Βάλε ζιβάνες, τύλιξε μια και άκουσε το «Zivo»

Βάλε ζιβάνες, τύλιξε μια και άκουσε το «Zivo»

Ο νέος δίσκος των Trio Tekke είναι πιο represent από ποτέ

Βάλε ζιβάνες, τύλιξε μια και άκουσε το «Zivo»
Ολοκληρώνεται ένας δημιουργικός κύκλος που ξεκίνησε με τα «Ρεγγέτικα» πριν μια δεκαετία

Πάνε σχεδόν δέκα χρόνια από την πρώτη κυκλοφορία των Trio Tekke πίσω στο 2009. Τα «Ρεγγέτικα» τότε είχαν εντάξει στον μουσικό χάρτη της Κύπρου την πρώτη, σε ένα ολοκληρωμένο δίσκο, μουσική συνύπαρξη των Λευτέρη Μουμτζή και Αντώνη Αντωνίου. Του Λευτέρη και του Αντωνάκη το λοιπόν. Δεν ξεκινάω τυχαία τη δισκοκριτική του «Zivo» από αυτή την αφετηρία. Φαντάζει μια ιδανική συνύπαρξη η εν λόγω σύμπραξη. Γιατί αλληλοσυμπληρώνεται.

Μιλάμε για τους δύο –δεν θα πω καλύτερους αλλά- πιο αντιπροσωπευτικούς μουσικούς της όποιας σύγχρονης μουσικοπαραγωγής στο νησί. Δύο ολοκληρωμένους μουσικούς, «παίκτες/γραφιάδες» και καλλιτεχνικές προσωπικότητες που αν και φαινομενικά δείχνουν εκ διαμέτρου αντίθετοι σε καταβολές, ακούσματα, επιμέρους πρότζεκτς κι ανησυχίες κατορθώνουν να συμπράξουν. Όχι μόνο για την ανάγκη ενός δίσκου, στην προκείμενη τον τρίτο δίσκο των Trio Tekke (που πλέον είναι κουαρτέτο και όχι τρίο), αλλά με όχημα το ίδιο το σχήμα και ό,τι αυτό εκπροσωπεί. Για την ακρίβεια, δεν συμπράττουν. Συνυπάρχουν. Και το κατορθώνουν χωρίς αβαρίες, ανισότητες και καλλιτεχνικά τρικ. Και ξαναστήνουν, πολύ πιο ολοκληρωμένα από το πρώτο εγχείρημα των Trio Tekke, και πολύ πιο μεστά από το «Σαμάς».

Η συνταγή του τρίτου δίσκου των Trio Tekke δεν μανιερίζει. Η προσθήκη τυμπάνων και κρουστών, του Dave De Rose που συνυπογράφει και την παραγωγή, προσθέτει βάθος και ένταση στο όλο εγχείρημα. Ο τζουράς του Αντωνάκη σιγοντάρει θαυμάσια τους κιθαρισμούς του Μουμτζή και οι συνθέσεις ξεφεύγουν, κλασικά, από την παγίδα του ευκολόπιστου «ρεμπέτικου» όπως αυτό αναβιώνει (και υποφέρει) σε κάθε τόνινη της gentrified παλιάς Λευκωσίας ή της Σαριπόλου.

οι συνθέσεις ξεφεύγουν, κλασικά, από την παγίδα του ευκολόπιστου «ρεμπέτικου» όπως αυτό αναβιώνει (και υποφέρει) σε κάθε τόνινη της gentrified παλιάς Λευκωσίας ή της Σαριπόλου

Εδώ δεν θα ακούσεις κομμάτια για να φας κατεψυγμένη τηγανητή πατάτα σε μεζεδοπωλείο. Στον αντίποδα θα εισέλθεις σε ένα μουσικό κόσμο βαθιά μοντερνιστικό, πέριξ αλλά και πέραν του contemporary κυπριακού και με στοιχεία που προσδίδουν σε όλες τις συνθέσεις μια αίσθηση σύγχρονου λαϊκού (αλλά και blues), δίτονου (αλλά και ψυχεδελικού). Τζαζ αλλά και ελληνικού –με την ελληνικότητα να μην μετριέται σε γλωσσικές νόρμες και αφηγήματα εθνικών ταυτοτήτων αλλά με την αυθεντική μυσταγωγία ενός τεκέ: Ντουμάνια (ψιλές να ξηγιόμαστε), ζιβανίες και συναισθήματα. Απλά και λιτά. Χωρίς μαλακισμένες φιοριτούρες και χωρίς χίπικο καθωσπρεπισμό.

