Ζητούσαν τον τερματισμό της ποινικής της δίωξης
Δεν εισακούστηκαν και η 19χρονη τελικά καταδικάστηκε
Σύμφωνα με ρεπορτάζ του Πολίτη, τον τερματισμό της ποινικής δίωξης της νεαρής Αγγλίδας για λόγους δημοσίου συμφέροντος είχαν εισηγηθεί πριν από δύο μήνες στον Κώστα Κληρίδη, σε μία κοινή παρέμβασή τους, δύο πρώην γενικοί εισαγγελείς και ένας πρώην υπουργός Δικαιοσύνης της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Συγκεκριμένα, οι Αλέκος Μαρκίδης, Πέτρος Κληρίδης και Κύπρος Χρυσοστομίδης στήριξαν το αίτημά τους επικαλούμενοι απάνθρωπη και ταπεινωτική μεταχείριση της, καταδικασθείσας πλέον, 19χρονης μετά από τη χθεσινή απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Αμμοχώστου για το αδίκημα της δημόσιας βλάβης. Ένα αδίκημα το οποίο στηρίχθηκε για να της απαγγελθεί στον κατ’ ομολογία ψευδή αρχικό ισχυρισμό της ότι τον περασμένο Ιούλιο είχε βιαστεί από 12 Ισραηλινούς στην Αγία Νάπα.
Απαντώντας στο επιχείρημα το οποίο οι τρεις έγκριτοι νομικοί έθεταν στην επιστολή τους, ότι δηλαδή η δίωξη έχει προκαλέσει τη διεθνή κατακραυγή εναντίον της Κύπρου, γεγονός το οποίο εκθέτει την ΚΔ, ο γενικός εισαγγελέας κ. Κώστας Κληρίδης υποστήριξε πως η διεθνής κατακραυγή δεν έγκειται στη δίωξη, αλλά οφείλεται στις κατηγορίες που εκτόξευσε η ίδια η 19χρονη κατηγορούμενη εναντίον των διωκτικών αρχών περί σοβαράς επιλήψιμης συμπεριφοράς εναντίον της.
Αναλυτικά στην επιστολή που συνυπέγραφαν οι κ. Μαρκίδης, Κληρίδης και Χρυσοστομίδης στις 2 Νοεμβρίου, έθεταν ζήτημα διαχείρισης της υπόθεσης από τις αρχές της ΚΔ, καλώντας τον κ. Κώστα Κληρίδη να κάνει χρήση του δικαιώματός του για nolle prosequi (αναστολή δίωξης), όπως προφανώς έπραξε και σε πολλές άλλες περιπτώσεις, για να βάλει τα πράγματα στη σωστή τους θέση.
Έναν μήνα μετά, ο Κώστας Κληρίδης απαντώντας στην επιστολή των τριών συναδέλφων του, όπως τους αποκαλεί, εκφράζει έκπληξη για το περιεχόμενό της, ενώ με λύπη παρατηρεί πως «η εκ μέρους τους ενέργεια και το αίτημα για αναστολή δίωξης αποδεικνύονται βεβιασμένα».
Και συνεχίζει: «Λυπούμαι να παρατηρήσω ότι η διεθνής κατακραυγή εναντίον της Κύπρου δεν καταλογίζεται στο γεγονός της δίωξης ενός προσώπου που έχει παραδεχθεί σε κατάθεσή του τη διάπραξη αδικήματος, αλλά προήλθε λόγω των κατηγοριών τις οποίες η κατηγορούμενη είχε εκτοξεύσει εναντίον των διωκτικών αρχών περί σοβαράς επιλήψιμης συμπεριφοράς έναντι του προσώπου της».