και μία σπουδαία εμπειρία. Ξέρεις, πολλοί νομίζουν πως βγαίνοντας απ’ το Εθνικό είναι δεδομένο ότι θα λάβεις μέρος σε παράσταση αλλά αυτό δεν ισχύει. Ήμουν σε ένα μεταπτυχιακό σεμινάριο εκείνο το διάστημα με τον Γεωργουσόπουλο και την Κονιόρδου, την Ζουζού Νικολούδη και την υπέροχη Έρση Πήττα. Για τέσσερις μήνες μάς παρακολουθούσαν για να επιλέξουν άτομα κατάλληλα για τον Χορό. Είχε ακολουθήσει και ο "Ιππόλυτος" του Εθνικού Θεάτρου σε σκηνοθεσία Νικολαΐδη. Μαγικές εμπειρίες. Η χορογράφος η Πήττα με είχε κρατήσει μαζί της κι εκεί, αν θέλεις, μου βγήκε περισσότερο η αγάπη για το μιούζικαλ. Άρχισα επιπλέον μαθήματα χορού και φωνητικής και έπειτα έδωσα εξετάσεις και πήρα την υποτροφία του Ιδρύματος Κρατικών Υποτροφιών για μεταπτυχιακό στην Αγγλία.

Τι σπούδασες εκεί; Στο Exeter πέρασα στην πρώτη μου επιλογή, Performing Arts, σπουδή που μου άνοιξε μία μεγάλη βεντάλια στην οποία συμπεριλαμβανόταν και το μιούζικαλ. Εκμεταλλεύτηκα και την διαμονή μου εκεί και πήγαινα στο Λονδίνο για να παρακολουθήσω παραστάσεις. Επιστρέφοντας στην Ελλάδα ονειρευόμουν να λάβω μέρος σε τέτοιου τύπου παραστάσεις.

Λιγοστά, όμως, τα μιούζικαλ που ανεβαίνουν στην Ελλάδα. Ναι, αυτό είναι αλήθεια αλλά να πούμε πως το επίπεδο είναι αρκετά υψηλό κι έχουμε σπουδαίους περφόρμερ. Στο "Annie", για παράδειγμα, ήρθα σε επαφή με αξιοσημείωτους επαγγελματίες. Εδώ να πούμε πως είχα κάνει και ένα πέρασμα απ' την τηλεόραση, μερικά χρόνια πριν, στην σειρά "Γιούγκερμαν". Αυτό, σε μία περίοδο που η τηλεόραση είχε αρχίσει να παίρνει την κάτω βόλτα. Κι η Ελλάδα επίσης. Είχαν αρχίσει οι περικοπές, η εισβολή από ξένες σειρές... Στο θέατρο επέστρεψα για άλλες δύο παραστάσεις και πάλι στην Επίδαυρο. Ωστόσο, απ' το θέατρο που ήταν μεγάλη εμπειρία, ένιωθα πως δεν με γέμιζε και τόσο. Το μεράκι μου ήταν το μιούζικαλ.

Πότε κάνεις το πρώτο βήμα προς αυτή την κατεύθυνση; Όταν αποφάσισα να στήσω το δικό μου συγκρότημα, το 2010. Το Tina and the Jazzymates γνώρισε ανέλπιστη επιτυχία στην Ελλάδα, με την τζαζ να εντάσσεται δυναμικά τότε στο ρεπερτόριό μας. Σήμερα, παρόλο που είμαστε οι ίδιοι μουσικοί, αλλάξαμε το όνομα του συγκροτήματος γιατί ακριβώς διευρύναμε το πρόγραμμά μας και σ’ αυτό εντάχθηκαν και ελληνικά και ξένα κομμάτια που δεν προέρχονται κατ’ ανάγκη απ’ την τζαζ. Πλέον παρουσιάζομαι ως "περφόρμερ Τίνα Αλεξοπούλου". Με 400 τραγούδια ρεπερτόριο και μετά από σκληρή δουλειά, ακόμα θα με δεις καθημερινά με τα ακουστικά στα αυτιά να πειραματίζομαι με νέες μελωδίες και να απολαμβάνω την όλη διαδικασία με την ίδια αγάπη.

