Ραντεβού στο «Cafe Americain»

Ραντεβού στο «Cafe Americain»

H σεφ Κωνσταντίνα Ιωάννου είναι ένας αυτοδημιούργητος άνθρωπος, που παλεύει σκληρά για να κάνει τα όνειρά της πραγματικότητα

Ραντεβού στο «Cafe Americain»

Στο προφίλ σου στο Facebook, έχεις αναρτήσει ένα βίντεο μ΄ένα μικρό κορίτσι να μαγειρεύει. Να υποθέσω ότι κι εσύ, έτσι ήσουν ως παιδί; Σωστά θα υποθέσεις. Τα καλοκαίρια που μαζευόμασταν όλα τα ξαδέλφια, εκείνα έπαιζαν στην αυλή κι εγώ βρισκόμουν στο πλευρό της θείας μου και της μαμάς μου, στην κουζίνα. Ποτέ δεν είχα στο μυαλό μου, όμως, πως θα γινόμουν σεφ. Απλώς, μου άρεσε να φτιάχνω γλυκά και σούπες.

Βοηθούσες, δηλαδή, τη μητέρα σου στην κουζίνα; Βασικά τής χάλαγα τις συνταγές, το ίδιο και της γιαγιάς μου, που με κυνηγούσε ξοπίσω όταν πείραζα τις δίπλες που έφτιαχνε (γέλια).

Σε ποιο μέρος της Ελλάδας μεγάλωσες; Στο Λεοντάρι, ένα μικρό χωριό έξω από τη Θήβα.

Ποιες είναι οι πιο έντονες μυρωδιές που έχεις από τότε; Ο πατέρας μου ήταν γεωργός. Οπότε, τα καλοκαίρια τα περνούσαμε στα χωράφια και βγάζαμε από τη γη πεπόνια, καρπούζια, ντομάτες, πιπεριές, πατάτες... Οι πιπεριές είχαν ένα εξαιρετικό άρωμα! Τις πατάτες με το που τις βγάζαμε, τις έπαιρνα στο σπίτι, τις καθάριζα και τις έριχνα στο τηγάνι, ενώ με τις ντομάτες έφτιαχνα σαλάτα.

Σε ποια ηλικία καταστάλαξε μέσα σου ότι θα γίνεις σεφ; Όταν μπήκα ήδη στη σχολή μαγείρων στην Κρήτη, μόλις αποφοίτησα από το Γυμνάσιο. Εμένα σκοπός μου ήταν να εργαστώ στη στρατονομία. Ως αθλήτρια καράτε είχα κερδίσει ορισμένα μετάλλια από αγώνες και μπορούσα να το πράξω. Λόγω του νεαρού της ηλικίας μου, με συμβούλεψαν να φοιτήσω πρώτα σε μια σχολή, για να αποκτήσω ειδικότητα.

Να μην τολμήσω, δηλαδή, να παραπονεθώ αν έρθω για φαγητό… Άστο καλύτερα. Ξέρω καράτε, κρατώ και μαχαίρια (γέλια)!

Οι περισσότεροι επιχειρηματίες δεν αντιλαμβάνονται πως αν δεν δώσεις, δεν θα πάρεις. Αν σταματήσεις να δημιουργείς, σταματάς και να προχωράς

Γιατί ήθελες να υπηρετήσεις στον στρατό; Για να φύγω από το χωριό και να έχω μια μόνιμη δουλειά, με σταθερό μισθό. Σε όλα τα χωριά, ένεκα της αβεβαιότητας που έχει το επάγγελμα του γεωργού, τα παιδιά μεγαλώνουν με την ίδια νοοτροπία. Αν η σοδειά απ΄τα χωράφια ήταν καλή, είχαμε να φάμε και να περάσουμε τη χρονιά, διαφορετικά ήταν δύσκολα τα πράγματα. Παρά τη φτώχεια, όμως, μεγάλωσα όμορφα, με πολύ αγάπη.

