«Το εστιατόριο του μεσονυχτίου» στο Τόκιο και γιατί ξεχώρισε
Απλά γιαπωνέζικα πιάτα και συγκινητικές ανθρώπινες ιστορίες σε μια σειρά φαγητού του Netflix που δεν μοιάζει με καμία άλλη
Στην αρχή κάθε επεισοδίου ο Master, ο ιδιοκτήτης του μικροσκοπικού φαγάδικου που είναι κρυμμένο σε ένα από τα αθέατα σοκάκια του Τόκιο, συστήνεται στην κάμερα, την ώρα που προετοιμάζεται, λίγο πριν ανοίξει το μαγαζί του.
«Όταν οι άνθρωποι τελειώνουν τη μέρα τους και βιάζονται να πάνε σπίτι, αρχίζει η δική μου μέρα. Το εστιατόριό μου είναι ανοιχτό από τα μεσάνυχτα μέχρι τις επτά το πρωί. Το αποκαλούν “το εστιατόριο του μεσονυχτίου” και σερβίρει μόνο αυτά που έχω στο μενού. Αλλά φτιάχνω και ό,τι μου ζητήσουν οι πελάτες μου, εφόσον έχω τα υλικά. Αυτή είναι η τακτική μου. Αν έχω πελάτες; Περισσότερους απ’ όσους φαντάζεστε».
Στην αρχή κάθε επεισοδίου ο Master, ο ιδιοκτήτης του μικροσκοπικού φαγάδικου που είναι κρυμμένο σε ένα από τα αθέατα σοκάκια του Τόκιο, συστήνεται στην κάμερα, την ώρα που προετοιμάζεται, λίγο πριν ανοίξει το μαγαζί του. Είναι υποδειγματικός σεφ, σερβιτόρος και μπάρμαν, που υποδέχεται με ευγένεια και υπομονή τους νυχτερινούς επισκέπτες του και ακούει σιωπηλά τις ιστορίες τους.
Δεν λέει τίποτα για τον εαυτό του, δεν μαθαίνουμε τίποτα για το παρελθόν του, από πού έρχεται, ποιος είναι, ποιο είναι το όνομά του, πώς άνοιξε το μαγαζί, πώς απέκτησε τη χαρακιά στο αριστερό μέρος του προσώπου του ‒ που το διατρέχει από το μέτωπο μέχρι χαμηλά στο μάγουλο. Έχει οικογένεια; Γιατί δουλεύει μόνο νύχτα;
Από τους τίτλους της αρχής (που συνοδεύoυν ηχητικά το υπέροχο «Omoide» του Tsunekichi Suzuki) το «Εστιατόριο του Μεσονυχτίου: Ιστορίες από το Τόκιο» σε βάζει σε ένα μελαγχολικό τριπ, κάνοντας μια περιπλάνηση στους δρόμους του νυχτερινού Τόκιο, μέχρι να καταλήξει στο μαγαζάκι του μυστηριώδους Master. Αυτή η ονειρική, θλιμμένη ατμόσφαιρα (που σε διαπερνά και είναι αδύνατο να σε αφήσει ανεπηρέαστο) κυριαρχεί σε όλη τη διάρκεια των επεισοδίων, δέκα συνολικά στον κάθε κύκλο, όπου, μέσα από τις ιστορίες των πελατών, ξεδιπλώνονται η μοναξιά, οι σχέσεις (οικογενειακές, φιλικές, ερωτικές), οι χαμένες ευκαιρίες και τα όνειρα των κατοίκων της μεγαλούπολης, ανθρώπων της διπλανής πόρτας που προσπαθούν να ζήσουν τη ζωή τους, με τα πάνω και τα κάτω της.
Ο πελάτης ζητάει το αγαπημένο του πιάτο και ξεκινάει να αφηγείται συνειρμικά όσα του φέρνει στο μυαλό και οι υπόλοιποι τον ακούν, επεμβαίνοντας όπου και όσο πρέπει, ενώ ο Master παρακολουθεί και μιλάει μόνο όταν χρειαστεί, λέγοντας χαϊκού σοφίας.
