Πεθαίνει η "Αρχιέρεια" της Σόουλ, Νίνα Σιμόν

Πεθαίνει η "Αρχιέρεια" της Σόουλ, Νίνα Σιμόν

«Θέλω να με θυμούνται σαν την ντίβα που ποτέ δε συμβιβάστηκε με όσα στερήθηκε εξαιτίας του ρατσισμού και της κοινωνίας, που παρέμεινε η ίδια μέχρι το τέλος».

Γνωρίζουμε ότι η Νίνα Σιμόν ήταν πολλά περισσότερα από μία εμβληματική ερμηνεύτρια, στιχουργός και πιανίστρια. Πάλεψε για τα δικαιώματα των έγχρωμων και δεν είχε κανένα πρόβλημα να θυσιάσει την καριέρα της γι’ αυτό.

Πώς, όμως, αυτή η γυναίκα που γεννήθηκε με το όνομα Γιουνίς Καθλίν Γουέιμον σε μία φτωχή οικογένεια της Βορείου Καρολίνα, που ονειρευόταν να πετύχει ως κλασική πιανίστρια, κατάφερε να γίνει ένας από τους ανθρώπους που άλλαξαν για πάντα τον 20ο αιώνα; Η απάντηση δε βρίσκεται απλώς στο ταλέντο και το δυναμισμό της.

Η επαφή με το ρατσισμό από το πρώτο κιόλας ρεσιτάλ πιάνου

Από πολύ μικρή ηλικία, η Γιουνίς έδειξε το ταλέντο της. Έπαιξε για πρώτη φορά πιάνο όταν ήταν ακόμη τριών ετών, ενώ φημολογείται πως μπορούσε να παίξει οποιοδήποτε κομμάτι άκουγε. Λάτρευε τον Μπαχ, το Σοπέν και τον Μπετόβεν, ενώ στα 11 της ήταν καθ’ όλα έτοιμη για το πρώτο της ρεσιτάλ, σε μια δημοτική βιβλιοθήκη. 

Δεν είχε έρθει ποτέ πριν σε επαφή με το ρατσισμό, δεν καταλάβαινε για ποιο λόγο δεν την αντιμετώπιζαν ως ίση. Ωστόσο, οι γονείς της που κάθονταν στην πρώτη σειρά για να την στηρίξουν, ζητήθηκαν να μετακινηθούν όταν μπήκαν στην αίθουσα κάποιοι αργοπορημένοι λευκοί, γεγονός που δεν πέρασε απαρατήρητο. Η Σιμόν δεν άντεξε την ταπείνωση, σταμάτησε κι αρνήθηκε να συνεχίσει, παρά μόνο όταν οι γονείς της επέστρεψαν. Την επόμενη μέρα, ξύπνησε «λιγότερο αθώα, περισσότερο σκληρή, λίγο περισσότερο μαύρη», όπως έχει αναφέρει.

Η κλασική καριέρα που δεν ήρθε ποτέ

Ξεκινώντας την καριέρα της, δεν θεωρούσε τον εαυτό της τραγουδίστρια. Ήταν μία πιανίστρια που απλώς είχε καλή φωνή.

Αποφοίτησε πρώτη από την τάξη της, το 1950, και η πόλη της έκανε έρανο για να τη βοηθήσει να συνεχίσει τις σπουδές της στην Καλλιτεχνική Σχολή Τζούλιαρντ στη Νέα Υόρκη. Το  καλοκαίρι εκείνης της χρονιάς, ενώ οι υπόλοιποι 18χρονοι απολάμβαναν τις πρώτες απόλυτα ελεύθερες διακοπές τους, εκείνη προετοιμαζόταν νυχθημερόν για τις οντισιόν στο Μουσικό Ινστιτούτο Κέρτις της Φιλαδέλφεια.

