Νίκος Σαμψών: Πρόεδρος για 8 ημέρες

Νίκος Σαμψών: Πρόεδρος για 8 ημέρες

Νίκος Σαμψών: Πρόεδρος για 8 ημέρες

Επιμέλεια: Σκεύη Πελεκάνου

Υπήρξε διορισμένος πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας από τους Ελλαδίτες Πραξικοπηματίες της 15ης Ιουλίου 1974, όταν αυτοί ανέτρεψαν τον νόμιμα εκλεγμένο Πρόεδρο Μακάριο. Η θητεία του διήρκησε μόλις 8 ημέρες (15 Ιουλίου- 23 Ιουλίου 1974).

Ο Νίκος Γεωργιάδης, γνωστός με το ψευδώνυμο «Σαμψών» γεννήθηκε στις 16 Δεκεμβρίου του 1935 στη Λευκωσία. Ήταν παντρεμένος με τη Βέρα Φεσσά με την οποία απέκτησε δύο παιδιά, έναν γιο και μια κόρη.

Εργάστηκε σε νεαρή ηλικία σε διάφορες εφημερίδες, όπως ο «Φιλελεύθερος», «H Αλήθεια», η «Cyprus Mail» και οι «Times Of Cyprus». Παράλληλα εντάχθηκε στον ενωτικό, απελευθερωτικό και αντιαποικιακό αγώνα της ΕΟΚΑ καταγράφοντας ιδιαίτερα έντονη δράση κατά τη διάρκεια του 1956.

Το όνομα του συνδέεται με τη δημιουργία του λεγομένου «μιλίου του θανάτου», στην οδό Λήδρας στην παλιά Λευκωσία. Εκεί εκτέλεσε αρκετούς Βρετανούς στρατιώτες στο πλαίσιο δράσης του στην ΕΟΚΑ. Ο Σαμψών μεταξύ άλλων διακρίθηκε για την απελευθέρωση των Αργύρη Καραδήμα και Παναγιώτη Γεωργίου στο Γενικό Νοσοκομείο Λευκωσίας στις 15 Αυγούστου 1956, για τη συμμετοχή του στην αιματηρή συμπλοκή την 31η Αυγούστου 1956 στο ίδιο νοσοκομείο με αποτέλεσμα την απελευθέρωση του Πολύκαρπου Γιωρκάτζη, για την εκτέλεση του λοχαγού Ουίλσον (υπεύθυνου του Βρετανικού Στρατιωτικού Νοσοκομείου Λευκωσίας και εξάδελφου της συζύγου του κυβερνήτη Χάρντινγκ) την 21η Σεπτεμβρίου 1956, την εκτέλεση λίγες ημέρες αργότερα δύο Βρετανών υπαξιωματικών της αστυνομίας στην οδό Λήδρας. Μελανό σημείο της δράσης του απετέλεσε η εκτέλεση του Βρετανού δημοσιογράφου Μακ Ντόναλντ, πράξη για την οποία επικρίθηκε και από την ηγεσία της ΕΟΚΑ.

Συλλαμβάνεται για τη δράση του στις 30 Ιανουαρίου 1957 έπειτα από προδοσία. Βασανίζεται φρικτά και καταδικάζεται δις εις θάνατον. Σύντομα όμως η ποινή του μετατράπηκε σε ισόβια κάθειρξη και απελάθηκε στις φυλακές της Μ. Βρετανίας για να εκτίσει την ποινή του. Μετά την ανακήρυξη της Κύπρου σε ανεξάρτητο κράτος το 1960 του χορηγήθηκε γενική αμνηστία να επιστρέψει στην Κύπρο αφού πρώτα παρέμεινε στην Αθήνα μαζί με άλλους κρατούμενους αγωνιστές της ΕΟΚΑ.

Λίγο μετά την επιστροφή του, ο Σαμψών προβαίνει στην έκδοση της εφημερίδας «Μάχη», η κυκλοφορία της οποίας χαιρετίζεται μεταξύ άλλων και από τους Μακάριο και Γρίβα. Από την αρθρογραφία του φαινόταν ένθερμος υποστηρικτής του Μακαρίου, καθώς η εφημερίδα διακρινόταν για το έντονο αντιβρετανικό, αντιαμερικανικό και αντινατοϊκό της ύφος.

Παράλληλα, το 1962 δημιούργησε τη δική του ένοπλη παραστρατιωτική ομάδα έπειτα από έγκριση του Μακαρίου που αποτελούνταν από 60 άνδρες. Η ομάδα του ανάλαβε να “καθαρίσει” την Ομορφίτα, προάστιο της Λευκωσίας, που κατοικούνταν κυρίως από Τουρκοκυπρίους και να καταλάβει τις αντίπαλες θέσεις. H δράση του αποσπάσματος του Σαμψών στην Ομορφίτα και η καθοριστική συμβολή του στην έκβαση της μάχης είχε ως αποτέλεσμα την αποθέωση του ιδίου και των ανδρών του από τον ελλαδικό και κυπριακό τύπο. Αντιθέτως, λόγω των ιδίων γεγονότων, ο Σαμψών εξελίχθηκε σε μισητή προσωπικότητα για τους Τούρκους, που του απέδωσαν το προσωνύμιο “ο χασάπης της Ομορφίτας”.

