Το μέλλον της Κύπρου είναι οι παππούδες της

Το μέλλον της Κύπρου είναι οι παππούδες της

Η κυβέρνησή μας το ξέρει και κατάλληλα επενδύει!

Το μέλλον της Κύπρου είναι οι παππούδες της
Επιδοτείστε και τα βιντεοκλαμπάδικα, τα DVDάδικα και τα δισκάδικα, μπορείτε!

Γράφει ο Πάρις Δημητριάδης, αρχισυντάκτης της AVANTGARDE

Η κυπριακή κυβέρνηση φίλοι μου, επειδή θέλει και επειδή μπορεί, ανακοίνωσε τις προάλλες μέσω του Γραφείου Τύπου και Πληροφοριών aka P.I.O πως επιδοτούνται με 67 χιλιάδες ευρώ ανά έτος έντυπες εφημερίδες του τόπου.

Αυτές που, ανάμεσα σ’ άλλα κριτήρια και που αν ψήνεσαι μπορείς να τα διαβάσεις μαζεμένα εδώ, έχουν «πρωτογενή αρθρογραφία».

Η έντυπη δηλαδή μορφή του Πολίτη, του Φιλελευθέρου, της Χαραυγής, της Σημερινής και της Αλήθειας ενδεχομένως και μερικών άλλων ασημοτέρων, με άλλα λόγια οι εφημερίδες που διαβάζονται απ’ τα πολυπληθή και ατίθασα νιάτα αναγνωστών άνω των εξήντα με εβδομήντα ετών, θα παίρνουν κάθε χρόνο μερικές αρκετές χιλιάδες κρατικό ρευστό για «ενίσχυση του δημοκρατικού διαλόγου», «διασφάλιση της ποιότητας της πληροφόρησης» και «διατήρηση της πολυφωνίας», μεταξύ άλλων εύηχων και «εκσυγχρονιστικών».

Μόνο online μέσα σαν κι εμάς, ψιλά γραμματάκια φίλοι μου, σιγά μη λογιόμαστε εμείς «σοβαρές εφημερίδες» που έχουμε πρωτογενή θέματα και που χρειαζόμαστε βοήθεια, ποιο Information Age, εποχή του διαδικτύου και πράσινα Unicorns που πολύχρωμα τρέχουν στα λιβάδια.

Στους παππούδες αναγνώστες βρίσκεται το μέλλον, εκεί πρέπει να επενδύσουμε! Πηγή © Georgina Cranston, The Cyprus Insider

Αναντίλεκτα, όταν βασικά επιδόματα για ευάλωτες ομάδες πληθυσμού παραμένουν ακρωτηριασμένα ή και εντελώς κομμένα και το όλο κράτος προνοίας μας Σουηδία σίγουρα δεν το λες, μια τέτοια ξαφνική επιδότηση σε ιδιωτικές επιχειρήσεις λίγους μήνες πριν τις εκλογές, μερικές υποψίες η αλήθεια είναι πως τις κινεί. Το ότι βέβαια η οποιαδήποτε μιντιακή εύνοια θα επηρεάσει, εάν επηρεάσει, μόνο τους παππούδες ψηφοφόρους, ας τ’ αφήσουμε καλύτερα να το πάρει το ποτάμι.

Όπως διαβάζουμε και διόλου τυχαίο εικάζουμε πως δεν είναι με το παραπάνω, «σε κάθε προεκλογική αναμέτρηση βγαίνουν απ’ τα κρατικά ταμεία γύρω στις 300.000 ευρώ για να καλυφθούν τα έξοδα τυπώματος και διανομής των εκλογικών καταλόγων στις έντυπες εφημερίδες. Πρόκειται για τον κατάλογο που μας ενημερώνει για το πού μπορούμε να ψηφίσουμε και που τον βρίσκει κανείς στο διαδίκτυο ή στέλνοντας sms… Παρ’ όλ’ αυτά τυπώνεται σε κάθε εκλογική αναμέτρηση σε ειδικά ένθετα των εφημερίδων».

