Εμένα οι φίλοι μου δεν είναι αριθμοί

Εμένα οι φίλοι μου δεν είναι αριθμοί

Εμένα οι φίλοι μου δεν είναι αριθμοί
Σύρματα τεντωμένα είναι

Απέφευγα εδώ και καιρό να εμφανιστώ στο συγκεκριμένο μπαράκι στην παλιά πόλη. Παρόλο που μ' αρέσει, δεν μ' άρεσε η ιδέα να με σερβίρουν φίλοι μου.

Πριν βιαστείς, δεν έχει να κάνει με τη φύση της δουλειάς αλλά το γεγονός ότι δεν είναι η βασική τους δουλειά. Νέοι, μορφωμένοι και εύμορφοι, εργάζονται για ένα οκτάωρο -στην καλύτερη των περιπτώσεων- στον ιδιωτικό τομέα τα πρωινά κι επειδή (με χιούμορ, μια γερή δόση αλήθειας και με τη φωνή της Σαπφούς Νοταρά) "Δεν φτάνουν τα μισθά", εργάζονται και το βράδυ ως σερβιτόροι.

Το γραφικό "Η δουλειά δεν είναι ντροπή" μην το επαναλάβουμε. Αλλά ούτε το "Τουλάχιστον έχουν δουλειά" γιατί, με ειλικρίνεια και αυθάδεια θα το διατυπώσω, βαρέθηκα σαν μαλάκας να το ακούω.

Στα τριαντακάτι χωρίς οικογένεια και επιπλέον υποχρεώσεις αλλά και, σε καμία περίπτωση, έξαλλες ανάγκες και υλιστικούς σνομπισμούς, απλά δεν τα βγάζουν πέρα οικονομικά.

Στην χθεσινή μου επίσκεψη για ποτό, προσπαθώντας να ξεπεράσω το κόλλημα να αποφύγω τις φιγούρες τους να τρέχουν πάνω-κάτω μέχρι τις 2 το πρωί και να ξέρω πως στις 7 και μισή θα πρέπει να συρθούν απ’ το κρεβάτι για να πάνε στην πρωινή τους δουλειά, έφαγα φλασιά.

Η χαρωπή, άρτι αφιχθείσα απ’ τις καλοκαιρινές διακοπές, έκατσα να μετρήσω τους ανθρώπους που περιτριγυρίζουν τον μικρόκοσμό μου -η γραφούσα συμπεριλαμβάνεται- που κάνουν δυο και τρεις δουλειές.

Την Χ φιλενάδα που πίναμε καφέ φοιτήτριες και υπολόγιζε τότε πόσα πρέπει να σπαταλήσει την μέρα για να τα βγάλει πέρα, να μετράει κοντά μια εικοσαετία μετά, με δυο παιδιά στο σπίτι, τα κουκιά της για να βγει ο μήνας. Τρεις δουλειές αυτή. Τον Υ φίλο που καταπιέζεται σε θέση ημιαπασχόλησης την οποία απεχθάνεται και που ουδεμία σχέση έχει με τα πτυχία και τα όνειρά του και που δασκαλεύτηκε τι θα απαντήσει αν πλακώσουν απ’ τις κοινωνικές, μην φανούν τα μαύρα. Την Ψ που για να οργανώσει οικογενειακό τριήμερο, έκοψε δυο δόσεις πίσω για να ‘ρθουν να την κουτουλήσουν σύντομα και με τόκο. Περιπτώσεις τέτοιες να θες.

Η πλήρης αβεβαιότητα ανθρώπων που, επί το πλείστο, εργοδοτούνται στον ιδιωτικό τομέα, χωρίς καμία βεβαιότητα για την οικονομική τους ασφάλεια. Εκείνης της μερίδας του πληθυσμού που δεν είναι καταγραμμένη στο ποσοστό ανεργίας και την ξεχνάμε γιατί "Είναι αρκετά τυχερή που έχει δουλειά τέτοια εποχή" κι ας φροντίσει να τα βγάλει πέρα.

Την ορολογία που ξαναθυμήθηκαν στις οικονομικές στήλες των ξένων ΜΜΕ, 'working poor', δεν θα την χρησιμοποιήσω για να ξεχειλώσω το στόρι. Αν δεν λανθάνομαι κιόλας, εκεί κατατάσσονται οι άνθρωποι-αριθμοί που έχουν εισόδημα κάτω από το 60% του μέσου εθνικού εισοδήματος.

Όλοι όσοι όμως υποαπασχολούνται, υποαμείβοινται και στερούνται δικαιώματων βάση συμβολαίου και με τον νόμο, θα έλεγα πως ανήκουν σε μία γκρίζα ζώνη εργαζομένων τους όποιους ξεχνάμε γιατί "Είναι αρκετά τυχεροί που έχουν δουλειά τέτοια εποχή". Ένα (κοινωνικό) υπόστρωμα δηλαδή, το οποίο ξεχάσαμε ότι απλώσαμε κάτω απ’ το κρεβάτι.

Όχι, δεν είναι αριθμοί των working poors οι άνθρωποι στον μικρόκοσμό μου. Ούτε αριθμοί στους δείκτες ανεργίας.

