«Η διατήρηση της ζωής είναι ο πιο μεγάλος αγώνας που έχουν να δώσουν οι γυναίκες»

«Η διατήρηση της ζωής είναι ο πιο μεγάλος αγώνας που έχουν να δώσουν οι γυναίκες»

Η Κωνσταντία Σωτηρίου υπογράφει το βιβλίο «Φωνές από χώμα», το οποίο αξίζει να διαβάσεις

«Η διατήρηση της ζωής είναι ο πιο μεγάλος αγώνας που έχουν να δώσουν οι γυναίκες»
Δεκατρείς γυναίκες, με κοινό παρονομαστή τον ματωμένο Δεκέμβριο του ’63, διηγούνται στιγμές που συγκλόνισαν τη ζωή τους

«Όµως εγιώ εν µιλώ. Έµαθα την τέγνη να µεν αθθυµούµαι. Τζιαι να µε αξιώσει ο Θεός ώσπου να πεθάνω να µάθω τζιαι την τέγνη του να ξηχάνεις. Αλλά τζιείνον λαλούν εν το πιο δύσκολο, εν πιο µεγάλη τέγνη να ξεχάνεις. Εγιώ µόνο να µεν θυµούµαι έµαθα». Μία απ’ τις δεκατρείς ηρωίδες του βιβλίου «Φωνές από χώμα» επιλέγει να μην θυμάται. Έμαθε να μην θυμάται.

Κλείνοντας το καινούριο βιβλίο της Κωνσταντίας Σωτηρίου, μέλος της μεταπολεμικής γενιάς όπως κι η συγγραφέας εξάλλου, εντοπίζω πως δεν έχω τίποτα να θυμάμαι. Κι αυτό, πολύ απλά, γιατί δεν έζησα τα ιστορικά γεγονότα που περιγράφονται στο βιβλίο. Παρόλα αυτά, όπως και η Σωτηρίου δηλώνει πιο κάτω, το καλύτερο που έχω να κάνω είναι να τα κατανοήσω.

Η νουβέλα «Φωνές από χώμα» σίγουρα δεν απευθύνεται αποκλειστικά στον αναγνώστη της μεταπολεμικής γενιάς. Παρόλα αυτά ο αναγνώστης της μεταπολεμικής γενιάς οφείλει, αν είναι ανοιχτόμυαλος, να ανατρέξει και σ’ αυτές τις σελίδες, που ακροβατώντας μεταξύ Ιστορίας και μυθοπλασίας, εμπεριέχουν μέσα τους κάτι που αφορά στο μέλλον.

Ενδιαφέρουσα η γυναικεία οπτική στο βιβλίο. Είναι γεγονός πως δεν την συναντούμε συχνά. Ξέρεις, καμιά φορά σκέφτομαι πως απ’ όλα όσα έχουν ζήσει οι γονείς μου στον πόλεμο, και τα οποία μου αφηγούνται, πιο συναρπαστικές είναι οι ιστορίες της μητέρας μου. Όταν ήταν ο πατέρας μου στον πόλεμο, η μάνα μου ήταν στο σπίτι με τα παιδιά και τους δικούς της. Τους φρόντιζε και προσπαθούσε να κρατήσει τον κόσμο γύρω της ζωντανό, απ’ όλες τις απόψεις. Η διατήρηση της ζωής είναι ο πιο μεγάλος αγώνας που έχουν να δώσουν οι γυναίκες. Στο βιβλίο θέλησα ακριβώς αυτό, να δώσω φωνή στις γυναίκες. Με απασχολεί αυτός ο αθέατος παρατηρητής των γεγονότων που ταυτόχρονα είναι και μέρος των γεγονότων. Με αφορά να τον καταλάβω ως γυναίκα.

