Το Άλτσχαϊμερ θέλει περιβάλλοντα όμορφα

Το Άλτσχαϊμερ θέλει περιβάλλοντα όμορφα

Δεν υπάρχει οικογένεια που δεν έζησε κάτι τέτοιο στα σπλάχνα της. Που δεν ένιωσε τα διλήμματα και τις ενοχές γιατί δεν το πήρε στα σοβαρά νωρίτερα. Που δεν διαμόρφωσε σπίτια βιώσιμα και κατάλληλα για ανθρώπους που σύντομα θα φιλοξενούνται ή δεν θα μπορούν να αυτοεξυπηρετούνται. Σπίτια με ερεθίσματα και σημάδια ταυτότητας που να χωρούν μνήμες κι όχι φωτοτυπίες άλλων σπιτιών. Σπίτια με μυρωδιές χωρίς το μίζερο γκρι.

Γράφει η Ανθή Ερμογένους

Η γιαγιά δεν έχει μορφωθεί. Από την Πάφο στην Αμμόχωστο μεγαλώνει έξι παιδιά. Παντρεύεται τον παππού. Σε αντίθεση με αυτήν, κοσμοπολίτης, μιλά πολλές γλώσσες, Έλληνας της Αιγύπτου, μπον βιβέρ, αγαπά το κονιάκ, τις γραβάτες, την κοσμική ζωή, εργάζεται σαν φωτογράφος, δημοσιογράφος, λογιστής στις Αγγλικές Βάσεις, βαθιά πολιτικοποιημένος και καλλιεργημένος. Χάσμα προσωπικοτήτων.

Αυτή στο σπίτι χωρίς δεξιότητες, χωρίς να ξέρει ορθογραφία, προσπαθεί να συντάξει γράμματα στην οικογένεια της στο Λονδίνο. «Μετακομίσαμε στο Κολόσσι και είμαστε καλά».

Μες την απλότητα και τα αφαιρετικά της υπερβολής που έχουν οι στα αλήθεια ήρωες του κόσμου και οι άνθρωποι που κουβαλούν στους ώμους τους σαν σάρκες θυσιασμένες, τις μεταβάσεις της ιστορίας για όλους τους υπόλοιπους από εμάς. Γυναίκες που είναι τελικά ο χρυσός καρπός της κοινωνίας. Η στέρεη μαγεία της. Δευτερεύοντες χαρακτήρες με πρωτεύουσες αποδόσεις. Που μέσα στη μάζα είναι οι πιο κοντινοί μας. Άνθρωποι μονάκριβοι.

Προσπαθεί να κάνει δουλειές σε εργοστάσια για να σπουδάσει τα παιδιά, στήνει πόδι να τα αφήσει ο παππούς να πάνε για σπουδές. Να στείλει ΤΑ ΚΟΡΙΤΣΙΑ για σπουδές. Αν αυτό δεν είναι κοινωνικό ένστικτο και πραγματική επανάσταση, τι είναι.

Μετακομίζει στην Αγγλία για να είναι δίπλα σε ένα από τα παιδιά, δουλεύει εκεί, χωρίς να ξέρει γρι τη γλώσσα. Παρά την αγεφύρωτη μεταξύ τους απόκλιση σε γνώσεις, μόρφωση, τριβή με την κοινωνία και την πολιτική στη σύγκριση με τον παππού, εκείνη ξέρει πιο έντιμα κι αυθεντικά την κοινωνία από τη βάση της.

Ξέρει τη λούμπεν, την παραβατικότητα, βγάζει νύχια και τη γλώσσα της πιάτσας όταν της θίγουν τα παιδιά. Το να διεκδικείς τη μόρφωση των παιδιών σου ενώ δεν ξέρεις την αξία της και να δουλεύεις κρυφά και σαν σκυλί για αυτήν, είναι από μόνο του ψηλό κοινωνικό ένστικτο. Θα το σέβομαι όσο ζω. Είναι από μόνο του μια βαθιά πολιτική πράξη. Είναι το σπουδαίο νόημα μιας χρήσιμης πολιτικής ανθρώπινης μοίρας όπου εκείνος που δεν έχει, παλεύει για να έχουν οι υπόλοιποι. Χωρίς τα βέρμπαλ να πάρεις λαβείν από αυτό. Κι είναι ένα ταξικό αντανακλαστικό κοινωνικής ισονομίας.

