Πώς και γιατί σκότωσε τον φονιά του παιδιού της μέσα στη δικαστική αίθουσα
Το ημερολόγιο έγραφε 6 Μαρτίου 1981, όταν θα έπεφταν αναπάντεχα οι τίτλοι τέλους σε αυτό που θα ήταν κανονικά ένα δικαστικό δράμα.
Η Marianne Bachmeier ανοίγει πυρ μέσα σε μια κατάμεστη δικαστική αίθουσα και σκοτώνει τον Klaus Grabowski, κατηγορούμενο για τον φόνο της 7χρονης κόρης της.
Εφτά σφαίρες βρίσκουν τον 35χρονο, που έμελλε να στείλουν εκείνον στον άλλο κόσμο και εκείνη στα πρωτοσέλιδα του δυτικογερμανικού Τύπου.
Στη δική της δίκη όλα τα βλέμματα ήταν στραμμένα πάνω της. Η γερμανική κοινή γνώμη δεν έχει πια άλλο θέμα συζήτησης παρά την απάντηση στο επίμονο ερώτημα: πόσο δικαιολογημένη ήταν που ήθελε να εκδικηθεί τον άνθρωπο που της σκότωσε το παιδί της;
Σαράντα χρόνια μετά, η περίπτωσή της δεν έχει ξεχαστεί στη Γερμανία. Όπως την περιγράφει εξάλλου το γερμανικό δίκτυο Norddeutscher Rundfunk (NDR), ήταν η «πιο θεαματική υπόθεση αυτοδικίας στη μεταπολεμική Γερμανία»…
Η εν ψυχρώ δολοφονία του παιδιού
Πολύ πριν της κολλήσει ο γερμανικός Τύπος το χαρακτηριστικό παρατσούκλι «εκδικήτρια μάνα», η Marianne Bachmeier ήταν μια γυναίκα που πάλευε να μεγαλώσει μόνη την κόρη της.
Ήταν ιδιοκτήτρια μπαρ στο Λίμπεκ της τότε Δυτικής Γερμανίας και είδε τη ζωή να της δείχνει το σκληρό πρόσωπο από νωρίς.
Είμαστε στη δεκαετία του 1970, όταν η Marianne έτρεχε σαν τρελή να βγάλει τον επιούσιο για να θρέψει την κόρη της, Anna. Η μικρή ήταν το τρίτο της παιδί και το μόνο που ζούσε με τη μαμά του, καθώς τα δύο μεγαλύτερα είχαν δοθεί για υιοθεσία.
Η μέχρι τότε ιστορία της ήταν το λιγότερο τραγική. Ο πατέρας της ήταν μέλος των SS στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και λίγο μετά τη γέννησή της, το 1950, οι γονείς της χώρισαν. Η μητέρα ξαναπαντρεύτηκε αμέσως και το 1966, σε ηλικία 16 ετών, μητέρα θα γινόταν και η Marianne.
Στα 18 της απέκτησε τη δεύτερη κόρη της, καρπός έρωτα με άλλον άντρα. Και τα δύο παιδιά δόθηκαν για υιοθεσία αμέσως μετά τη γέννησή τους. Πριν φέρει μάλιστα στον κόσμο το δεύτερο παιδί της, έπεσε θύμα βιασμού.
Το 1973 ήρθε στη ζωή η Anna, μόνο που αυτή τη φορά η Marianne αποφάσισε να την κρατήσει και να τη μεγαλώσει μόνη της. Είχε σοβαρές επιπλοκές στη γέννα και έμαθε πως δεν θα μπορούσε να αποκτήσει άλλο παιδί.
Την Anna περιέγραφαν οι κοντινοί της ως «χαρούμενο, ανοιχτόμυαλο παιδί». Και τότε θα χτυπούσε την οικογένεια η τραγωδία: στις 5 Μαρτίου 1980, η 7χρονη βρέθηκε νεκρή.
Σύμφωνα με τα ρεπορτάζ της εποχής, η μικρή είχε κάνει κοπάνα εκείνη τη μέρα από το σχολείο για να πικάρει τη μαμά της. Ήταν να πάει στο σπίτι μιας συμμαθήτριάς της.