Με αφορμή σχόλια θιγμένων Κύπριων ακτιβιστών του πληκτρολογίου κάτω από ειδήσεις και ειδησούλες, διάβασε επίσης ΑΣ ΜΙΛΗΣΟΥΜΕ ΕΙΛΙΚΡΙΝΑ ΦΙΛΕ ΑΝΑΓΝΩΣΤΗ

Την ίδια ώρα ωστόσο, και επειδή αν δεν παινέψεις το σπίτι σου και θα πέσει και θα σε πλακώσει, ως άτομο που δουλεύω τα τελευταία λίγα χρόνια στη διαδικτυακή μόνο δημοσιογραφία, με τον τελευταίο ενάμιση χρόνο να απασχολούμαι σε μια νέα εταιρεία, την Digital Tree e-Publishers, με δυναμική μεγάλη και με ανθρώπους νέους σε ηλικία και μυαλό -οι οποίοι ενθάρρυνση χρειάζονται και όχι αποθάρρυνση- πιστεύω πως πέρα απ' τ' ότι είναι ετεροχρονισμένη, εκτός τόπου και χρόνου και αστεία, η κυβερνητική αυτή απόφαση είναι και αρκετά άδικη.

Ποτέ των ποτών δεν θα υποτιμούσα το λειτούργημα των καλών εντύπων εφημερίδων και τη συχνά άριστη δουλειά που γίνεται από συναδέλφους σ’ αυτές. Ως βιτσιόζος άλλωστε γραφιάς, αγαπώ τη μυρωδιά του χαρτιού όσο λίγοι, τη σνιφάρω κυριολεκτικά και συχνά και πιστεύω με πάθος πως η έντυπη δημοσιογραφία ούτε πρέπει, ούτε και θα πεθάνει. Αλλάζει όμως μορφή και σαφώς δεν με περίμενες εμένα να στο πω αυτό.

Στο λέει η τάση σε ολόκληρη την υφήλιο, στο λένε περίφημα μπράντς όπως ο βρετανικός Independent που σταμάτησαν να τυπώνουν, στο λέει η κοινή λογική και η δική σου καθημερινότητα, που τώρα ένα σάιτ είναι που διαβάζεις και που αμφιβάλλω με αυτοπεποίθηση πως σήμερα το πρωί κατέβηκες στο περίπτερο της γειτονιάς ν’ αγοράσεις έντυπη εφημερίδα.

Ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά στην καθημερινή ειδησεογραφία, ας πάψουμε να στρουθοκαμηλίζουμε, είναι πια εντάξει. Πέρα απ’ τους παππούδες, ποιος θα αγοράσει καθημερινή πρωί έντυπη εφημερίδα; Seriously; Πολύ σύντομα ούτε και οι παππούδες. Η έντυπη δημοσιογραφία οφείλει να αλλάξει μορφή και να μετεξελιχθεί ενδεχομένως σε εβδομαδιαίες εφημερίδες με αναλύσεις, αφιερώματα και απόψεις. Όχι με τη μετάδοση της είδησης που μέχρι το πρωί έχει μπαγιατέψει και βγάλει και μούχλα, αφού ήδη παίχτηκε εκατό και πλέον φορές στα ιντερνετικά πόρταλ. Πράγμα που αν μιλήσουμε ξεκάθαρα, ειλικρινά και μ’ αριθμούς, προϋποθέτει μείωση του μπάτζετ της και όχι αύξηση.

Αύξηση του μπάτζετ και της ποιότητας τους χρειάζονται χθες, άμεσα και για αρκετά ουσιαστικότερους λόγους, όλα σχεδόν τα διαδικτυακά μέσα. Χωρίς αμφισβήτηση, το επίπεδο της διαδικτυακής δημοσιογραφίας, στο νησί μας τουλάχιστον για το οποίο και ο λόγος, είναι σίγουρα, πολύ συχνά και Pardon my French, για τον «πέουλοζ». Είναι καρκίνωμα για το επάγγελμά μας, είναι καρκίνωμα για την κοινωνία και την πολιτεία ευρύτερα.