Η γιαγιά υποθήκευσε τη δική της ζωή. Κρατώντας ένα οικογενειακό -αόριστα προσδιορισμένο επαναστατικά- δόγμα με την αυθεντική και αγνή αγριάδα του ανθρώπου του ακατέργαστου. Του διαμαντιού του ακατέργαστου. Κι ας ήξερε πως ο παππούς νικούσε στα σημεία και στη ρητορική όποτε τσακώνονταν, δεν υποτάχτηκε, δεν οπισθοχώρησε. Μετά την εισβολή έζησαν στον Συνοικισμό Κολοσσίου. Μετακόμισαν έπειτα από το χωριό στην πόλη, στην παραλία, εκεί στο Debenhams για να αλωνίζει ο παππούς με τις γραβάτες στην κοσμικότητα που ταίριαζε σε αυτόν.

Στα 60 της κι όσο αυτός βόλταρε κάπου εκτός σπιτιού, εκείνη πήρε φορτωτική, έβαλε τα έπιπλα, τον άφησε σύξυλο και πήγε πίσω στο χωριό στο Κολόσσι, στο συνοικισμό. Σε ένα αγώνα να διεκδικεί πάντα ένα «πάτριο» και οικείο έδαφος, κυρίως οικείους ανθρώπους. Όλη η ζωή της ήταν μια περιστροφή γύρω από τα δικά της οικεία πρόσωπα. Σε αυτή την περίπτωση ήταν οι γείτονες, οι με το όμοιο βίωμα εκτοπισθέντες που ξεκίνησαν ζωή μαζί εκεί από την αρχή. Η κοινότητα. Η ομάδα. Και αν αυτό επίσης, να φορτώσει και να φύγει μόνη της, δεν είναι επαναστατικό πνεύμα, για τους όρους της γενιάς της, τότε τι είναι. Κι αν επίσης η ανάγκη του ανήκειν, της κοινότητας, δεν πρέπει να προσδιορίσει το πως διαμορφώνουμε τον κόσμο, τότε τι πρέπει;

Το Άλτσχάιμερ ξεκίνησε νωρίς να δείχνει σημάδια. Σίδερα που έμεναν ανοικτά, κατσαρόλες που καίγονταν, κουβέντες που ξαναλέγονταν, στιγμιαίες θολούρες. Το άλτσχάιμερ είναι ολέθρια πάθηση και δεν έχει επιστροφή. Το χάσιμο της συνειδητότητας δεν έρχεται αμέσως. Και για αυτό στην αρχή όλοι αντιμετωπίζουμε με χιούμορ τις επαναλήψεις, αργότερα κάποτε με θυμό όταν οι απώλειες μνήμης δημιουργούσαν κινδύνους. Μεταξύ μας πλάκες όταν μπέρδευε τα ονόματα των εγγονιών, όταν ξεχνούσε ποιοι χώρισαν, όταν μιλούσε για καμιά παιδική της συνήθεια στην Πάφο σαν να μας περιέγραφε κάτι που έγινε πριν ένα μήνα, όταν κοκκίνιζε σαν ερωτευμένη όταν συναντιώντουσαν με τον παππού σε κανένα οικογενειακό τραπέζι.

Τα τηλεκοντρόλ μέσα στο ψυγείο που τα ψάχναμε μέρες, οι κλοπές τους που γίνονταν γιατί τα θεωρούσε κινητό τηλέφωνο και τα καταχώνιαζε στη τσάντα, οι καφέδες που ψήνονταν με αλάτι, οι κόκκινες μπλούζες με πράσινη φούστα και μπλε καλσόν, τα φλοράλ πολύχρωμα φορέματα με ριγέ πανωφόρια σε άλλες χρωματικές παλέτες, το φάρμακο για τα άλατα που έβαζε στη τσαγέρα αντί για νερό, έγιναν το κέντρο της συζήτησης και το πρόβλημα για αντιμετώπιση, αντί η απαρχή μιας φύσης που δεν ξέρεις προς τα που πάει, που μπαίνει σιγά σιγά στη λησμονιά του ό,τι προηγήθηκε στις μεταξύ μας ζωές, που θα αποσυνδέεται από εμάς κι από τον εαυτό της.