Άγνωστο πώς, έπεσε στα χέρια του 35χρονου γείτονα, του κρεοπώλη Klaus Grabowski, ο οποίος είχε βαρύ ποινικό μητρώο και καταδίκες για σεξουαλική κακοποίηση δύο ανήλικων κοριτσιών.
Το 1973 είχε καταδικαστεί μάλιστα σε ποινή φυλάκισης με ανασταλτικό χαρακτήρα για την απόπειρα στραγγαλισμού ενός 6χρονου κοριτσιού.
Όσο ήταν στη φυλακή το 1976, είχε υποστεί εθελοντικά ευνουχισμό και δύο χρονιά μετά υποβλήθηκε σε ορμονοθεραπεία.
Η δικογραφία έγραφε πως ο Grabowski απήγαγε και κράτησε όμηρο τη μικρή στο σπίτι του για αρκετές ώρες, πριν τη στραγγαλίσει με ένα καλσόν. Άγνωστο παραμένει ακόμα και σήμερα αν της είχε επιτεθεί σεξουαλικά.
Ό,τι κι αν έγινε, ο χασάπης έβαλε το άψυχο κορμί της μικρής σε ένα χαρτοκιβώτιο, το οποίο προσπάθησε να θάψει στις όχθες του κοντινού καναλιού. Τον συνέλαβαν το ίδιο βράδυ κιόλας, όταν η αρραβωνιαστικιά του ειδοποίησε την αστυνομία.
Ο ίδιος ομολόγησε αμέσως πως σκότωσε το παιδί, αρνήθηκε πάντως ότι την είχε βιάσει. Η κατάθεσή του ήταν πραγματικά παράξενη. Ο φονιάς ισχυρίστηκε ότι στραγγάλισε το κορίτσι όταν εκείνο προσπάθησε να τον εκβιάσει.
Όπως δήλωσε στον ανακριτή, η 7χρονη Anna θέλησε να τον ξελογιάσει. Όταν εκείνος δεν ενέδωσε, τον απείλησε πως θα πει στη μαμά της ότι την είχε κακοποιήσει σεξουαλικά, ζητώντας του λεφτά για τη σιωπή της.
Η Marianne Bachmeier έμαθε από τα φύλλα των εφημερίδων όσα ισχυριζόταν ο δολοφόνος της κόρης της και τώρα πέρα από συντετριμμένη, ήταν και οργισμένη…
Ο φόνος μέσα στο δικαστήριο
Ήδη από την πρώτη μέρα της δίκης, στις αρχές Μαρτίου του 1981, η Marianne έμοιαζε με θηρίο ανήμερο στην αίθουσα.
Άκουγε αποσβολωμένη τους δικηγόρους υπεράσπισης του κατηγορουμένου να ισχυρίζονται πως ήταν η ορμονική ανισορροπία αυτή που ουσιαστικά είχε οπλίσει το χέρι του φονιά.
Ο Grabowski είχε δεχτεί να ευνουχιστεί μπας και σταματήσει να κακοποιεί σεξουαλικά μικρά κορίτσια. Δεν ήθελε να υποτροπιάσει ξανά, είχε πει, αποδεχόμενος μια συνήθη πρακτική της Δυτικής Γερμανίας εκείνη την εποχή για τους δράστες σεξουαλικών εγκλημάτων.
Και ήταν η ορμονοθεραπεία αυτή που τον είχε κάνει ευερέθιστο, αυτή τη γραμμή υπεράσπισης είχαν προκρίνει οι δικηγόροι του. Ο Grabowski ήταν σε «σοβαρή συναισθηματική διαταραχή», κι έτσι δεν ήταν υπόλογος για τις πράξεις του.
Αυτά άκουγε η μάνα για δύο μέρες και την τρίτη μέρα της ακροαματικής διαδικασίας αποφάσισε πως είχε ακούσει πάρα πολλά.