Ο κύριος αυτός ήταν ο Pierre Maraval, μουσικός παραγωγός στην Γαλλία, ο οποίος αργότερα μου είπε πως στις επαναλαμβανόμενες επισκέψεις του στο piano bar, έπλαθε στο κεφάλι του αυτό που αργότερα θα μου πρότεινε.

“20 χρόνια χωρίς Μελίνα…”. Πώς στήθηκε αυτή η παράσταση που κατέληξε να περιοδεύει σ’ όλη την Γαλλία; Το πως προέκυψε αυτή η παράσταση, ήταν μαγικό. Όλα άρχισαν στην Κω και να σου πω πως βρέθηκα εκεί. Ήμουνα στο "Taste the MusicALL" και δίπλα απ’ τον χώρο όπου παίζαμε ήτανε τα γραφεία μιας εταιρίας με πεντάστερα ξενοδοχεία. Μου πρότειναν να πάω στην Κω, για μία σεζόν, σε ένα piano bar και να αναλάβω το πρόγραμμα. Έξι ημέρες την βδομάδα τραγουδούσα εκεί κι εκείνο το διάστημα ήταν που άρχισα να στήνω τόσο μεγάλο ρεπορτόριο από τραγούδια σε επτά γλώσσες.

Και πως συνδέεται η παρουσία σου στην Κω με τις παραστάσεις στην Γαλλία; Μα αυτό είναι το εκπληκτικό. Κάθε βράδυ, στο piano bar που ήμουν, επί δύο βδομάδες συνεχόμενα ερχόταν ένα ζευγάρι στο κοινό. Τους έβλεπα καθημερινά εκεί και πολύ σύντομα γνωριστήκαμε. Ο κύριος αυτός ήταν ο Pierre Maraval, μουσικός παραγωγός στην Γαλλία, ο οποίος αργότερα μου είπε πως στις επαναλαμβανόμενες επισκέψεις του στο piano bar, έπλαθε στο κεφάλι του αυτό που αργότερα θα μου πρότεινε. Η φωνή και η προφορά μου του είχαν θυμίσει την Μελίνα Μερκούρη, κάτι που βρήκε très charmant. Με κάλεσαν με την γυναίκα του για καφέ, Καλοκαίρι του 2012 ήταν, και εκεί μου πρότεινε να διοργανώσουμε μία παράσταση-αφιέρωμα στην Μερκούρη για το 2014, όταν και θα συμπληρώνονταν είκοσι χρόνια από τον θάνατό της.

Κι εσύ; Ο ενθουσιασμός και το "Ναι" μου βγήκαν αμέσως, μαζί με μία δόση φόβου βεβαίως.

Τι φοβήθηκες;

Μάλλον την σύγκριση. Πώς δεν θα μπορούσα να αναμετρηθώ με ένα τόσο μεγάλο όνομα και να βγω στην σκηνή με αυτά τα τραγούδια-βράχους. Τραγούδια που στιγματίστηκαν από την φωνή, τον χαρακτήρα και το τσαγανό αυτής της μεγάλης γυναίκας. Ξεκινήσαμε αμέσως δουλειά κι έτσι ολοκληρώθηκε το "20 χρόνια χωρίς Μελίνα…" με την πρεμιέρα να πραγματοποιείται στις 6 Μαρτίου του 2014, είκοσι ακριβώς χρόνια μετά τον θάνατό της.