Λίγο-λίγο και χωρίς γυρισμό. Μια αρρώστια που πήρε την τροχιά του αμετάκλητου, ξεθεμελιωτικά προς τις μνήμες και ό,τι συνιστά εαυτό. Αφήνοντας πίσω το ταξίδι όποιο ταξίδι έζησε.

Δεν υπάρχει οικογένεια που δεν έζησε κάτι τέτοιο στα σπλάχνα της. Που δεν ένιωσε τα διλήμματα και τις ενοχές γιατί δεν το πήρε στα σοβαρά νωρίτερα. Που δεν διαμόρφωσε σπίτια βιώσιμα και κατάλληλα για ανθρώπους που σύντομα θα φιλοξενούνται ή δεν θα μπορούν να αυτοεξυπηρετούνται. Σπίτια με ερεθίσματα και σημάδια ταυτότητας που να χωρούν μνήμες κι όχι φωτοτυπίες άλλων σπιτιών. Σπίτια με μυρωδιές χωρίς το μίζερο γκρι.

γσγσγ

Ο κώδικας της μνήμης την γύριζε πίσω στη ζωή της ως παιδί σαν να απαιτούσε μια φυγή από την ενηλικότητα της κι έπειτα. Ίσως από δίψα για αναζήτηση της νεότητας και των προσδοκιών, σε μια προσπάθεια να αρχίσει το κοντέρ της από την αρχή. Περιέγραφε βόλτες, μονοπάτια, πλατείες, δέντρα. Δεν τα έβρισκε στο παρόν της κι αυτό το παρόν το διέγραψε.

Ήταν μάλλον η δίψα της υστέρησης. Γιατί έγινε θρέμμα μιας ζωής που αφορούσε όλους τους άλλους εκτός από τον εαυτό της. Που δεν βιώθηκε με κεντρικό ήρωα τον εαυτό της. Είναι ο κοινός παρονομαστής γιαγιάδων και γονιών της γενιάς μας, που τώρα τους ζούμε να περνούν την ασθένεια της άνοιας.

Όλα γίνονταν με ένα δωρικό ρυθμό. Ασυναρτησίες που τις ακολουθούσε ένα εύγλωττο κενό γιατί στις μικρές ενδιάμεσες κρίσεις διαύγειας, αντιλαμβανόταν ότι το να συνδέσει ιστορίες άρχισε να γίνεται δύσκολο. Και ξεσπούσε κουτουρού. Ξεσπάσματα του πανικού με άλλοθι τη μάχη της να κρατιέται συντονισμένη και καταδικασμένη να αποτυγχάνει.

Σιγά σιγά οι μικρές αμνησίες των δευτερολέπτων έγιναν ξεκινημένες βόλτες στις γειτονιές που στην πορεία ξεχνούσε για το που ξεκινούσε. Έγιναν πιο μακρινές βόλτες που έπειτα δεν αναγνώριζε δρόμους να επιστρέψει. Και που όταν ένας περαστικός τη ρωτούσε, μέσα στον πανικό να μην νιώσει προσβεβλημένη που δεν θυμόταν, συγχιζόταν παραπάνω και δεν μπορούσε να του πει που μένει για να την γυρίσει.

Η ανυπαρξία του δημόσιου χώρου στις πόλεις, της ανασφαλούς πεζοδρόμησης ήταν καθοριστικά. Η μανία του σχεδιασμού των πόλεων και των κοινοτήτων να δημιουργούν όρους αποξένωσης και απουσία ταυτότητας για να μπορούσαν να ορίζουν σημεία στις μνήμες ήταν μια βουή και μια πραγματικότητα που δεν βοηθά το μυαλό και τη ψυχολογία του ανθρώπου να ηρεμίσει για να ανασυνταχτεί. Για αυτό και οι νευρικοί, υπεραγχωμένοι, συγχυσμένοι άνθρωποι.