Μπήκε λοιπόν στην αίθουσα του Δικαστικού Μεγάρου του Λίμπεκ με μια μπερέτα κρυμμένη στην τσάντα της. Κάποια στιγμή έβγαλε το πιστόλι, το έστρεψε στον κατηγορούμενο και πάτησε 8 φορές τη σκανδάλη.
Επτά σφαίρες βρήκαν τον στόχο τους και ο Grabowski σωριάστηκε νεκρός στο πάτωμα του δικαστηρίου.
Αυτόπτες μάρτυρες δήλωσαν από την πρώτη στιγμή πως την άκουσαν να δηλώνει χαρούμενη που τον σκότωσε. Το ίδιο ισχυρίστηκε και ο δικαστής Guenther Kroeger, που την πήρε παράμερα και συνομίλησε για λίγο με τη μάνα μετά το φονικό.
Η Bachmeier του είπε πως «ήθελα να τον σκοτώσω. Σκότωσε την κόρη μου. Ήθελα να τον πυροβολήσω στο πρόσωπο, αλλά τον πυροβόλησα στην πλάτη. Ελπίζω να είναι νεκρός». Οι δύο αστυνομικοί που τη συνόδευαν την άκουσαν να τον αποκαλεί «γουρούνι» όσο τον γάζωνε με τις σφαίρες…
Η δίκη της μάνας
Σύντομα η μητέρα του θύματος θα καθόταν στο εδώλιο του κατηγορουμένου για φόνο. Αυτή η δίκη είχε φέρει στη μικρή πόλη της Βαλτικής τηλεοπτικά συνεργεία από όλο τον κόσμο και επικρατούσε πραγματικό πανδαιμόνιο μέσα και έξω από την αίθουσα.
Η μητέρα κατέθεσε πως σκότωσε τον φονιά της κόρης της σε ένα όνειρο, έβλεπε συνεχώς οράματα του παιδιού της μέσα στην αίθουσα.
Ο ψυχίατρος που την εξέτασε δήλωσε πως της ζήτησε να γράψει κάτι για να εκτιμήσει τον γραφικό της χαρακτήρα και εκείνη του έδωσε ένα χαρτί που έγραφε «το έκανα για σένα, Anna».
Όταν φάνηκε να βρίσκει τα συγκαλά της, κατέθεσε πως «άκουσα ότι ήθελε να κάνει μια δήλωση». Αναφερόταν στους ισχυρισμούς του Grabowski ότι πήγε να τον εκβιάσει η 7χρονη. «Και είπα να, τώρα έρχεται το επόμενο ψέμα για αυτό το θύμα, αυτό το θύμα ήταν η κόρη μου».
Στις 2 Νοεμβρίου 1982 η Marianne κρίθηκε πρωτόδικα ένοχη για φόνο εκ προμελέτης, αλλά ο εισαγγελέας απέσυρε κατόπιν την κατηγορία της προμελέτης. Έναν μήνα διαπραγματεύσεων μετά, οι εμπλεκόμενες πλευρές κατέληξαν σε συμφωνία.
Το προμελετημένο του πράγματος ήταν αυτό που συζητούσαν για 28 ολόκληρες ημέρες. Ανθρωποκτονία εκ προμελέτης σήμαινε ισόβια κάθειρξη.
Ο εισαγγελέας Klaus-Dieter Schultz πρότεινε τώρα ποινή 8 ετών. Πλέον ήταν οι δικοί της δικηγόροι που ισχυρίζονταν πως η πελάτισσά τους ήταν συναισθηματικά ασταθής, έχοντας ταλαιπωρηθεί πολύ στη ζωή της.
Τέσσερις μήνες αργότερα, στις 2 Μαρτίου 1983, το δικαστήριο την έκρινε ένοχη για ανθρωποκτονία και παράνομη οπλοκατοχή, καταδικάζοντάς τη σε φυλάκιση 6 ετών. Εξέτισε μόλις τα τρία.
Δεκαετίες αργότερα, ένας στενός φίλος της Bachmeier κατέθεσε σε ντοκιμαντέρ για την υπόθεσή της πως την είχε δει να κάνει εξάσκηση στη σκοποβολή στο υπόγειο του μπαρ της λίγες μέρες πριν από τον φόνο του Grabowski.
