PASHIAS: «Ποτέ δεν υποδύομαι, δεν είναι θέατρο»

PASHIAS: «Ποτέ δεν υποδύομαι, δεν είναι θέατρο»

PASHIAS: «Ποτέ δεν υποδύομαι, δεν είναι θέατρο»
Chit-chat με τον «εικαστικό που ασχολείται περισσότερο με το performance art» με αφορμή τα εγκαίνια του Temple Boy

Φωτογραφίες Κυριάκος Χριστοδουλίδης

Πιθανό είναι να έχεις δει φωτογραφίες του σώματός του να κυκλοφορούν δεξιά αριστερά στα σόσιαλ, πιθανό να τον είδες ζωντανά και σε δράση. Η τελευταία του περφόρμανς παρουσιάστηκε άλλωστε μόλις την περασμένη Πέμπτη, όταν εμφανίστηκε ως Temple Boy στον χώρο της αρχαιολογικής συλλογής Γεωργίου και Νεφέλης Τζιάπρα Πιερίδη, στο πολιτιστικό Ίδρυμα της τράπεζας Κύπρου.

Το ονοματεπώνυμό του είναι Αντρέας Πασιάς, ως καλλιτέχνης όμως «βγαίνει» PASHIAS: Με λατινικούς χαρακτήρες και με κεφαλαία γράμματα, μου ανέφερε ρητά κατά τη διάρκεια συνάντησής μας τις προάλλες, οπότε, και για ακόμη μια φορά, έντονη ένιωσε την ανάγκη να μου διευκρινίσει πως δεν δηλώνει περφόρμερ αλλά «εικαστικός που ασχολείται περισσότερο με το performance art».

Δεν κάνω ποτέ πρόβα. Όταν ξεκινήσει το έργο πρέπει να είσαι ισάξια πιστός στην αρχική σου ιδέα και ισάξια έτοιμος να την εγκαταλείψεις.

Eίχε αρκετή προσέλευση έμαθα η προχθεσινή σου περφόρμανς, πήγε αρκετά καλά. Tι έκανες, τι υποδύθηκες;

Ποτέ δεν υποδύομαι, δεν είναι θέατρο. Ούτε κάνω ποτέ πρόβα. Όταν ξεκινήσει το έργο πρέπει να είσαι ισάξια πιστός στην αρχική σου ιδέα και ισάξια έτοιμος να την εγκαταλείψεις.

Η δουλειά μου αποτελεί ουσιαστικά μια ανταλλαγή εμπειριών μέσω σύγχρονων μορφών τέχνης όπως το performance art και του σύγχρονου ανθρώπου που ζει «εδώ» και «τώρα».

Σίγουρα ένα έκθεμα δημιουργήθηκε από έναν άνθρωπο. Στην πορεία όμως το έκθεμα και το κειμήλιο αποστασιοποιούνται από την ανθρώπινη παρουσία. Βρίσκονται σε μια βιτρίνα και προσφέρονται για θέαση. Μια τέτοια συνθήκη προσπαθεί να προσπεράσει ένα ζωντανό έργο, όπως η περφόρμανς “Temple-boy” που παρουσιάστηκε προχθές στο Πολιτιστικό Ίδρυμα της Τράπεζας Κύπρου.

Aλήθεια, τι είναι για σένα το performance art, γενικά μιλώντας;

Είναι η αφορμή για να βρεθούμε. Ειδικότερα, η αφορμή για να συναντηθούν ανθρώπινα σώματα με σκοπό την ανταλλαγή, την επικοινωνία και τη συνύπαρξη. Κάτι πολύ διαφορετικό από το να βρεθούμε απλά μαζί σε μια καφετέρια, για παράδειγμα, όπου δεν είσαι ενεργά συνειδητοποιημένος για το τι βρίσκεται δίπλα σου. Πολλές φορές το τι βρίσκεται δίπλα σου καθορίζει και το ποιος είσαι.

Ποια είναι η διαφορά με μια «πατροπαράδοτη» θεατρική παράσταση;

Είναι η θέση του θεατή, κυριολεκτικά και μεταφορικά. Από τη στιγμή που δεν σε τοποθετώ σε μια καρέκλα και συνήθως δεν υπάρχει μια υπερυψωμένη σκηνή, ο θεατής δεν αποτελεί παθητικό δέκτη. Αντίστοιχα, ο δημιουργός δεν αποτελεί πομπό παροχής μηνυμάτων, αλλά συνθέτης των παραμέτρων στις οποίες μπορεί να εισχωρήσει το κοινό, το οποίο έχει ελευθερία κίνησης.

Σε μεταφορικό επίπεδο έχει να κάνει με το πόσες διόδους σου δίνω για να μπορέσεις να διοχετεύσεις τη δική σου ερμηνεία μέσα στο έργο.