Έγιναν όλα, ανάγκη να φέρουμε «κοπέλα». Η «κοπέλα» αποκάλυψε την μη ικανότητα της να αυτοεξυπηρετείται κι αυτό τη γέμιζε θυμό. Κατάρες και βρισιές που ποτέ στη ζωή της δεν είπε τις εξαπέλυε τότε. Έφερε έπειτα σύνδρομα καταδίωξης. Νόμιζε την κλέβει η κοπέλα ή οι γείτονες.

Όταν πριν χρόνια αρχίσαμε να συνειδητοποιούμε και να αποδεχόμαστε την τροπή που έπαιρναν τα πράγματα, ένα χρόνο μετά που άνοιξαν τα οδογφράγματα, νοικιάσαμε ένα mini bus να πάμε να δει την Αμμόχωστο όσο ακόμα καταλάβαινε. Οι στρατιώτες που έβλεπε παντού την μπλόκαραν. Δεν θυμόταν το γεγονός της εισβολής και της προσφυγιάς ως ροή μιας ιστορίας με ειρμό αλλά αναγνώριζε την πόλη στα σημεία συναναστροφής με συμπολίτες που συντελούσαν για εκείνη ΖΩΗ.

Είπε τότε για την πορτοκαλιά της πίσω αυλής, μάλλον τα στοιχεία της φύσης μένουν σαν μνήμη ανεξίτηλη και φωτεινή στον εγκέφαλο, τον ενεργοποιούν. Είπε για το γειτονικό σπίτι της αδερφής της, το φούρνο του θείου. Οι μέρες που ακολούθησαν ήταν σε ένα παραλήρημα. Έβλεπε κτίστες στην αυλή και νόμιζε είναι στρατιώτες και έρχεται πάλι πόλεμος.

Νιώθεις το δίλημμα.Να πας ένα άνθρωπο με άλτσχάιμερ σε νευρολόγο να του δώσει ηρεμιστικά να σταματήσουν οι θυμοί, οι φυγές αλλά να τον καθηλώσεις; Να μην του δίνεις χάπια να απομυζήσεις τη ζωντάνια του αλλά να είσαι με το φόβο των εξάρσεων; Δεν υπάρχει άνθρωπος σε αυτό τον κόσμο που έχει κοντινό του πρόσωπο με αυτή την ασθένεια που δεν πέρασε αυτό το μαρτύριο και την ενοχή της όποιας από τις δύο αποφάσεις.

Συνεχίσαμε στην ειμαρμένη. Να τις τραγουδάμε, να γυρνάμε να λέμε ο ένας στον άλλο με μια ψευδαίσθηση αισιοδοξίας και άρνησης της αποδοχής του γεγονότος της ροής της ασθένειας, ότι «να την θυμάται όλα τα παλιά τραγούδια» όποτε μας τα τραγουδούσε πίσω και κτυπούσε ρυθμικά παλαμάκια. Να τη ρωτάμε έπειτα ποια είμαι εγώ, να τα μπερδεύει, να της λέμε «Εγώ είμαι η τάδε; Δεν είμαι η τάδε;», να εκνευρίζεται που της φερόμασταν σαν να άρχισε να τρελαίνεται.

Να θυμάται όμως να δίνει λεφτά κρυφά στα εγγόνια από τη μικρή σύνταξη, να θυμώνει όταν φοράμε σκούρα και όχι χαρούμενα ρούχα, να χαίρεται όταν φοράμε τα κορίτσια έντονο κραγιόν.  Να χαίρεται να βλέπει πολύχρωμα λουλούδια να φυτρώνουν. Να μισεί το τσιμέντο γύρω της στον πόλη και τα χαμηλά ταβάνια των νέων σπιτιών που την έπνιγαν.