Γιατί οι φωνές των ηρωίδων σου είναι από χώμα; Τι υπονοεί ο τίτλος; Είναι φωνές φθαρτές. Χωμάτινες. Ίσως και να μην τις υπολόγιζε κάποιος. Είναι χωμάτινες γιατί η κάθε μία απ’ αυτές τις φωνές από μόνη της ίσως να μην είναι και τόσο σημαντική. Όλες μαζί όμως, συνθέτουν μία φωνή δυνατή. Για μένα οι φωνές αυτών των γυναικών είναι σημαντικές, οι καταθέσεις τους είναι σημαντικές. Είναι δεκατρείς οι γυναίκες που μιλούν στο βιβλίο. Δώδεκα ελληνοκύπριες και μία τουρκοκύπρια, η Τζεμαλιγιέ. Οι αφηγήσεις τους συνθέτουν την ευρύτερη Ιστορία και παράλληλα πλαισιώνουν την βασική πλοκή του βιβλίου που πραγματεύεται τα γεγονότα του 1963 στη Λευκωσία και τη χάραξη της πράσινης γραμμής.

Γιατί επέλεξες να επικεντρωθείς στο 1963 στο βιβλίο αυτό; Ίσως να πρόκειται για ένα μοτίβο ή συγγραφικές εμμονές αν θέλεις. Έχει να κάνει και με το αντικείμενο που με απασχολεί. Είμαι τουρκολόγος και ερευνώ τις σχέσεις Ελλάδας-Τουρκίας αλλά και τις σχέσεις των δύο κοινοτήτων στην Κύπρο. Συγγραφικά, τόσο και στο πρώτο μου βιβλίο όσο και σε αυτό, ασχολήθηκα με ένα θέμα το οποίο μου είναι γνώριμο. Η νουβέλα «Η Αϊσέ πάει διακοπές» επικεντρώνεται στο άνοιγμα των οδοφραγμάτων και κινείται προς τα πίσω, στις απαρχές της Δημοκρατίας. Στο βιβλίο αυτό καταπιάστηκα με τον ματωμένο Δεκέμβριο του ’63 γιατί με απασχολούσε το πώς ξεκίνησε η όλη ιστορία. Μεγαλώσαμε μαθαίνοντας πως το Κυπριακό ξεκινά απ’ το 1974 που είναι βέβαια λάθος, αφού ξεκινά πολύ πιο πριν.

Η Ιστορία συνήθως γράφεται μέσα απ’ τα μάτια των αντρών. Αυτών που είναι στο πεδίο της μάχης. Ουσιαστικά οι γυναίκες πάντοτε έμεναν πίσω και ζούσαν την ιστορία από μία άλλη σκοπιά

Και ταξιδεύοντας στον χρόνο καταλήγεις εδώ στη Λευκωσία. Ναι ένα γνώριμο τόπο για μένα. Γεννήθηκα μετά τον πόλεμο και μεγάλωσα στην πράσινη γραμμή, στο Καϊμακλί. Η μητέρα μου, απ’ την οποία άντλησα αφηγήσεις, μεγάλωσε στον Άγιο Κασσιανό, στην περιοχή όπου ζούσαν οι ελληνοκύπριοι και οι τουρκοκύπριοι αλλά και όπου ξεκίνησαν οι ταραχές. Την ιστορία της Τζεμαλιγιέ της πόρνης την ήξερα απ’ την μητέρα μου.

Τι είναι αυτό που σε γοήτευσε στην ιστορία της; Η όλη προσπάθεια να δω την ιστορία μέσα από τα δικά της μάτια. Θεωρώ πως η Ιστορία συνήθως γράφεται μέσα απ’ τα μάτια των αντρών. Αυτών που είναι στο πεδίο της μάχης. Ουσιαστικά οι γυναίκες πάντοτε έμεναν πίσω και συνέχιζαν τη ζωή τους, με τον τρόπο που αυτό ήταν εφικτό. Ζούσαν την ιστορία από μία άλλη σκοπιά. Σχετικά με την Τζεμαλιγιέ αυτό που επιδίωξα ήταν να καταλάβω τι ήταν αυτό που έκανε μία Κύπρια μουσουλμάνα να γίνει μέλος της TMT. Να μετακινηθεί δηλαδή απ’ τη θρησκευτική της ταυτότητα στην εθνική. *Απόσπασμα από το βιβλίο*