Επιμελητής της δουλειάς σου εσύ είσαι;

Όπως δεν υπάρχει πρόβα, αντίστοιχα δεν υπάρχει ούτε σκηνοθεσία. Είναι η δημιουργία ενός έργου μέσα από τις εικαστικές παραμέτρους του. Έχει το χρώμα του, την υφή του, τη σύνθεσή του, το φως, το πλαίσιό του. Το έργο προσφέρει εικόνες και αποτελεί εικόνα. Ο δημιουργός έχει την επιμέλεια της εικόνας του. Απλώς μέσα από τις συνθήκες του χώρου και του χρόνου, η εικόνα ξεδιπλώνεται σε μια κατάσταση, σ’ ένα περιβάλλον που φιλοξενεί τα σώματα. Από το δισδιάστατο προχωρούμε στο τρισδιάστατο.

Σίγουρα, εάν πρόκειται για ομαδική προσπάθεια, η επιμέλεια εναπόκειται και σε κάποιον άλλον.

Σημαντικές στιγμές στη μέχρι σήμερα πορεία σου ως εικαστικός που ασχολείται περισσότερο με το performance art;

Πολύ ιδιαίτερη στιγμή ήταν σίγουρα μία από τις πρώτες μου περφόρμανς στην Κύπρο με την ονομασία “Pour homme”, που είχε γίνει το 2013 στο Φυτώριο Εικαστικής Καλλιέργειας. Τα συναισθήματα της επέμβασης, της παρέμβασης και του βανδαλισμού ενός σώματος ήταν μια πολύ έντονη εμπειρία, τόσο για μένα όσο και για τους θεατές. Ήταν μια περφόρμανς στην οποία μπορούσε βασικά να επέμβει ο άλλος στο σώμα μου με τη χρήση σπρέι για γκράφιτι. Τότε ήταν που συνειδητοποίησα την επικινδυνότητα του performance art ως πρακτική, αλλά ταυτόχρονα και τη βίαιη ομορφιά του.

Άλλη μεγάλη στιγμή ήταν σαφώς η έκθεση “As Οne” το 2016 στο Μουσείο Μπενάκη με τη Μαρίνα Αμπράμοβιτς, που υπήρξε μια από τις πρώτες μου επαφές με το τι σημαίνει μεγάλη χρονική διάρκεια στη δημιουργία ενός έργου. Τόσο η τεράστια προσέλευση του κοινού όσο και η εμπειρία της επαφής και της συνεργασίας με μια τόσο καταξιωμένη δημιουργό υπήρξαν αδιαμφισβήτητα πολύ σημαντικά γεγονότα για μένα.

Πολύ πρόσφατα πέρασες έναν μήνα στη Βραζιλία, όπου έλαβες μέρος σε μια περφόρμανς που διήρκεσε 63 ώρες. Μίλα μας λίγο και γι’ αυτό.

Το προσωπικό μου έργο μεγάλης διάρκειας “Concave” πήρε μέρος στο Σάο Πάολο της Βραζιλίας στο μουσείο SESC, που είναι ο μεγαλύτερος οργανισμός ενδυνάμωσης κοινωνικών αναγκών των τοπικών συνόλων, μέσα από την εκπαίδευση, την καλλιτεχνική δημιουργία και τον αθλητισμό. Το έργο χρειάστηκε 63 ώρες για να ολοκληρωθεί, που σήμαινε περίπου πέντε ώρες ημερησίως για 13 μέρες.

Οι Ρώσοι επιμελητές της συγκεκριμένης έκθεσης είχαν επικοινωνήσει μαζί μου για αυτήν την έκθεση στη Βραζιλία ένα τετράμηνο πριν. Μου είχαν ζητήσει να υποβάλω προτάσεις μέσα στο θεματικό πλαίσιο του “Performance Carousel”, που είναι ένας εναλλακτικός τρόπος παρουσίασης ζωντανών έργων υπό τη μορφή ομαδικής έκθεσης.