Οπότε, στη σχολή συνειδητοποίησες ότι είχες κλίση στη μαγειρική; Για την ακρίβεια, στη διάρκεια του δεύτερου έτους και αυτό χάρη στον καθηγητή μου, Κώστα Ντερέκα. Ξαφνικά, αντιλήφθηκα ότι μου άρεσε κι έκτοτε δεν σκέφτηκα να αλλάξω επάγγελμα. Τη στρατονομία την είχα ξεχάσει.

Ο δρόμος μετά πού σε έβγαλε; Στην ηλικία των 17 ετών, κατέβηκα στην Αθήνα, καθώς οι καθηγητές μου απ’ τη σχολή με είχαν συστήσει για να εργαστώ σε διάφορους χώρους εστίασης.

Από τόσο μικρή, βρέθηκες στη ζούγκλα της Αθήνας; Δεν μου φάνηκε σαν ζούγκλα. Για μένα, ήταν μια συναρπαστική περιπέτεια. Άλλωστε, χρειάστηκε να αρχίσω δουλειά απ’ το δεύτερο έτος της σχολής για να μπορώ να πληρώνω το ενοίκιο. Στα 22 μου, πήγα στην Αίγυπτο για δουλειά, ενώ εργάστηκα στη Γερμανία και τη Γαλλία.

Και το 2008, ήρθες στην Κύπρο. Ακριβώς. Προηγουμένως, εργαζόμουν σ΄ένα ξενοδοχείο στην Κεφαλονιά κι ένας φίλος με ενημέρωσε πως έψαχναν για σεφ σ΄ένα μαγαζί εδώ.

Έξι χρόνια αργότερα, όμως, αποφάσισες να φύγεις. Ήταν μια εποχή που αισθανόμουν να μου λείπουν έντονα οι φίλοι μου. Με την επιστροφή μου στην Αθήνα, τα πράγματα ήταν πολύ διαφορετικά απ’ ό,τι τα θυμόμουν. Συνειδητοποίησα ότι τόσο εγώ, όσο και οι φίλοι μου, είχαμε μεγαλώσει. Εκείνοι είχαν αποκτήσει οικογένεια και δεν υπήρχε χρόνος να βγαίνουμε έξω, όπως παλιά. Από την άλλη, οι δικές μου ανάγκες είχαν διαφοροποιηθεί με το πέρασμα των χρόνων. Παράλληλα, είχα δημιουργήσει μια εταιρεία που προσέφερε υπηρεσίες consultant και παρατηρούσα πως δεν με σύμφερε σε οικονομικό επίπεδο με όλους εκείνους τους φόρους που χρειαζόταν να καταβάλλω προς το κράτος. Έτσι, έφυγα για τη Γαλλία, όπου παρακολούθησα μια σειρά σεμιναρίων και ύστερα επέστρεψα στην Κύπρο.

Δεν ήξερα τι θα αντιμετώπιζα. Είναι εντελώς διαφορετικό να μιλάς με τους προμηθευτές ως σεφ, από το να έχεις να τρέξεις τα διαδικαστικά με τις δημόσιες υπηρεσίες, να βγάλεις το μενού και γενικότερα να τα συντονίσεις όλα

Απ’ ό,τι βλέπω, έφερες μαζί και την αδελφή σου. Χρειαζόμουν έναν δικό μου άνθρωπο στο μαγαζί, παρόλο που η ίδια δεν έχει καμία σχέση με το δικό μου αντικείμενο. Ήθελα παρέα, κιόλας. Πρέπει να σου πω, ότι όταν έφυγα, είχα πει πως δεν θα επέστρεφα ξανά. Δεν είχα συνειδητοποιήσει πόσο γρήγορα πέρασαν τα χρόνια και πόσο όμορφα είχα περάσει στην Κύπρο. Η Λευκωσία είναι η πόλη που έχω ζήσει τα περισσότερα χρόνια της ζωής μου. Κατάλαβα πως έκανα μεγάλο λάθος που έφυγα. Έχω ταξιδέψει κι έχω ζήσει σε διάφορα μέρη στο εξωτερικό, αλλά μου αρέσει η Λευκωσία. Οι αποστάσεις είναι μικρές, ενώ παράλληλα προσφέρει πολλές διαφορετικές δυνατότητες.