Ποιο είναι το προφίλ της Τζεμαλιγιέ; Η Τζεμαλιγιέ ήταν μία τουρκοκύπρια πόρνη που ερωτεύτηκε έναν τουρκοκύπριο ταξιτζή, τον Ζεκή, που ήταν μέλος της TMT. Η αγάπη της γι' αυτόν τον άνθρωπο την ώθησε να γίνει μέλος του εθνικιστικού κινήματος. Αυτό ήταν και ένα ενδιαφέρον κομμάτι των σπουδών μου, πώς από Χριστιανός γίνεσαι Έλληνας, πώς από Μουσουλμάνος γίνεσαι Τούρκος. Η διαδικασία, το κίνητρο αυτής της γυναίκας να αλλάξει ταυτότητα, με είχε γοητεύσει. Πίσω στην ιστορία του βιβλίου, καταλήγουμε στην 21η Δεκεμβρίου του ’63, όταν σταματούν το ζευγάρι σ’ ένα μπλόκο, στην οδό Πενταδακτύλου στον Άγιο Κασσιανό. Όταν οι δυο τους αρνούνται τον αστυνομικό έλεγχο, αρχίζει η συμπλοκή. Αυτή τρέχει και φέρνει κόσμο που ήταν οχυρωμένος στις περιοχές, ακολουθούν πυροβολισμοί, ο εραστής της σκοτώνεται κι αυτή τραυματίζεται για να πεθάνει αργότερα στο νοσοκομείο. Πρόκειται για ένα γεγονός που πυροδότησε τις γενικότερες ταραχές και πολύ σύντομα ο Άγγλος διοικητής τράβηξε τη γνωστή γραμμή με πράσινο μολύβι στον χάρτη της Λευκωσίας.

Από πού άντλησες τις ιστορίες των ηρωίδων σου; Απ’ τη μητέρα μου και τις γειτόνισσες της περιοχές. Ένωσα τις ψηφίδες προσθέτοντας βέβαια και μυθοπλαστικά στοιχεία. Επιπλέον στο βιβλίο φιλοξενούνται και περιστατικά που απορρέουν από γεγονότα που εντόπισα σε τουρκοκυπριακές εφημερίδες της εποχής και τις τότε μαρτυρίες του κόσμου. Βρήκα πολύ ενδιαφέρουσες πληροφορίες και λεπτομέρειες στα έντυπα της εποχής.

Πες μου κάτι ενδιαφέρον που έχεις εντοπίσει. Έχουμε, για παράδειγμα, την ανακοίνωση που μαρτυρεί πως την 28η Οκτωβρίου οι ελληνοκύπριοι κρέμασαν την ελληνική σημαία από την Cyta, εκεί στην περιοχή που είναι σήμερα το άγαλμα του Μάρκου Δράκου, αλλά στις 30 Οκτωβρίου, που είναι εθνική ημέρα για την Τουρκία, οι ελληνοκύπριοι και η διοίκηση δεν άφησαν τους τουρκοκύπριους να κρεμάσουν την τούρκικη σημαία. Αυτού του περιστατικού ακολούθησαν πολλές αντιδράσεις και διαδηλώσεις. Τότε είχε παραγγελθεί ένα τεράστιο άγαλμα του Ατατούρκ που, σε διάστημα δύο βδομάδων, είχε αποσταλεί στην Κύπρο με πλοίο απ' την Τουρκία και τοποθετήθηκε στην πλατεία του Σεραγίου. Άλλο ένα περιστατικό που εντόπισα στις εφημερίδες της εποχής ήταν ο ξυλοδαρμός ελληνοκύπριου από ελληνοκύπριους εθνικιστές με αφορμή το γεγονός ότι αυτός αγόραζε ψωμιά από μία τουρκοκύπρια. Παρόμοια περιστατικά έχουμε κι από την TMT που θεωρούσε ότι οι τουρκοκύπριοι έπρεπε να προμηθεύονται προϊόντα μόνο από τουρκοκύπριους. Τέτοιου είδους περιστατικά αφηγούνται οι ηρωίδες στο βιβλίο.