Η μέρα της ακρόασης της έφτασε, έδωσε τον καλύτερό της εαυτό και τα πήγε περίφημα. Κι όμως, δεν κατάφερε να γίνει δεκτή. Προσπάθησε και την επόμενη χρονιά, αλλά άδικα. Όταν, αργότερα, η Γιουνίς έγινε διάσημη ως Νίνα Σιμόν, δήλωσε δημόσια πως την απέρριψαν λόγω του χρώματός της.

Η κρυφή επαφή με την jazz

Σπούδαζε μουσική, αλλά κάπως έπρεπε να βγάλει τα προς το ζην. Εργάστηκε ως βοηθός φωτογράφου, καθηγήτρια πιάνου, μουσικός για τραγουδιστές. Τότε ήταν που συνειδητοποίησε πως η δική της φωνή είχε αυτό το «κάτι» κι άρχισε να δίνει συμβουλές στους μαθητές της. Σιγά – σιγά, ξεκίνησε να κερδίζει χρήματα τραγουδώντας.

Κάποια μέρα, έμαθε πως ένα από τα παιδιά που βοηθούσε έπαιζε πιάνο σε ένα μπαρ για 90 δολάρια την εβδομάδα – κέρδιζε διπλάσια από εκείνη. Σκέφτηκε πως έπρεπε να κάνει το ίδιο, οπότε το 1954, έπιασε δουλειά στο Midtown Bar & Grill του Ατλάντικ Σίτι.

Μοναδικό πρόβλημα; Η μητέρα της. Δεν ενέκρινε με τίποτα το επάγγελμα αυτό. «Για εκείνη, ήταν σαν να δούλευα για τις φωτιές της Κόλασης», έγραψε η καλλιτέχνιδα στην αυτοβιογραφία της. Για να μην τη ζαλίζει, λοιπόν, άλλαξε το όνομά της. Για τους γονείς της, ήταν η Γιουνίς Γουέιμον. Για τον κόσμο, έγινε η Νίνα Σιμόν – ένας συνδυασμός του χαϊδευτικού με το οποίο τη φώναζε ο τότε σύντροφός της και του μικρού της Γαλλίδας ηθοποιού Σιμόν Σινιορέ. Και κάπως έτσι, μια σταρ άρχισε να γεννιέται.

Η άρνηση των πνευματικών δικαιωμάτων

Δεν άργησε να την πλησιάσει ο ιδιοκτήτης της δισκογραφικής εταιρείας Bethlehem Records, Σιντ Νέιθαν. Της πρότεινε να ηχογραφήσει το πρώτο της άλμπουμ. Εκείνη, επέμενε να επιλέξει όλα της τα κομμάτια και αρνήθηκε αυτά που της προτάθηκαν. Ήταν σίγουρη πως μπορούσε να τα καταφέρει ολομόναχη, ενώ δεν την ένοιαζε καθόλου το να γίνει διάσημη. Ίσα ίσα, πίστευε πως ίσως αυτό την απομάκρυνε από τις κλασικές φιλοδοξίες της.

Ο δίσκος Little Girl Blue κυκλοφόρησε το 1959 και εκτοξεύτηκε. Ξαφνικά, η Σιμόν βρέθηκε να παίζει στις μεγαλύτερες σκηνές της Νέας Υόρκης χωρίς μάνατζερ, χωρίς ατζέντη. Πείστηκε, μάλιστα, να πουλήσει τα πνευματικά της δικαιώματα έναντι τριών χιλιάδων δολαρίων. Υπέγραψε συμβόλαιο χωρίς καν να διαβάσει τους όρους και, όταν τελικά το τραγούδι “My Baby Just Cares For Me” έφτασε στην κορυφή, κατάλαβε πως είχε χάσει μία περιουσία.

Ο ακτιβισμός

Κατά τη διάρκεια των 60s, η Νίνα Σιμόν έγινε μία από τις μεγαλύτερες ακτιβίστριες του κινήματος κοινωνικών δικαιωμάτων. Χάρη σ΄αυτήν, πολλοί λόγιοι – ανάμεσά τους ο Τζέιμς Μπόλτουιν – πήγαν στη Νέα Υόρκη και μίλησαν μαζί της για τις διακρίσεις και την πολιτική. Εκείνη, είπε κάποτε πως οι συζητήσεις τους περιστρέφονταν γύρω από «τον Μαρξ, τον Λένιν και την επανάσταση».