Τον πρώτο καιρό που ήρθες στην Κύπρο, ποια πιάτα και ποια υλικά σε εντυπωσίασαν; Θυμάμαι που είχα πάει στη λαϊκή αγορά και είδα για πρώτη φορά το κολοκάσι. Όταν διαπίστωσα με πόσους διαφορετικούς τρόπους μπορούσα να το επεξεργαστώ, ενθουσιάστηκα. Επίσης, μου αρέσει πολύ η κολούμπρα.

Ωραίες οι βόλτες στη λαϊκή αγορά. Προσωπικά τις απολαμβάνω ιδιαίτερα, καθώς έρχομαι σε επαφή με αγνούς ανθρώπους -κι εγώ, άλλωστε, προέρχομαι από μια αγροτική οικογένεια- που με έχουν μάθει πολλά. Μου έχω δώσει συνταγές, ενώ με έχουν φιλοξενήσει στα σπίτια τους και είδα πώς φτιάχνεται η αναρή και το χαλούμι.

Μεγάλο βήμα να ανοίγεις ένα μαγαζί. Όταν δουλεύεις για χρόνια σε εστιατόρια άλλων, αναπόφευκτα θέλεις να δημιουργήσεις ένα δικό σου; Μεγαλώνω. Είτε θα έκανα στα 35 μου αυτό το βήμα, είτε δεν θα το έκανα ποτέ. Νομίζω πως αυτή είναι μια ανάγκη που δημιουργείται, κάποια στιγμή, σε όλους τους σεφ. Έστω και αν τα «όχι» που ακούς από τον ιδιοκτήτη ενός μαγαζιού, είναι πολύ λιγότερα από τα «ναι», ένας σεφ θέλεις να είναι ελεύθερος να δημιουργεί.

Άλλο όμως να δουλεύεις σ’ ένα μαγαζί και άλλο να είσαι η ιδιοκτήτρια. Μεγάλο το φορτίο; Είναι πάρα πολύ δύσκολο. Δεν ήξερα τι θα αντιμετώπιζα. Είναι εντελώς διαφορετικό να μιλάς με τους προμηθευτές ως σεφ, από το να έχεις να τρέξεις τα διαδικαστικά με τις δημόσιες υπηρεσίες, να βγάλεις το μενού και γενικότερα να τα συντονίσεις όλα. Δεν κοιμάμαι (γέλια).

Κάθε χώρος έχει τη δική του ταυτότητα, αρκεί να είσαι σε θέση να τον αφουγκραστείς. Εκεί που ήμασταν εξουθενωμένοι -είχαν περάσει 30 μέρες και δεν είχαμε καταλήξει στο τι θα κάναμε- καθίσαμε να δούμε μια παλιά ταινία. Πέσαμε πάνω στο «Casablanca». Μαγικό έργο! Αγαπημένο. Και ξαφνικά, είδαμε μπροστά μας το «Cafe Americain» του Rick. Αμέσως, είπαμε πως αυτό θέλαμε να κάνουμε

Πώς συνυπάρχει η δημιουργικότητα ενός σεφ με την αυστηρότητα ενός επιχειρηματία; Διότι όταν φτιάχνεις ένα πιάτο, πρέπει να αναλογιστείς και το κόστος. Οι περισσότεροι επιχειρηματίες δεν αντιλαμβάνονται πως αν δεν δώσεις, δεν θα πάρεις. Αν σταματήσεις να δημιουργείς, σταματάς και να προχωράς. Πάντα έπρεπε να υπολογίζω το κόστος ενός πιάτου. Για μένα, η δυσκολία έγκειται στο διαχειριστικό κομμάτι, γιατί πλέον έχω να ασχοληθώ με πράγματα που προηγουμένως έκανε κάποιος άλλος. Σιγά - σιγά, βρίσκω τις ισορροπίες.