Η καταδίκη που δίχασε ένα έθνος
Η Marianne βρέθηκε στη δίνη ενός ανεπανάληπτου κυκλώνα. Η δίκη της συγκέντρωσε το παγκόσμιο ενδιαφέρον. Αυτή η «αδίστακτη πράξη εκδίκησης», όπως έγραψε αμερικανική εφημερίδα, την είχε κάνει διασημότητα.
Το εβδομαδιαίο γερμανικό περιοδικό «Stern» αγόρασε τα δικαιώματα της ιστορίας της έναντι 250.000 μάρκων και δημοσίευσε μια σειρά από άρθρα που ξεψάχνιζαν το παρελθόν της. Μια εργαζόμενη μητέρα ήταν που είχε παλέψει πολύ στη ζωή της και της έτυχαν πολλά και τραγικά, κατέληγε το περιοδικό.
Το οποίο δεν προλάβαινε να διαβάζει τα χιλιάδες γράμματα των αναγνωστών. Η κοινή γνώμη της Γερμανίας είχε χωριστεί στα δυο.
Για άλλους δεν ήταν παρά μια χαροκαμένη μάνα που θέλησε απλώς να εκδικηθεί τον βίαιο φόνο του παιδιού της. Για άλλους όμως ήταν μια ψυχρή δολοφόνος που πήρε τον νόμο στα χέρια της, απορρίπτοντας τον θεσμό της δικαιοσύνης μιας ευνομούμενης πολιτείας. Κάποιοι την κατανοούσαν και κάποιοι την καταδίκαζαν για την αυτοδικία.
Σύμφωνα με το γκάλοπ που έκανε εκείνο τον καιρό το Allensbach Institute, το 28% των Γερμανών είδε ως σωστή την ποινή των 6 ετών για τις πράξεις της. Ένα 27% θεώρησε την τιμωρία πολύ βαριά και ένα 25% έκρινε πως η φόνισσα έπεσε στα μαλακά.
Εκείνη αποφυλακίστηκε τον Ιούνιο του 1985, έχοντας εκτίσει τη μισή ποινή. Παντρεύτηκε την ίδια χρονιά έναν δάσκαλο και το 1988 μετακόμισαν οικογενειακώς στη Νιγηρία, για να διδάξει εκείνος σε γερμανικό σχολείο του Λάγος.
Στην Αφρική έμεινε ως το 1990, όταν πήρε διαζύγιο από τον σύζυγό της και μετακόμισε στη Σικελία. Εκεί, στο Παλέρμο, έζησε ως το 1996, όταν διαγνώστηκε με καρκίνο στο πάγκρεας και αποφάσισε να επιστρέψει στην πατρίδα της για τις τελευταίες στιγμές της.
Μίλησε μόλις δύο φορές στη ζωή της για εκείνη τη μέρα, μία φορά στο γερμανικό ραδιόφωνο το 1994 και μία στην τηλεόραση το 1995.
Στην τηλεοπτική συνέντευξη παραδέχτηκε πως σκότωσε τον φονιά της κόρης της έπειτα από «προσεκτική εξέταση», ώστε να αποδώσει δικαιοσύνη για το έγκλημά του και να μην ακούγονται τερατώδη ψέματα για την κόρη της από το στόμα του.
Ξέροντας πια πως το τέλος της είναι κοντά, κάλεσε έναν δημοσιογράφο του σταθμού NDR να καταγράψει με την κάμερά του τις τελευταίες της στιγμές.
Πέθανε στις 17 Σεπτεμβρίου 1996, σε ηλικία 46 ετών, στο νοσοκομείο του Λίμπεκ. Δεν κατάφερε να επιστρέψει στο σπίτι της στο Παλέρμο, όπου ήθελε να αφήσει την τελευταία της πνοή.
Την ενταφίασαν στον ίδιο τάφο με την κόρη της Anna, στο δημοτικό κοιμητήριο…