Δύο ήταν, όμως, τα περιστατικά που την οδήγησαν να γράψει τα τραγούδια – ύμνους του κινήματος, στα οποία εξέφρασε το θυμό και τον πόνο της, τα οποία της χάρισαν τις δυνατότερες παραστάσεις. Το πρώτο, ήταν η δολοφονία του βετεράνου  και ακτιβιστή Μέντγκαρ Έβερς στο Μισισίπι, στις 12 Ιουνίου 1963. Το δεύτερο, η έκρηξη στην Εκκλησία Βαπτιστών της Αλαμπάμα, στις 15 Σεπτέμβρη εκείνης της χρονιάς. Τέσσερα κορίτσια έχασαν τη ζωή τους, ενώ δεκάδες τραυματίστηκαν. Όλα τους, προκλήθηκαν από λευκούς εξτρεμιστές.

Έτσι προέκυψαν το Mississippi Goddam, το πρώτο κομμάτι που έγραψε ποτέ για το κίνημα.

Η αυτοεξορία

Αποσύρθηκε από την αμερικανική μουσική βιομηχανία – κι ολόκληρη την κοινωνία – στο τέλος της δεκαετίας του ’70. Τότε ήταν που αποφάσισε να ζήσει στην Ευρώπη και να ξεκινήσει να εμφανίζεται στο Λονδίνο. Ανά τακτά χρονικά διαστήματα, πήγαινε στην Ελβετία κι έπειτα εγκαταστάθηκε στο Παρίσι. Η πόλη αυτή την κέρδισε από το πρώτο λεπτό, «το κοινό της σέβεται τους σοβαρούς καλλιτέχνες», έγραψε στην αυτοβιογραφία της.

Η προσωπική ζωή και τα ζητήματα ψυχικής υγείας

Η ζωή και η καριέρα της Νίνα Σιμόν βρίσκονταν είτε στον ουρανό, είτε στο έδαφος – τίποτα ενδιάμεσο. Ή θα ήταν τρισευτυχισμένη, ή θα πονούσε βαθιά. Γινόταν βίαιη, η διάθεσή της άλλαζε χωρίς προειδοποίηση, ξεσπούσε όλο και συχνότερα. Φτάνοντας στο ναδίρ, στα χρόνια του Παρισιού, άκουσε τη συμβουλή ενός γνωστού της και πήγε στην Ολλανδία. Εκεί, διαγνώστηκε με μανιοκατάθλιψη – ή, όπως την αποκαλούμε σήμερα, διπολική διαταραχή.

Ξεκίνησε να λαμβάνει φαρμακευτική αγωγή, προκειμένου να πάψουν τα κυκλοθυμικά επεισόδια. 

Το Trilafon, το χάπι που της χορηγήθηκε, είχε σημαντικές παρενέργειες. Δεν μπορούσε πια να οδηγήσει, καθόταν στο πιάνο και ήταν αδύνατο να παίξει. Η άρθρωσή της επηρεάστηκε σημαντικά και η καριέρα της τελείωσε άδοξα.

Παντρεύτηκε και χώρισε δύο φορές. Ο πρώτος της γάμος, το 1958 με τον τζαζ ντράμερ Ντον Ρος, διήρκεσε μόλις ένα χρόνο. Το 1960 παντρεύτηκε τον Άντριου Στράουντ, με τον οποίο απέκτησε μία κόρη, την επίσης τραγουδίστρια Λίσα Σιμόν Κέλλυ. Χώρισαν το 1970.

Απεβίωσε στον ύπνο της, σαν σήμερα, στις 21 Απριλίου 2003, στο Καρρύ-λα-Ρουέτ. Η αυτοβιογραφία της Σιμόν με τίτλο “I Put A Spell On You” εκδόθηκε το 1992.

 

Πηγή φωτογραφιών

Πηγή κειμένου

Loader