Είναι μια κυριολεκτικά τεράστια κυκλική βάση που χωρίζεται σε τριγωνικά τμήματα. Κάθε τμήμα φιλοξενεί μία διαφορετική περφόρμανς από έναν διαφορετικό καλλιτέχνη. Αφού οι θεατές εισέλθουν στον εκθεσιακό χώρο, μπορούν είτε να ανέβουν πάνω στο καρουζέλ και μέσω ποδηλασίας να εκκινήσουν την περιφορά του, είτε να το βιώσουν ως ένα κινηματογραφικό καρέ. > Όπως δεν υπάρχει πρόβα αντίστοιχα δεν υπάρχει ούτε σκηνοθεσία

Εσύ τι ακριβώς έκανες;

To έργο “Concave” αποτελεί βασικά μια σκοτεινή σπηλιά, μέσα στην οποία μπορώ να κοιτάζω μόνο τη δική μου αντανάκλαση ως συνθήκη δράσης. Δεν μπορούσα ποτέ να επικοινωνήσω οπτικά μαζί σου. Μπορούσα μόνο να κοιτάζω την αντανάκλαση μου. Αυτό έγινε κατορθωτό μέσα από τρεις τρόπους. Από έναν μεγάλο εσωτερικά κυρτωμένο καθρέφτη που παρουσίαζε αντίστροφα την εικόνα μου, μέσα από μια λίμνη νερού ή μέσα από ένα κουτάλι. Το κουτάλι αποτέλεσε ουσιαστικά μικρογραφία της περφόρμανς, παράγοντας μία ‘κανονική’ και αντίστροφη εικόνα, ανάλογα με την κάθε πλευρά του. Το κοινό προσκλήθηκε στο να με βοηθήσει να καταναλώσω την εικόνα μου.

Όπως ακριβώς προσεγγίζω τώρα στο Πολιτιστικό ένα αντικείμενο αρχαιολογικής σημασίας, σ’ αυτήν την περίπτωση προσέγγισα τον μύθο του Νάρκισσου, που ήταν και το κεντρικό σημείο αναφοράς για το έργο.

Οι αντιδράσεις του κοινού ποιες ήταν, πώς πήγε το έργο συνολικά;

Εξαιρετικά, αφού ήρθα αντιμέτωπος με όλων των ειδών τις αντιδράσεις.

Κι αυτό παρόλο που είχα πολύ μειωμένο λεξιλόγιο επικοινωνίας με τον συνάνθρωπό μου. Ήταν ωστόσο αρκετό για να αναπτυχθεί κάθε είδους σχέση με το κοινό. Ο θεατής αποτέλεσε το πιο ‘δυνατό’ καθρέφτη.

Επιστρέφοντας πίσω στο Temple Boy, τι θα δούμε στην έκθεση που εγκαινιάζεται στο Πολιτιστικό την ερχόμενη Πέμπτη;

Τόσο το περφόρμανς “Temple-boy” όσο και η ομώνυμη έκθεση και μια σειρά από διαλέξεις που θα γίνουν τον Ιανουάριο, έχουν να κάνουν με το πώς το ιστορικό κειμήλιο συνάδει με τον σύγχρονο άνθρωπο, μέσα από τις μορφές έκφρασης που γνωρίζουμε τώρα.

Είχα επισκεφθεί την εν λόγω αρχαιολογική συλλογή στο Πολιτιστικό και επέλεξα τη σειρά των αγαλματιδίων ‘υπηρέτες του ναού’ ως τη κεντρική αναφορά για την έκθεση. Τα συγκεκριμένα μου είχαν κάνει τρομερή εντύπωση και διασώζονται σε αρκετά καλή κατάσταση. Αποτελούν αγόρια ακαθόριστης ηλικίας, σίγουρα νεαρής, τα οποία καταλαμβάνουν μια σωματική στάση άβολη και ασυνήθιστη για τα αρχέτυπα της γλυπτικής δημιουργίας εκείνης της χρονικής περιόδου. Αρκετοί θα έλεγαν πως παραπέμπει σε μια θέση διαλογισμού, σε μια χρονική περίοδο εντούτοις που τοποθετείται αρκετά πριν τις ‘βουδιστικές’ ανατολικές αναφορές.

Το σκεπτικό του “Temple-boy” κινείται γύρω από τον ρόλο του μουσείου, του καλλιτέχνη και της τέχνης στο να εξυπηρετεί την ανάγκη διαπαιδαγώγησης και τέρψης ενός κοινωνικού συνόλου. Το έργο διαπραγματεύεται το χρέος εξυπηρέτησης και προσφοράς υπηρεσιών του καλλιτέχνη και της τέχνης προς ένα κοινωνικό σύνολο, όπως ακριβώς το μουσείο αποτελέι φύλακα των πολιτισμικών αξιών ενός λαού.

Εν τέλει, με αφορμή την αφορμή συνεύρεσης που προσφέρει το performance art, η έκθεση προτείνει την ανασύνθεση και την εκ νέου αναδημιουργία, μέσα από τη διασταύρωση ενός χρόνου παρελθοντικού και του παρόντος.

*Εγκαίνια: 14/12/17, 20:30 Διάρκεια: 15/12 /17 - 15/01/18, Δευ.-Κυρ. 10:00-19:00 Πολιτιστικό Ίδρυμα Τράπεζας Κύπρου, Φανερωμένη

Loader