Το Trio Tekke στο νέο του μουσικό εγχείρημα είναι πιο represent από ποτέ εγκολπώνοντας μέσα του όλα τα στοιχεία των μουσικών που το συναποτελούν, δυο ξένων που αγαπούν την Κύπρο και δυο που είναι τόπακες με στοιχεία που ξεπερνούν όμως κατά πολύ την εντοπιότητά τους. Στο «Έλα Βαγγέλα» οι Trio Tekke κάνουν «επόμενη στάση» στα αθάνατα στέκια της Λευκωσίας –εκεί που όλοι λίγο πολύ συναντιόμασταν και συναντιόμαστε πριν γεμίσει η Ονασαγόρου ελληνικά σουβλατζίδικα και μπαρς που το κοκτέιλ σου βγαίνει από δοκιμαστικό σωλήνα. Στον στίχο «Όλα τα φτύνω ζίβο θα πίνω, ζίβο θα πίνω τον κόσμο κλείνω» του ομώνυμου κομματιού και στο «στρίψε κι άλλο για να πάμε λίγο πιο ψηλά» στα «Τρελά Πουλιά» της εισαγωγής του δίσκου συνοψίζεται το πνεύμα του δίσκου: ένα μουσικό χαρμάνι που σε κάνει να σηκωθείς για να αφουγκραστείς ό,τι πιο σύγχρονο έχει να δείξει η Κύπρος –που να μην είναι τραγουδιάρης που τραγουδάει «παναθεμά σε δεν με λυπάσαι» σε μουσικό reality.

ένα μουσικό χαρμάνι που σε κάνει να σηκωθείς για να αφουγκραστείς ό,τι πιο σύγχρονο έχει να δείξει η Κύπρος

H ευαισθησία της αλληγορίας του «Σούρια» και ο σχεδόν, α λα Strummer/Jones ρυθμικός καταιγισμός του «Αδέσποτου» σου υπενθυμίζουν ότι στην Κύπρο κάποιοι εξακολουθούν να γράφουν καλή μουσική, έχουν αφομοιώσει τις επιρροές τους και έχουν συνειδητοποιήσει τον τόπο στον οποίο κινούνται μουσικά. Για τον γράφοντα, το «Αδέσποτο» είναι όχι μόνο το καλύτερο κομμάτι του δίσκου αλλά και μια σύνθεση που δεν ακούς σε πολλές ξένες δισκογραφικές δουλειές. Στο «Από Αγάπη» ο Μουμτζής μιλάει για την αγάπη χωρίς να γίνεται γλυκανάλατος –σε κάνει αισιόδοξο το εν λόγω τρακ. Ισάξια, ο Αντωνάκης στο «Του Διαβόλου το Χωριό» κάνει την αυτοκριτική της φάσης χωρίς να εμφανίζει ίχνος αστικού κωλοπαιδισμού ή καλλιτεχνικής έπαρσης.

Εν κατακλείδι το «Zivo» έρχεται να ολοκληρώσει έναν δημιουργικό κύκλο που ξεκίνησε με τα «Ρεγγέτικα» πριν σχεδόν μια δεκαετία. Ακούγεται μεστό και κυρίως ξεφεύγει από τη συνταγή του διασκευάζω ρέγκε/ρεμπέτικα για να κάνω επιτυχία στο τοπικό beach bar και να πιάσω 1,5 μύριο views. Ο δίσκος έχει τη δική του καλλιτεχνική σημειολογία και σημασία και κυριότερα υπενθυμίζει πως για πρώτη φορά στο νησί, εδώ και δεκαετίες, υπάρχει μια συνέχεια στα όσα διαδραματίζονται μουσικά –ποιοτικότερο χαρακτηριστικό της οποίας είναι η συνέπεια ως προς την αποτίμηση (και επικοινωνία από τους μουσικούς με το κοινό τους) του τελικού αποτελέσματος. Credit σε αυτό πρέπει να πάρουν ο Αντωνάκης και ο Μουμτζής. Ο Λευτέρης και ο Αντωνίου. Κι έχουν χρέος να οδηγήσουν τα πράγματα και παρακάτω…

Loader