Γιατί το ονόμασες ; Μεγάλη ιστορία. Μόλις περάσαμε την πόρτα του μαγαζιού, το πρώτο πράγμα που ήρθε στο μυαλό εμένα και του Μιχάλη Μέλιου -του συνεργάτη μου- ήταν να φτιάξουμε ένα αμερικάνικο diner. Δεν μας έβγαινε, όμως, για διάφορους λόγους. Ύστερα, σκεφτήκαμε να επικεντρωθούμε στην Αμερική της δεκαετίας του 50΄. Ο ίδιος ο χώρος, όμως, δεν μας «άφηνε» να στήσουμε το συγκεκριμένο concept. Γιατί κάθε χώρος έχει τη δική του ταυτότητα, αρκεί να είσαι σε θέση να τον αφουγκραστείς. Εκεί που ήμασταν εξουθενωμένοι -είχαν περάσει 30 μέρες και δεν είχαμε καταλήξει στο τι θα κάναμε- καθίσαμε να δούμε μια παλιά ταινία. Πέσαμε πάνω στο «Casablanca». Μαγικό έργο! Αγαπημένο. Και ξαφνικά, είδαμε μπροστά μας το «Cafe Americain» του Rick. Αμέσως είπαμε και οι δυο πως αυτό θέλαμε να κάνουμε. Έναν χώρο για όλες τις ώρες, που θα συνδυάζει μεταξύ τους πολλά διαφορετικά πράγματα. Το συγκεκριμένο concept ταίριαζε ιδανικά με το μαγαζί μας. Το «Cafe Americain», μάλιστα, ήταν σε νησί, όπως και το δικό μας. Όλα έδεσαν απόλυτα.

Πώς καταφέρνεις να κρατάς την ισορροπία, αφού εκτός από σεφ, είσαι ταυτόχρονα και η οικοδέσποινα; Πάντα έβγαινα από την κουζίνα, εξ ου και δημιούργησα τις φιλίες που έχω, μιας και λόγω δουλειάς δεν έχω προσωπικό χρόνο. Αυτό με βοηθά να μαθαίνω τι αρέσει στους πελάτες μου. Μόλις ακούσω ότι κάποιος έχει παράπονο, θα βγω από την κουζίνα και θα συνομιλήσω μαζί του. Όταν ξαναέρθει, ο σερβιτόρος θα με ενημερώσει σχετικά και θα φροντίσω να μην συμβεί το ίδιο λάθος. Θυμάμαι τα πάντα.

Έχεις δώσει ένα χρονοδιάγραμμα στον εαυτό σου μέχρι πότε το «Cafe Americain» θα πρέπει να ανταποκριθεί στους στόχους του; Καλώς εχόντων των πραγμάτων, θα ήθελα μέσα στα επόμενα δυο χρόνια να καλύψουμε τα έξοδα μας, καθώς κάναμε πλήρη ανακαίνιση του χώρου. Εκείνο, όμως, που με ενδιαφέρει είναι να καταφέρουμε μέσα στη δεκαετία να γίνει στέκι. Να αποκτήσει τους δικούς του θαμώνες και να γίνει σημείο συνάντησης στη Λευκωσία. Είναι ένας χώρος που προσφέρεται για όλες τις ηλικίες. Θέλω όσοι έρχονται να αισθάνονται οικεία. Να λένε: «Θα πάμε στης Κωνσταντίνας». Να έρθει ο άλλος να πιει τον καφέ του, να φάει το γλυκό του, να ακούσει τζαζ μουσική και να αποχωρήσει. Θέλω να έχω επαφή με τον κόσμο και όλοι οι πελάτες να γίνουν μια μεγάλη παρέα. Δημιουργήσαμε ένα μαγαζί με βάση τα δικά μας δεδομένα και όχι με επιχειρηματικά κριτήρια. Θέλουμε στο «Cafe Americain» να γίνεται κάθε φορά ένα μεγάλο πάρτι!

Loader