Impossible Screenings: A Star is Born

Impossible Screenings: A Star is Born

Το τρίτο remake της θρυλικής ταινίας

Impossible Screenings: A Star is Born

To 1937, οι William A. Wellman και Robert Carson έγραψαν την αλφάβητο του χολιγουντιανού μελοδράματος με το «A Star Is Born» και πρωταγωνίστρια τη θρυλική (και πρώτη νικήτρια του βραβείου Οσκαρ Α’ Γυναικείου Ρόλου) Janet Gaynor. Η ιστορία του καταδικασμένου έρωτα της ανερχόμενης ενζενί με τον ξεπεσμένο αστέρα έγινε έκτοτε κλασική και η συνταγή επαναλήφθηκε άλλες δύο φορές, μία το 1954 και μία το 1976, με ακόμα πιο θεαματικά αποτελέσματα και με δύο εξίσου μυθικές πρωταγωνίστριες, την Judy Garland και την Barbra Streisand, αντίστοιχα.

Ογδόντα χρόνια μετά την πρώτη ταινία και έπειτα από αλλεπάλληλες αναβολές και αντικαταστάσεις στη σκηνοθετική καρέκλα και τους πρωταγωνιστικούς ρόλους, το τρίτο remake αυτής της αρχετυπικής ιστορίας ολοκληρώθηκε επιτέλους φέτος και σηματοδοτεί το σκηνοθετικό ντεμπούτο του Brandley Cooper, με τον ίδιο να συμπρωταγωνιστεί δίπλα στη Lady Gaga, στον πρώτο της μεγάλο κινηματογραφικό ρόλο. Κι όπως το trailer είχε αφήσει να εννοηθεί, το τελικό αποτέλεσμα όχι μόνο δικαιώνει την κληρονομιά της ταινίας, αλλά αποτελεί μία πανάξια και θριαμβευτική για όλους τους εμπλεκόμενους προσθήκη.

Η αφηγηματική ραχοκοκαλιά παραμένει φυσικά η ίδια. Μια τόσο επιτυχημένη συνταγή δεν την αλλάζεις άλλωστε, απλώς την εκμοντερνίζεις. Ο Jackson Maine, ένας φτασμένος, αλλά αυτοκαταστροφικός και αλκοολικός αστέρας της country μουσικής, θα ανακαλύψει τυχαία στο διάλειμμα της περιοδείας του την Ally, μια άσημη σερβιτόρα με όνειρα καριέρας στο τραγούδι, και εντυπωσιασμένος από το εκρηκτικό της ταλέντο θα την ερωτευτεί και θα τη βοηθήσει να γίνει διάσημη, όμως οι προσωπικοί του δαίμονες και οι απαιτήσεις του χώρου του θεάματος θα οδηγήσουν αυτόν τον έρωτα στην αναπόφευκτη κρίση και στην τραγική κορύφωση.

Αυτό που εντυπωσιάζει πρωταρχικά στο νέο «A Star Ιs Born» είναι η μετρημένη προσέγγιση του Brandley Cooper στο υλικό του. Αποφεύγοντας την αμετροέπεια και τη διάθεση εντυπωσιασμού που συνοδεύουν κάθε σκηνοθέτη στην πρώτη του απόπειρα, ο Cooper φαίνεται πως πήρε τα σωστά μαθήματα από τους δημιουργούς με τους οποίους συνεργάστηκε στην καριέρα του, και κυρίως τον Clint Eastwood, που όλως τυχαίως είχε ανακοινωθεί αρχικά ως σκηνοθέτης του project. Ο Cooper εστιάζει στα πρόσωπα και δίνει έμφαση στα βλέμματα και τις χειρονομίες, αναδεικνύοντας όλες εκείνες τις λεπτομέρειες που καθιστούν αυτόν τον έρωτα και την τραγική του κατάληξη - μία νομοτέλεια. Η κάμερά του, αλλά και ο ίδιος ως πρωταγωνιστής, ερωτεύονται την Ally/Lady Gaga με αβίαστη αμεσότητα και όλη η δυναμική της τρικυμιώδους σχέσης αποκαλύπτεται σταδιακά και χωρίς μελοδραματικές κορώνες. Ταυτόχρονα, και παρά το γεγονός της διπλής του ιδιότητας ως πρωταγωνιστής και σκηνοθέτης, ο Cooper έχει τη σοφία να γνωρίζει ότι όλη η ταινία κρίνεται από την πρωταγωνίστριά του, την οποία αφήνει να λάμψει, χωρίς ωστόσο να θέτει τον εαυτό του σε υποδεέστερη μοίρα, ενσαρκώνοντας τον Jackson Maine με ευαισθησία και λαβωμένη υπερηφάνεια.