Το αξιοπερίεργο με το «Εστιατόριο του Μεσονυχτίου: Ιστορίες από το Τόκιο» (Midnight Diner: Tokyo Stories) είναι ότι αποτελεί μια σειρά φαγητού, που, όμως, δεν έχεις ξαναδεί και δεν έχει καμία σχέση με την εκνευριστική ανηθικότητα και υπεροψία που κυριαρχεί στους διαγωνισμούς μαγειρικής και στην κουραστική επανάληψη των βίντεο μαγειρικής στο YouTube, όπου παίζουν τα ίδια και τα ίδια, σαν λούπα.
Στο μαγαζάκι του Master, που χωράει μονοψήφιο αριθμό ατόμων, το φαγητό είναι ταπεινό, εξαιρετικά απλό, με ελάχιστα υλικά και οι μερίδες μικρές ‒ κάποιες τόσο μικρές, που δεν θα τις σέρβιρε κανένα δυτικό εστιατόριο.
Οι πελάτες δεν έχουν καμία υποχρέωση να φάνε «κανονικό» γεύμα και δεν αισθάνονται καμία αμηχανία όταν παραγγέλνουν μόνο δύο βερίκοκα τουρσί, μια πατατοσαλάτα ή λίγο «ταραμά», γιατί η χαρά και η ικανοποίηση δεν σχετίζονται με την ποσότητα.
Ο Master τούς ετοιμάζει στωικά και με αγάπη το πιάτο, το σερβίρει σιωπηλά και αφήνει τους πελάτες του να μιλήσουν διακριτικά, αποκαλύπτοντας ιστορίες που σχετίζονται με το κάθε υλικό, το κάθε φαγητό, που είναι ένα σε κάθε 25λεπτο επεισόδιο.
Αυτή η συσχέτιση του φαγητού με την προσωπική ιστορία του καθενός, που παρουσιάζεται χωρίς να προκαλεί καμία έκπληξη στους υπόλοιπους πελάτες –μόνιμους θαμώνες και τυχαίους επισκέπτες‒, κάνει τη σειρά μοναδική. Ο πελάτης ζητάει το αγαπημένο του πιάτο και ξεκινάει να αφηγείται συνειρμικά όσα του φέρνει στο μυαλό και οι υπόλοιποι τον ακούν, επεμβαίνοντας όπου και όσο πρέπει, ενώ ο Master παρακολουθεί και μιλάει μόνο όταν χρειαστεί.
Οι συζητήσεις που γίνονται πάνω από ένα πιάτο φαγητού είναι από χαζολογήματα μέχρι βαθιά φιλοσοφικές, οι ρυθμοί χαλαροί, τα συναισθήματα από ευφορία μέχρι απόγνωση, ο καθένας μόνος και όλοι μαζί, γνωστοί και άγνωστοι, την ώρα που όλος ο κόσμος κοιμάται, τρώνε ένα πιάτο που τους θυμίζει την παιδική τους ηλικία, κάτι καλό ή κάτι τραυματικό ‒ το comfort food στην πλήρη έννοια του.
Οι πελάτες δεν έχουν καμία υποχρέωση να φάνε «κανονικό» γεύμα και δεν αισθάνονται καμία αμηχανία όταν παραγγέλνουν μόνο δύο βερίκοκα τουρσί, μια πατατοσαλάτα ή λίγο «ταραμά», γιατί η χαρά και η ικανοποίηση δεν σχετίζονται με την ποσότητα.