Στη «μετά-την-αλήθεια» και «κουλτούρα του ψέματος» όμως εποχή, των fake news, του Τραμπ, της Λεπέν, της Χρυσής Αυγής και των τρομοκρατικών σε Ανατολή και Δύση, η trashila του ίντερνετ όχι μόνο δεν δικαιολογεί την αλλού γι’ αλλού στήριξη στις έντυπες μόνο εφημερίδες αλλά αντίθετα υποδεικνύει πως vice versa θα έπρεπε να δινόταν η βοήθεια αυτή. Γιατί χωρίς trashila με τη σέσουλα η ανοησία δεν θα μετατρεπόταν σε κυρίαρχη διεθνώς ιδεολογική τάση, με πορτοκαλένιους στα ηνία του πλανήτη. Σε αντίθεση με την υπό εξέταση απόφαση της κυβέρνησης Νίκαρου, τα πράγματα εδώ δεν είναι καθόλου αστεία.

Αν και σύμφωνα με στατιστικές, οι ταμπλόιντ ειδήσεις ήταν και πριν την εποχή του ίντερνετ οι πιο δημοφιλείς, πέρα απ’ το να κράζουμε ως επαναστατική και ηθικιστική ιντελιγκέντσια τους «ανεπαρκείς δημοσιογράφους» των σάιτ για την κακή τους δουλειά, θα’ ταν ίσως καλό να διερωτηθούμε σε τι συνθήκες και με τι καθημερινές απαιτήσεις δουλεύουν. Πόσα άτομα, για παράδειγμα, δουλεύουν σ’ ένα αχόρταγο ειδησεογραφικό σάιτ, -που στο τέλος της κάθε μέρας μόνο τα νούμερα είναι που μετρούν, άφησες ή δεν άφησες εσύ σκουπίδι δημοσιογράφε κομμάτια απ’ τη ψυχή σου σ’ ένα θέμα-, πώς μπορούν αυτά τα σάιτ να επιβιώνουν και κατ’ επέκταση πώς μπορείς εσύ, «ποιοτικής δημοσιογραφίας» απαιτητικέ αναγνώστη, να διαβάζεις αυτά που επιθυμείς.

Έχοντας συνεπώς υπόψη τα μη συγκρίσιμα ποσοστά των αναγνωστών στο διαδίκτυο και στα έντυπα αντίστοιχα, γίνεται σαφές πως η ανάγκη για ποιοτικότερη online δημοσιογραφία είναι πιο επίκαιρη από ποτέ. Κάτι που δεν θέλει μόνο ταλαντούχους υπαλλήλους. Θέλει και λεφτά. Όπως εύστοχα ειπώθηκε από πρώην συντάκτη της Guardian, μια μεγάλη ειρωνεία με την οποία είμαστε αντιμέτωποι στην εποχή μας είναι πως ενώ οι δημοσιογράφοι βιώνουν τα μεγαλύτερα ποσοστά αναγνωσιμότητας που είχαν ποτέ, ταυτόχρονα βιώνουν και τις μεγαλύτερες δυσκολίες για επιβίωσή τους.

Ανοησία ανέκαθεν υπήρχε στον κόσμο. Τώρα όμως είναι η πρώτη φορά που μέσω του ασύδοτου και όχι πάντοτε θετικά αφιλτράριστου ίντερνετ εκπροσώποι της αποκτούν το πρώτο χέρι. Με το να στηρίζουμε τη δημοσιογραφία που πέθανε και να υποτιμούμε εκείνη που είναι η μόνη που μπορεί τα πράγματα ν’ αλλάξει, δίκαιο και σοφό δεν το λες. Ειρήσθω εν παρόδω αυτό δεν αφορά μόνο στην οποιαδήποτε, μοδέρνα μας ή μη, κυβέρνηση. Όλους μας αφορά και όλους μας επηρεάζει.

Loader