Από την έναρξη των συμπτωμάτων μέχρι τα τελικά στάδια της νόσου μεσολαβούν κατά μέσο όρο 10 χρόνια. Έτσι έγινε και σε εμάς. Το στα σπάργανα του άλτσχαϊμερ έγινε άνοια. Δεν ήθελα ποτέ να χρησιμοποιήσω αυτή τη λέξη. Προτιμούσα το άλτσχαϊμερ. Το α στερητικό + νους που καταργούσε μια ολόκληρη ανθρώπινη ταυτότητα, που αφαιρούσε την αξιοπρέπεια, που ματαιώνει υπάρξεις, που βλασθημεί και εκμαιεύει οίκτο, οι περηφάνιες που δεν μπορείς να ανακτήσεις, τα λογικά που αρνούνται τον εαυτό τους, βγάζοντας τον άνθρωπο από τον πυρήνα της οποιασδήποτε προηγούμενης εμπειρίας, ταπεινώνουν μια ολόκληρη ανθρώπινη ύπαρξη που πέρασε από αυτό τον πλανήτη. Και αυτό είναι από όλα το πιο σπαρακτικό.

Καμιά φορά σκέφτομαι πόσο εγωιστικά οι άνθρωποι θέλουμε να κρατάμε τις σάρκες μαζί μας σε ζωή όταν οι άνθρωποι έχουν καταλήξει σαν εν ζωή κούκλες. Ανήμπορες, ασάλευτες, εξαρτημένες να λουστούν, να τραφούν, να μετακινηθούν, να κάνουν ζάπιγκ, να αναγνωρίσουν πρόσωπα. Για να μην αποδεχτούμε την αναχώρηση της παρουσίας.

Δεν ξέρω τι αντιλαμβάνονται οι άνθρωποι με άνοια από όσα γίνονται γύρω τους. Μας ακούνε όταν συζητάμε για την κατάσταση τους, αλλά δεν μπορούν να ανταποκριθούν; Δεν επεξεργάζονται; Περνούν μνήμες όσο κάθονται με το βλέμμα στο κενό; Υπάρχει συνειδητότητα; Είναι ένα λευκό πανί; Ένα μαύρο; Η αβεβαιότητα για το περιεχόμενο του μυαλού και της αντίληψης όταν ο άνθρωπος καταλήγει έτσι δεν έχει ποτέ απαντηθεί ιατρικά. Το μόνο που απαντάται είναι ότι όσοι θα νοσήσουν από αυτή την ασθένεια θα υπερτριπλασιαστούν μέχρι το 2050.

Δηλαδή εγώ, εσύ, η γενιά μας. Ο εγκέφαλος μας θα προσβαλθεί. Αν η έρευνα κι η πρόσβαση στην υγεία δεν δεχθεί σοβαρή επένδυση, το μέλλον της ύπαρξης μας θα είναι μια μάζα από ματαιωμένα περιφερόμενα σώματα, ταπεινωμένα, με μια ζωή δυσανάλογα επενδυμένη σε καριέρες, σπουδές, οικοδομές, ακριβά αυτοκίνητα, και λιγοστές αθροισμένες μνήμες σε έρωτες και φίλους.  

Όταν αρρώστησε ο παππούς κι η γιαγιά ήταν ήδη σε άνοια, ήταν αδύνατο για την οικογένεια να τρέχουμε σε δύο σπίτια και πια τους μετακινήσαμε σε ένα, να έχουν φροντίδα. Παρότι δεν φαινόταν να καταλαβαίνει η γιαγιά, όταν ο παππούς ήταν στο νοσοκομείο και το βράδυ πέθανε εκεί, όλο το βράδυ η γιαγιά έκλαιγε στον ύπνο της. Εκεί σοκάρεσαι. Ανατρέπεις κι αμφιβάλλεις για τη βεβαιότητα σου τόσο καιρό ότι δεν κατανοούσε και δεν απορροφούσε τίποτα από όσα γίνονταν γύρω της.