Οι χαρακτήρες των πελατών που αποκαλύπτονται σε κάθε επεισόδιο ‒και λάμπουν μέσα στην ιδιαιτερότητά τους‒ θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν από αμφιλεγόμενοι μέχρι εκκεντρικοί με τα στάνταρ της Δύσης. Είτε είναι μέλη της Γιακούζα, της ιαπωνικής μαφίας ή πορνοστάρ, είτε ντετέκτιβ ή υπάλληλοι που δουλεύουν μέχρι αργά τη νύχτα, τρανς και στριπτιζέζ, παρουσιάζονται ως καθημερινοί, απλοί άνθρωποι, έτσι όπως θα έπρεπε, χωρίς κανένα σχόλιο για την επαγγελματική τους ιδιότητα ή τις ερωτικές τους επιλογές τους, χωρίς κριτική, χωρίς περιέργεια, με καμία διάθεση περιφρόνησης.
Είναι όλοι πελάτες που απλώς απολαμβάνουν το δείπνο τους και μοιράζονται τις ιστορίες τους με τους διπλανούς τους. Μέσα στη νύχτα όλα απλοποιούνται, τίποτα δεν εκπλήσσει, κανείς δεν αποδοκιμάζει, η στριπτιζέζ λέει πόσο αγαπάει τη δουλειά της και οι άλλοι την επαινούν για την παράστασή της, ο πορνοστάρ δέχεται συγχαρητήρια και του εύχονται να συνεχίσει να «δουλεύει σκληρά!». Τα επαγγέλματά τους ή οι σεξουαλικές τους προτιμήσεις είναι μια λεπτομέρεια στη μεγάλη ιστορία, που είναι σπαρακτική και πανανθρώπινη.
Δεν υπάρχει τίποτε ακραίο, δεν υπάρχει καμία αφήγηση με την οποία να μην μπορείς να σχετιστείς. Για πολλούς από τους χαρακτήρες το δείπνο στον Master γίνεται το καταφύγιο γι’ αυτό που έχουν καταλήξει να είναι: cult ηθοποιοί που έγιναν οδηγοί ταξί, αφηρημένοι επιστήμονες, ηλικιωμένοι εργένηδες που τους στοιχειώνουν φαντάσματα των γονιών τους.
Σε ένα από καλύτερα επεισόδια της πρώτης σεζόν, ένας άντρας που βιώνει έντονα τη μοναξιά μετά την απώλεια της μητέρας του, αναπολεί τα βερίκοκα τουρσί και το κρασί από δαμάσκηνα που του έφτιαχνε και αναρωτιέται τι θα γίνει η συλλογή του από (σπάνιες) πορνοταινίες όταν πεθάνει.
Η σειρά έχει αποκτήσει φανατικό κοινό σε ολόκληρο τον κόσμο και μπορείς να βρεις ολόκληρες αναλύσεις για το φαγητό και τους χαρακτήρες της.
Το νυχτερινό περιβάλλον, όπως και το κοινό που συχνάζει στο μαγαζάκι του Master, θυμίζει τα πατσατζίδικα των περασμένων δεκαετιών, που, ειδικά στην Αθήνα, τα εξαφάνισε η αφθονία επιλογών που έφερε η γαστρονομική πρόοδος.
Η σειρά που σκηνοθετεί ο Τζότζι Ματσούκα βασίστηκε στο manga «Midnight Diner» του Γιάρο Άμπε και κάθε επεισόδιο παρουσιάζει ένα απλό γιαπωνέζικο πιάτο. Στο τέλος του επεισοδίου ο Master το μαγειρεύει, ενώ ο βασικός χαρακτήρας το σχολιάζει ή δίνει συμβουλές για την προετοιμασία του, κοιτάζοντας την οθόνη.
Η σειρά έχει αποκτήσει φανατικό κοινό σε ολόκληρο τον κόσμο και μπορείς να βρεις ολόκληρες αναλύσεις για το φαγητό και τους χαρακτήρες της. Εδώ είναι οι συνταγές για τα πιάτα κάθε επεισοδίου της πρώτης σεζόν και εδώ της δεύτερης.
Στο ελληνικό Netflix υπάρχουν δύο σεζόν με τον τίτλο «Midnight Diner: Tokyo stories», αλλά υπάρχουν κι άλλες τρεις (πέντε συνολικά), χωρίς το «Tokyo Stories» στον τίτλο.