Η Lady Gaga αντεπεξέρχεται στη βαριά κληρονομιά του ρόλου που καλείται να ερμηνεύσει υποδειγματικά. Οι φωνητικές της δυνατότητες ήταν εξαρχής δεδομένες, αυτό που προσθέτει όμως είναι ο νατουραλισμός και η φυσικότητα που έλειπαν από την Judy Garland και την Barbra Streisand. Αβαφη στο μεγαλύτερο μέρος της ταινίας και με μία καθαρότητα στο βλέμμα, η Lady Gaga παραδίδεται στον πρώτο της ρόλο με την ίδια αγνότητα και την ειλικρίνεια που ο χαρακτήρας της ανακαλύπτει τη σκοτεινή πλευρά του έρωτα και του κόσμου του θεάματος. Ο Cooper εκμεταλλεύεται τα χαρακτηριστικά του προσώπου της και την υποκριτική της απειρία για να εκμαιεύσει μια ακατέργαστη και γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο αφοπλιστική τελικά ερμηνεία.

Με ολοκαίνουργια και αποκλειστικά γραμμένα για την ταινία, τραγούδια, τα οποία εκτός από το να επιβεβαιώνουν τις δυνατότητες της Lady Gaga, αποκαλύπτουν το πρωτόφαντο ταλέντο του Cooper ως τραγουδιστή, το «A Star Is Born» δεν είναι ένα musical με την παραδοσιακή έννοια του όρου, αλλά αφήνει τους στίχους να (προ)διαγράψουν την πορεία της σχέσης των δύο κεντρικών χαρακτήρων, ενώ όλη η δραματουργική εξέλιξη της Ally λειτουργεί αναστοχαστικά και σε ένα δεύτερο επίπεδο ως σχόλιο για την ίδια την καριέρα της Lady Gaga και τα σκαμπανεβάσματα του επαναπροσδιορισμού της πορείας της ως καλλιτέχνη. Εχοντας περισσότερες απαιτήσεις (και φυσικά περισσότερο ταλέντο) από ένα οποιοδήποτε διάττον pop sensation του συρμού, η Στέφανι Τζερμανότα χρειάστηκε να επανεφεύρει τον εαυτό της κάτω από τις ασφυκτικές πιέσεις της ισοπεδωτικής ευκολίας με την οποία η βιομηχανία της μουσικής τυποποιεί και αλέθει προσωπικά οράματα και φιλοδοξίες, σε μια πορεία ανάλογη με εκείνη της Αλι στην ταινία.

Οι μοντέρνες πινελιές που έχουν προστεθεί στην οδοντάχρονη ιστορία, άλλωστε, είναι χαρακτηριστικές και ανταποκρίνονται στο status της Lady Gaga στην pop κουλτούρα. Οταν στις δύο προηγούμενες εκδοχές της ταινίας έχουν πρωταγωνιστήσει τα δύο μεγαλύτερα gay icons του περασμένου αιώνα, είναι κάπως αναμενόμενο στη νέα εκδοχή (όπου πρωταγωνιστεί μάλιστα το μεγαλύτερο gay icon των καιρών μας) να ανακαλύπτει ο Jackson Maine την Ally σε ένα gay bar, στο οποίο καταλήγει κατά τύχη αναζητώντας απλώς ένα μέρος για να πιει. Εκεί, ανάμεσα στα drag shows και σε queens όπως η Shangela και η Willam, οι οποίες έχουν συμμετάσχει στο «RuPaul’s Drag Race» και πραγματοποιούν εδώ ένα χαρακτηριστικό και αλησμόνητο πέρασμα, η Ally θα αποκαλύψει για πρώτη φορά το ταλέντο της τραγουδώντας το «La Vie En Rose» της Εντίτ Πιάφ, θυμίζοντας και η ίδια εμφανισιακά μια drag queen.

Αποδεικνύοντας τη μοναδική ικανότητα του Χόλιγουντ να ανανεώνει και να διαιωνίζει τη μυθολογία του, το νέο «A Star Is Born» είναι κλασικό και μοντέρνο ταυτόχρονα, αποτυπώνοντας τόσο το zeitgeist μιας εποχής που θέλει τους αστέρες της τσαλακωμένους, γήινους και ανθρώπινους, όσο και τη διαχρονικότητα του παραμυθιού ενός αναλλοίωτου από το χρόνο ρομάντζου. Ο Bradley Cooper κατάφερε με αξιοθαύμαστη συνέπεια να διατηρήσει αυτήν την ισορροπία, και η Lady Gaga είναι πλέον ένα βήμα πιο κοντά στο να προστεθεί στο πάνθεον αυτών που έχουν πετύχει το EGOT, την τετραπλή δηλαδή διάκριση με τα τέσσερα σημαντικότερα βραβεία (Emmy, Gramy, Oscar και Tony). Η Τζάνετ, η Τζούντι και η Μπάρμπρα μπορούν να είναι πλέον περήφανες για τη νέα προσθήκη στην εκλεκτή τους παρέα.

Loader