Πώς θα περιέγραφες τις ηρωίδες σου; Είναι γυναίκες απλές, που ζούσαν στην περιοχή. Είναι μάρτυρες της όλης κατάστασης αλλά βρίσκονται στο περίγυρο. Έχουμε μία γυναίκα που στον ύπνο της βλέπει τον άντρα της που της λέει πως δεν μπορεί να ησυχάσει στον τάφο γιατί είχε λάβει μέρος στις συμπλοκές. Μία άλλη που λέει πως της λείπουν οι καφκαρούδες της, γιατί δεν μπορούσε να περάσει απ’ τους θύλακες και να μαζέψει απ’ την Άσσια άγριες αγκινάρες. Είναι και μία άλλη που αρνείται να μιλήσει γιατί λέει πως με τα όσα είδαν τα μάτια της, έμαθε να ξεχνάει. Όλες αυτές, οι ελληνοκύπριες ηρωίδες, αφηγούνται την ιστορία τους στην κυπριακή διάλεκτο.

Γενικότερα ακροβατείς μεταξύ κοινής ελληνικής και κυπριακής διαλέκτου. Ναι γιατί θεωρώ πως τα ‘εσωτερικά’ μας, αυτά που έχουν να κάνουν με τον τόπο μας, μόνο στην κυπριακή διάλεκτο μπορούν να εκφραστούν. Όπως και στο πρώτο μου βιβλίο, έτσι και σ’ αυτό, έχω δύο φωνές. Προσωπικά νιώθω πως η πιο εσωτερική μου φωνή βγαίνει με την κυπριακή διάλεκτο γιατί θεωρώ ότι τα κυπριακά μιλούν στο βαθύτερό μας ένστικτο. *Απόσπασμα από το βιβλίο*

Είσαι πολιτικοποιημένος άνθρωπος; Ναι, είμαι. Και μάλιστα τον καιρό που έγραφα αυτό το βιβλίο, αλλά και τη θεατρική διασκευή με τίτλο «Τζεμαλιγιέ», ήταν μία περίοδος που ήθελα διακαώς να λυθεί το κυπριακό.

Λες «ήθελα». Τώρα; Ήθελα, θέλω, πάντοτε θα θέλω. Θεωρούσα, πριν από κάποιους μήνες, πως οι πιθανότητες ήταν αυξημένες. Οι τελευταίες εξελίξεις ήταν μία απότομη προσγείωση. *Η θεατρική διασκευή του βιβλίου με τίτλο «Τζεμαλιγιέ»*

Νιώθεις απογοήτευση σήμερα; Νιώθω μία γενικότερη απογοήτευση που δεν έχει να κάνει μόνο με τις τελευταίες εξελίξεις. Με απασχολεί το γεγονός ότι δεν έχει καλλιεργηθεί η κουλτούρα λύσης ανάμεσα στους ανθρώπους των δύο κοινοτήτων. Είναι λες και υπάρχουν δύο παράλληλες γραμμές που δεν τέμνονται με τίποτα. Η αμέσως μεταπολεμική γενιά τουλάχιστον μεγάλωσε σ' ένα τόπο όπου η παιδεία δεν προώθησε την ιδέα της συνύπαρξης των δύο κοινοτήτων. Σάμπως και υπάρχει μία άγνωστη πλευρά, απέναντί μας, με την οποία καλούμαστε να ζήσουμε.

Παρόλα αυτά οι δρόμοι σήμερα είναι ανοικτοί. Το πιστεύω πραγματικά πως μετά το 2004 υπήρξε μία στροφή και είναι αρκετός ο κόσμος που υποστηρίζει και καλλιεργεί την κουλτούρα της λύσης. Όμως, όσον αφορά στην εκπαίδευση, δεν έγιναν αρκετές προσπάθειες προς αυτή την κατεύθυνση. Τουλάχιστον στην γενιά την δική μου. Ξέρεις, η πρώτη φορά που είδα τουρκοκύπριο ήταν μετά το λύκειο.