Θυμάσαι τα συναισθήματα της πρώτης εκείνης παράστασης; Έντονα. Δεν θα ξεχάσω ποτέ το άγχος που είχα εκείνη την ημέρα. Κι όμως, μέσα σ’ ένα κατάμεστο θέατρο, όταν είδα στο τέλος τον κόσμο να σηκώνεται και να χειροκροτά, να με καλεί τρεις φορές να ξανατραγουδήσω, οι κόποι μου ανταμείφθηκαν. Τραγουδούσα τον Ζορμπά στα γαλλικά, “Si tu veux couvrir de roses, tous ceux que tu vois en gris…” και κατέβηκα κάτω και χόρεψα με τον κόσμο. Ακολούθησαν απίστευτα σχόλια και κριτικές, όπως το άρθρο του ειδησεογραφικού πρακτορείου της Βρετάνης με τίτλο "Ο θρίαμβος της Τίνας Αλεξοπούλου στην Βρετάνη" κι η αφιέρωση του Νίκου Αλιάγα στο Παρίσι: "στην φωνή της Ελλάδος Τίνα Αλεξοπούλου, με αγάπη Νίκος Α.". Στην Γενεύη είχαμε ανάλογη ανταπόκριση και δέχτηκαμε συγχαρητήρια από τον πρόεδρο της Ελβετικής Επιτροπής για την επιστροφή των Μαρμάρων του Παρθενώνα ενώ ο Δήμαρχος της Γενεύης σηκώθηκε και χόρεψε στο τέλος μαζί μας. Έζησα συγκινητικές στιγμές με την παράσταση αυτή που ούτε στα πιο τρελά μου όνειρα δεν μπορούσα να φανταστώ.

Σε ποια φάση είσαι τώρα; Με τον Γιάννη Τρουλλινό, ο οποίος δραστηριοποιείται στον χώρο των σόους, προχωρήσαμε στην ίδρυση της LifeWorks Productions και αναλαμβάνουμε μεγάλες εκδηλώσεις όπως το "Dolce Vita" που παρουσιάσαμε πέρυσι το καλοκαίρι. Σ’ αυτήν συμμετείχε ο πολυτάλαντος Παναγιώτης Πετράκης και ο Κώστας Μπουγιώτης, απ’ την Σπείρα Σπείρα. Είχαμε κάνει περιοδείες σε όλη την Ελλάδα με αποκορύφωμα το Φάληρο, όπου τρεις χιλιάδες κόσμος απλά δεν έφευγε, μετά το τέλος της παράστασης, από τον χώρο και τραγουδούσε μαζί μας.

"Κάματόν τ᾽ εὐκάματον, κάματόν τ᾽ εὐκάματον, κάματόν τ᾽ εὐκάματον…", απ' τις Βάκχες κι αφορά στην έκσταση.

Πώς νιώθεις ως καλλιτέχνης τέτοιες στιγμές; Δεν μπορώ να το περιγράψω. Όσο κουρασμένος κι αν είσαι, εκείνη τη στιγμή που βλέπεις τον κόσμο χαρούμενο, που του λες εκείνο το "Καληνύχτα" κι αρνείται να φύγει, που τον βλέπεις να θέλει να μείνει, να χορέψει και να τραγουδήσει νιώθεις μία ευδαιμονία. Εξαργυρώνονται οι κόποι και η οποιαδήποτε κούραση που μπορείς να έχεις. Να σου πω κάτι που έμαθα απ’ τον δάσκαλό μου Θεόδωρο Τερζόπουλο;

Βεβαίως, θα ήταν ωραίο κλείσιμο! "Κάματόν τ᾽ εὐκάματον, κάματόν τ᾽ εὐκάματον, κάματόν τ᾽ εὐκάματον…", αυτό μας έβαζε να επαναλαμβάνουμε σε μία άσκηση που κάναμε. Είναι απ’ τις Βάκχες κι αφορά στην έκσταση. Η κούραση που φέρνει κούραση κι επιπλέον κούραση, καταλήγει στην έκσταση. Κι αυτό δεν αφορά σε κούραση που προέρχεται από αγγαρεία αλλά σε κούραση δημιουργική. Αυτή την κούραση την θέλω. Με κάνει να νιώθω ευτυχισμένη.

Loader