Τα τελευταία χρόνια δεν άντεχα να βλέπω την εξέλιξη της φθοράς της. Θα κουβαλώ για πάντα αυτές τις ενοχές. Ότι δεν μπορούσα να κατεβαίνω συχνά να βλέπω το θέαμα μιας ακίνητης, αμίλητης κούκλας με το απλανές ύφος. Το απάγκιο βλέμμα. Γιατί δεν έβρισκα τη συγκολλητική ύλη μας. Γιατί έβλεπα το ξεριζωμό από τα όσα δέναν τις ζωές μας. Γιατί έβλεπα το ανένδοτο της αποχώρησης. Γιατί δεν έβρισκα τη σχέση της ταυτότητας της με την ύπαρξη αυτή μπροστά μου.

Γιατί δεν ήθελα αυτή να είναι η αναπαράσταση της ζωής της. Γιατί φοβόμουν μη μου φθείρει την εικόνα της ζωντανής εκδοχής της. Να μην μου μείνει αυτή η εικόνα αλλά η καταγωγή της. Γιατί δεν ήθελα να αντιμετωπίσω την μοίρα που φαινόταν ότι κρίθηκε οριστικά. Γιατί δεν έβλεπα κανένα εμπνευσμένο περιεχόμενο στη θέα αυτής της εικόνας. Γιατί αποτύγχανα να το εξηγήσω.

Γιατί φοβόμουν τη δική μου μοίρα και την λύπηση να είμαι τέτοιο γινόμενο. Γιατί με τρόμαζε σε ένα άλλο επίπεδο η εκπτωτική εικόνα. Γιατί αυτό που έβλεπα δεν ήταν άνθρωπος αλλά εικαστικό. Γιατί ήταν προϊκονομία της απόσυρσης. Γιατί αυτό που έβλεπα δεν μπορούσε να υπερασπιστεί την προηγούμενη ζωή του, τις θυσίες του, τις ευτυχίες του, να επικυρώσει τα βιώματα, το ότι ήρθε και πέρασε από αυτή τη ζωή, να ομολογήσει ό,τι προηγήθηκε αυτής της μοιραίας κατάστασης.

Μια τέτοια μοίρα ο άνθρωπος πρέπει να την εγκαταλείψει το ταχύτερο. Παρά να γίνεται έκθετο οίκτου. Ενός ανθρώπου που έβρισκε τρόπους να ντύνει, να ταΐζει, να περιθάλπει έξι παιδιά, να ζήσει τρείς ξεριζωμούς, πολέμους, και να επιβιώνει μάχιμα, ως τέτοιο πρέπει να ορίζεται και το τέλος του. Αυτό πρέπει να είναι το έκθετο. Για αυτό οι άνθρωποι που ζήσαμε ανθρώπους με άνοια δεν κρατάμε στο τέλος την εικόνα της φθοράς αλλά ό,τι της προηγήθηκε. Έχει νόημα να μετράμε την ύπαρξη του ανθρώπου όταν πρώτα έχουμε μετρήσει την ιστορία του.

Κι αν κάτι χρωστάμε στον μελλοντικό εαυτό μας είναι μια σημερινή συνθήκη με χρώματα, συναναστροφή, ποιοτικό ελεύθερο χρόνο, δουλειές που αγαπάμε, περιβάλλοντα με ταυτότητα.

Κι αν κάτι χρωστάμε στις κοπέλες που έρχονται από το Βιετνάμ, τις Φιλιππίνες, το Πακιστάν, την Ινδία και προσέχουν τους δικούς μας ανθρώπους, είναι πλατείες να συναντιούνται μεταξύ τους, φτηνές στέγες, οικονομίες που θα τις πληρώνουν επάξια, δημόσια παγκάκια σε κάθε γειτονιά να βρίσκονται για ένα διάλειμμα, δεκάδες μόλους, ένστικτα πολυκουλτούρας, κι εαυτούς που ζουν σε τέτοια περιβάλλοντα χαμηλών ταχυτήτων για να έχουν κι αυτές ευτυχισμένους ήρεμους εργοδότες σε κοινωνίες που αποδέχονται και συναναστρέφονται ίσος προς ίσος όλους. Όταν επιστρέφουν στην Ινδία, το Πακιστάν, το Βιετνάμ, τις Φιλιππίνες, να θυμούνται με αγάπη κι ομορφιά εμάς και τον τόπο.

Πρώτη δημοσίευση Limassol Today

Loader