Στις σπουδές; Ναι, στο Πανεπιστήμιο Κύπρου. Ο πρώτος τουρκοκύπριος που είδα ήταν ένας καθηγητής μου στο τμήμα τουρκικών σπουδών. Θυμάμαι πως μου είχε κάνει μεγάλη εντύπωση και την πρώτη φορά που μπήκε στην τάξη τον κοίταζα για να βεβαιωθώ ότι δεν ήταν… εξωγήινος. Μου πήρε καιρό να ξεπεράσω διάφορα σύνδρομα και πρόσεξε, μεγάλωσα σε μία πολύ προοδευτική οικογένεια, με ανθρώπους που μιλούσαν συχνά για τους τουρκοκύπριους και είχαν μάλιστα επαφές μαζί τους. Η μητέρα μου διηγείται συχνά το περιστατικό στον Άγιο Κασσιανό όπου της είχαν σώσει τη ζωή τουρκοκύπριοι. Την είχαν προφυλάξει κατά την περίοδο των δικοινοτικών ταραχών. Κι όμως, κοίτα που και εγώ κουβαλούσα συμπλέγματα, για πολλά χρόνια. Σκέψου κάποιον ο οποίος μεγάλωσε σε οικογένεια με επιφυλάξεις.

Όταν κοιτάξεις πίσω και δεις τα λάθη και των δύο πλευρών, αντιλαμβάνεσαι πως οι ρητορικές της ζυγαριάς «Τζαι εμείς εκάμαμεν πολλά» ή «Μόνον τζείνοι φταίσιν», δεν είναι αρκετές

Είχες κάποιο στόχο κατά νου όταν έγραφες την νουβέλα αυτή; Δεν ξεκίνησα με κάποιον στόχο, όχι. Δεν θέλησα να στείλω κάποιο μήνυμα. Γράφω γιατί ανέκαθεν μου άρεσε να γράφω. Σε κάποια φάση η συνθήκη ωρίμασε μέσα μου και αυτό κατέληξε να γεννάει το πρώτο μου βιβλίο. Η συγγραφή αφορά σε γέννες. Έτσι προέκυψε και αυτό το δεύτερο βιβλίο. Δεν είναι αυτοσκοπός να στείλεις κάποιο μήνυμα αλλά η πίστη σου σε κάποια πράγματα. Εγώ πιστεύω στην ειρηνική συνύπαρξη των δύο κοινοτήτων και μέσα απ’ τη συγγραφή του βιβλίου αυτού, στόχος μου ήταν πρωτίστως η προσπάθεια να καταλάβω πως φτάσαμε ως εδώ.

Τι έχεις κερδίσει απ’ την προσπάθεια αυτή; Αντιλήφθηκα τη σημαντικότητα της προσπάθειας να κατανοήσει κάποιος πως φτάσαμε ως εδώ. Μόνο αυτό μπορεί να μας βοηθήσει να καταλάβουμε πως μπορούμε να προχωρήσουμε παρακάτω. Όταν κοιτάξεις πίσω και δεις τα λάθη και των δύο πλευρών, αντιλαμβάνεσαι πως οι ρητορικές της ζυγαριάς «Τζαι εμείς εκάμαμεν πολλά» ή «Μόνον τζείνοι φταίσιν», δεν είναι αρκετές. Έγιναν πολλά. Απ’ όλους. Ίσως είναι πιο σωστό να κατανοήσουμε. Να σκεφτούμε. Να βάλουμε τα πράματα κάτω και να τα εξετάσουμε. Κι αν χρειαστεί να αμφισβητήσουμε την επίσημη εκδοχή όπως μας την έχουν διδάξει.

Οι νουβέλες της Κωνσταντίας Σωτηρίου «Φωνές από Χώμα» [2017] και «(link» [2015] κυκλοφορούν σε όλα τα μεγάλα βιβλιοπωλεία.

Loader