Έρευνα: Γενετικό υπόβαθρο έχει η ομοφυλοφιλία στις γυναίκες

Έρευνα: Γενετικό υπόβαθρο έχει η ομοφυλοφιλία στις γυναίκες

Έρευνα: Γενετικό υπόβαθρο έχει η ομοφυλοφιλία στις γυναίκες
Τι μαρτυρά καινούρια έρευνα

Πολύ συχνότερα τα αγόρια που έχουν θηλυπρεπή συμπεριφορά (έως 80%) θα γίνουν ομοφυλόφιλοι όταν ενηλικιωθούν, ενώ από τα κορίτσια που συμπεριφέρονται σαν αγοροκόριτσα, μόνο η μία στις τρεις θα γίνει λεσβία. Αυτός είναι και ο λόγος που επιστήμονες τείνουν να καταλήξουν στο συμπέρασμα «πως η ομοφυλοφιλία στα κορίτσια έχει περισσότερο γενετικό υπόβαθρο».

Σύμφωνα με ειδικούς από το πανεπιστήμιου Queen Marry στο Λονδίνο, που έκαναν την έρευνα, οι ορμόνες, η ανατροφή αλλά και τα γονίδια τελικά, φαίνεται πώς διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στις βασικές σεξουαλικές προτιμήσεις.

Οι ερευνητές υποστηρίζουν ότι τα παιδιά που αργότερα γίνονται ομοφυλόφιλοι, εμφανίζουν σημαντικές διαφορές σε σχέση με τις καθημερινές συνήθειες και την συμπεριφορά. Για παράδειγμα τα κορίτσια που θα γίνουν λεσβίες προτιμούν μία μπάλα από μία κούκλα.

Οι ειδικοί ψυχολόγοι Αντρέα Μπούρι και Κάζι Ράχμαν που διεξήγαν την έρευνα εκτιμούν ότι στα κορίτσια τα γονίδια ίσως ευθύνονται μερικώς για συμπεριφορές που δεν ανταποκρίνονται στο φύλο τους και συνεπώς για το σεξουαλικό τους προσανατολισμό.

Στο πλαίσιο της μελέτης, οι ειδικοί παρακολούθησαν μια ομάδα 4.000 διδύμων γυναικών τις οποίες ρωτούσαν για το σεξουαλικό τους προσανατολισμό και τη συμμόρφωσή τους με τους ρόλους του φύλου τους.

«Ανακαλύψαμε ότι υπάρχει σχέση μεταξύ ψυχολογικών χαρακτηριστικών και σεξουαλικού προσανατολισμού επειδή και τα δύο αναπτύσσονται υπό κοινούς βιολογικούς οδηγούς, όπως συμβαίνει με την ανάπτυξη του εγκεφάλου υπό την επιρροή γονιδίων και σεξουαλικών ορμονών.

Πιστεύουμε ότι οι περιβαλλοντικοί παράγοντες και τα γονίδια καθοδηγούν άλλους μηχανισμούς, όπως η έκθεση σε σεξουαλικές ορμόνες κατά την κύηση για να διαμορφώσουν τελικά ταυτόχρονα τη μη συμμόρφωση με τους ρόλους του φύλου και τον σεξουαλικό προσανατολισμό», εξηγεί ο δόκτωρ Κάζι Ράχμαν.

Η μελέτη δημοσιεύτηκε στην επιστημονική επιθεώρηση Journal PLoS One.

Πηγή

Loader