Το αίσθημα του «ανήκειν» και η κυπριακότητα

Το αίσθημα του «ανήκειν» και η κυπριακότητα

“Γιατί συζητάμε ξανά μανά την κυπριακή ταυτότητα;”. Ο φίλος στην άλλη άκρη της γραμμής γελάει. “Ξέρεις, ρώτησαν έναν παππού προχθές στον καφενέ ‘Τι είναι ο κύπριος;’ και απάντησε ότι είναι ο ‘Καλός ο άνθρωπος”. Γελάμε λίγο με την αθωότητα του παππού και καταλήγουμε στον δημόσιο διάλογο που τρέχει. Και στην πολιτική που ασκείται με στόχο να απαντά στα του καφενέ του Facebook. Και στην γενικότερη ανυπαρξία του μέτρου. Το τελευταίο δεν είναι φαινόμενο της εποχής. 

Λογικό και αναμενόμενο ήταν, τους τελευταίους μήνες, ν’ αρχίσει ο κόσμος να αναδιπλώνεται και να ψάχνεται. Για ταυτότητες, για νόημα, για καλύτερες συνθήκες ζωής. Κι αυτά φέρνουν αντιδράσεις. Η αποστέρηση φέρνει αντιδράσεις. 

Στις αντιδράσεις αυτές εντάσσεται και ο δημόσιος διάλογος περί κυπριακής ταυτότητας. Εικάζω ότι πανομοιότυπος διάλογος είχε προκύψει μεταπολεμικά τη δεκαετία του ‘90, ακολούθησε μία παύση, το 2004 μία παράλυση, έως ότου φτάσαμε στο ‘13, όταν και ξανάνοιξε ελαφρώς, κυρίως μέσω συμβόλων και μίας διάθεσης να σωθούμε ως κοινωνία από κάτι αναπάντεχο. 

Μπαίνοντας ακολούθως στην συντήρηση, είδαμε έπειτα τα παιδιά του ‘13 να ενηλικιώνονται προτού καταλήξουμε σήμερα να ξαναχαϊδεύουμε το αίσθημα του ανήκειν, που μας κατατρώει χρόνια τώρα, και να το επαναφέρουμε στην ατζέντα. Τα 47 χρόνια ενός άλυτου προβλήματος, 73 για όσους μετρούν από το 1948, χωρούν και εφαρμόζονται στην εξίσωση. Όπως και η μοναξιά του καθενός που ψαχουλεύει να βρει κάποιον/κάπου να ανήκει, “στον ορίζοντα του παιχνιδιού με τον Άλλο”. 

Μ’ αυτή τη σκέψη, ίσως και ηχητικά (L'Identité), ξεσκόνισα δύο δεκαετίες μετά, το βιβλίο του τσέχου συγγραφέα. Ένα απ’ τα λιγοστά του απ’ όπου εκλείπει το πολιτικό στοιχείο. Σ’ αυτό λοιπόν, η ηρωίδα του η Σαντάλ, επιδιώκει τον επαναπροσδιορισμό της ερωτικότητάς της σε ηλικία κοντινή μ’ αυτή της ανεξάρτητης Κύπρου. 

“... δεν είχε ιδέα που πάει. Η απόφασή της ήταν καθαρός αυτοσχεδιασμός, που τον προκάλεσε η ταραχή στην οποία στάθηκε ανίκανη να ελέγξει”, σημειώνει ο συγγραφέας για την Σαντάλ που επιδιώκει να οριστεί εκ νέου μέσα από το ενδιαφέρον ή την έλλειψη ενδιαφέροντος που δείχνουν οι άλλοι γι’ αυτήν. Ένας επαναπροσδιορισμός σε σχέση με το Εγώ και τον Άλλο. 

Σε αντίθεση με την Σαντάλ, μια χώρα που ψάχνει -ως εξηντάρα πλέον- την ταυτότητά της μέσα στο Καπνισμένο Τσουκάλι της εποχής μας, αυτό μπορεί να χαρακτηριστεί και ως προβληματικό. Θα έπρεπε να είναι, θεωρητικά τουλάχιστον, ξεπερασμένο αυτό το θέμα για να προχωράμε παρακάτω αφού “όλοι εδώ πέρα έχουμε έναν ουρανό”. Τζαι δαμαί τζαι τζιαμαί τζαι πάρατζει. 

Οι χώρες δεν ξαναγεννιούνται. Οι χώρες υπάρχουν. Κι ενίοτε μάς πεθαίνουν σαν χώρες “μέσα σε μια συναισθηματική κι ιδεολογική παράκρουση όμοια μ’ εκείνων που προσπαθούσαν να επέμβουν στην καυτή πραγματικότητα για να την αλλάξουν ριζικά, εφαρμόζοντας πολιτικά προγράμματα που ήταν επινοήσεις άλλων εποχών”. 

Το μάσημα της πιπίλας όσον αφορά τον προσδιορισμό της κυπριακής ταυτότητας είναι αχρείαστο. Η συλλογική ταυτότητα δεν έχει την ανάγκη μας. Είναι χαρακτηριστικό της να ‘ναι ενεργή. Θα βρει τον δρόμο της χωρίς εμάς, με εμάς. Για όσους ζήσουμε, η μόνη ταμπέλα που μας αναλογεί στο ταξίδι, είναι το ερώτημα “πώς θα ζήσουμε”

Loader