Είναι εργαζόμενοι με ευάλωτες καθημερινότητες σε μία Κύπρο που απ’ την υπεραγορά φεύγεις με ενάμιση τσάντα και 90€ μείον στο πορτοφόλι. Που τα παιδιά πρέπει να τα στείλεις φροντιστήρια για να πιάσουν τον τυχερό λαχνό των σπουδών. Που βλέποντας τον ταχυδρόμο με το φακελάκι της ΑΗΚ ανά χείρας, τον κοιτάς σαν μπαμπούλα που στέκεται έξω απ’ το κάγκελο του σπιτιού σου. Που για να νοικιάσουν (γιατί η απόκτηση οικίας τείνει να γίνει προτέρημα κληρονόμων και επαγγελματιών που γεμίζουν καθωσπρέπει την τραπεζική φόρμα) χρειάζονται πέραν του ενός τρίτου του μισθού τους.

Τους ξεχνάμε αυτούς του εργαζόμενους γιατί ο κουτσουρεμένος μισθός και η ημιαπασχόληση Vs ανεργίας, "κάτι είναι" μες την εργασιακή ζούγκλα. Το ίδιο κι οι φαντεζί πολιτικές εξασφάλισης… επιβίωσης κι όχι καλής διαβίωσης, γιατί "Έχουμε κρίση". Γιατί "Τελοσπάντων μια χαρά είμαστε σε σχέση με... ", και εκείνο το 'με' συμπληρώνεται πάντοτε με ό,τι πιο καημένο μπορεί να βάλει ο νους.

Ακόμα πιο ανησυχητικό είναι το μακροπρόθεσμο αποτέλεσμα αυτής της συνθήκης. Αν όλος αυτός ο θυμός, η κούραση, η μη ικανοποίηση, ο φόβος να μην καταλήξει κάποιος εργαζόμενος-φτωχός, ενίοτε και η θλίψη που προκαλεί σε μία σεβαστή μερίδα νέων όλο αυτό, θα μεταποιηθεί σε κάτι κοινωνικά άσχημο κάποια στιγμή.

Για όσους, άτυχους ή τυχερούς δεν ξέρω, βιώσαμε επαγγελματικά την εποχή της ευμάρειας, όλο αυτό δεν μπορεί παρά να μοιάζει με μία ανάκληση υποσχέσεων. Για τους νέους είναι μάλλον ένα δεδομένο κι αν θέλεις, παίρνεις.

Δεν είμαι σίγουρη πια αν η πολυδιαφημιζόμενη δημιουργία θέσεων εργασίας, γιατί αυτή πλασάρετε κατά κόρον, αποτελεί την μία και μοναδική λύση για τους χαριτωμένους αριθμούς που μας μοστράρουν κάθε τρεις και λίγο. Η φτώχεια, η ανεργία, ακόμα και όλο εκείνο το μπουλούκι κόσμου που βρίσκεται τρία βήματα μακρυά απ’ αυτό που βαπτίστηκε 'εργαζόμενος-φτωχός', οφείλουμε να το καταπολεμήσουμε με πολιτικές που να διασφαλίζουν ποιοτική και σταθερή εργασία.

Μες την ραστώνη των διακοπών, ένας αγαπημένος φίλος με τον οποίο χλευάζαμε την όλη φιλοσοφία των διακοπών, μου έστειλε αυτό το εξαιρετικό κομμάτι απ’ τον συγγραφέα Αντώνη Σουρούνη.

Για να ρεζουμάρω, μεταφέρω το απόσπασμα που υπογράμμισα: "Σήμερα δε χρειάζομαι πια διακοπές. Γιατί να διακόψεις κάτι όταν σου αρέσει τόσο πολύ; Μπορείς να αλλάζεις τόπους, αλλά αν δεν κουβαλάς μαζί σου αυτή τη ζωή που διάλεξες, τότε τι θα κουβαλάς; Στο κάτω κάτω πρέπει να χαρεί κι αυτή μαζί σου, αφού τόσα πολλά σου προσφέρει. Διαφορετικά την κλειδώνεις στο διαμέρισμά σου, γεμίζεις τη βαλίτσα με σώβρακα κι εξαφανίζεσαι για τριάντα μέρες από κοντά της. Κι όταν γυρίσεις, θα τη βρεις μπροστά σου έξαλλη, με σηκωμένη την τρίχα, να σε περιμένει για να σου κάνει το βίο αβίωτο. Και θα ’χει και δίκιο".

Η καλοκαιρινή ραστώνη έχει καμιά βδομάδα ακόμα για να κλείσει τον κύκλο της. Και θα ‘θέλα πολύ σήμερα να έγραφα για ωραίες παραλίες και πολύχρωμα κοκτέιλ και καθωσπρέπει ψημένα χταπόδια. Απέτυχα. Φταίνε μάλλον εκείνα τα σφηνάκια της καληνύχτας που ρουφήξαμε όλοι μαζί χθες. Και που την ώρα που το αλκοόλ έκαιγε τον ουρανίσκο, σουφρώσαμε τα χείλη απ’ την κάψα συνειδητοποιώντας πως να που, μετά τις διακοπές, την βρήκαμε τη ζωή να μας περιμένει έξαλλη πάνω σε σύρματα τεντωμένα. Κι όχι μόνο αυτό. Έχει και δίκαιο από πάνω.

Loader