Η εφημερίδα «Μάχη» από το 1967 και μετά υιοθετεί φιλοχουντική στάση και ο Σαμψών αρχίζει να μάχεται τον Μακάριο. Το 1969 εμπλέκεται ενεργά στην πολιτική ως συναρχηγός της φιλομακαριακής Προοδευτικής Παρατάξεως. Κατά την περίοδο 1969 - 1970 διατελεί πρόεδρος του κόμματος, ενώ το 1970 εκλέγεται βουλευτής στη Βουλή των Αντιπροσώπων στις γενικές εκλογές όντας πρώτος σε προτιμήσεις ψήφου στην επαρχία Αμμοχώστου. Από το 1973 όμως αρχίζει να συγκλίνει προς τη γριβική παράταξη με αποτέλεσμα την ανεξαρτητοποίησή του το 1974.

Ο Σαμψών ήταν γνωστός στα ελληνικά πολιτικά δρώμενα της προ-πραξικοπηματικής περιόδου. Υπήρξε βασικός μάρτυρας κατηγορίας εναντίον των δημοκρατικών αξιωματικών στην υπόθεση ΑΣΠΙΔΑ. Στη δίκη υποστήριξε ότι δεν θυμόταν τι έγραφε στις εφημερίδας που διεύθυνε. Η κατάθεσή του τον έκανε περίγελο της Ευρώπης, καθώς αποδείχτηκε τελικά η ψευδομαρτυρία του, ύστερα από τις συνεχείς ερωτήσεις του συνηγόρου υπεράσπισης, Νικηφόρου Μανδηλαρά. Επίσης, δημοσίευμα της αμερικανικής εφημερίδας «Washington Post» υποστήριζε τότε ότι ο Σαμψών ήταν όργανο της CIA από τις αρχές της δεκαετίας του 1960. Ο ίδιος βέβαια σε συνέντευξή του το 1974 το αρνήθηκε κατηγορηματικά.

Στις 15 Ιουλίου 1974, όταν ξέσπασε στην Κύπρο το πραξικόπημα της αθηναϊκής χούντας και ανέτρεψε τον Μακάριο, οι πραξικοπηματίες πρότειναν τον Σαμψών να αναλάβει την προεδρία της Κύπρου. Η επιλογή δεν ήταν τυχαία, καθώς ο Σαμψών ήταν άνθρωπος της εμπιστοσύνης τους. Είχε αναπτύξει στενές επαφές με στελέχη της Χούντας των Αθηνών, με πράκτορες της ΚΥΠ, αλλά και με Ελλαδίτες αξιωματικούς που υπηρετούσαν στην Κύπρο.

Ο Σαμψών ορκίστηκε την ίδια ημέρα από τον Γεννάδιο και στη συνέχεια προχώρησε σε διάγγελμα προς τον λαό. Μεταξύ άλλων κατηγορούσε τον Μακάριο, δικαιολογούσε το πραξικόπημα ισχυριζόμενος ότι ο στρατός αναγκάστηκε να επέμβει λόγω εσωτερικών πολιτικών ανωμαλιών. Τόνισε επίσης ότι αναλάμβανε με ιδιαίτερη υπερηφάνεια τα νέα του καθήκοντα και πως στόχος του ήταν η αποκατάσταση του νόμου και της τάξεως.

Με την εκδήλωση της τουρκικής εισβολής φάνηκε ότι η επιβαλλόμενη από τις πραξικοπηματικές δυνάμεις, κυβέρνηση Σαμψών, δεν ενέπνεε την αξιοπιστία και την εμπιστοσύνη που θα χρειαζόταν σε περίοδο εθνικής κρίσης. Συγκεκριμένα, αρκετοί αρνήθηκαν να πάρουν τα όπλα ενώ άλλοι, κυρίως τις πρώτες ώρες, είδαν την εισβολή ως ευκαιρία για να καταρρεύσει η πραξικοπηματική κυβέρνηση. Έτσι ο Σαμψών αναγκάστηκε, υπό το βάρος των εξελίξεων, να παραιτηθεί στις 23 Ιουλίου και να παραδώσει την προεδρία στον πρόεδρο της Βουλής των Αντιπροσώπων, Γλαύκο Κληρίδη, ως νόμιμο αναπληρωτή μέχρι την επιστροφή του Μακάριου. Μετά την παραίτησή του, ο Σαμψών προχώρησε μέσω ραδιοφώνου σε νέο διάγγελμα προς τον κυπριακό λαό όπου αποκάλεσε την τουρκική εισβολή άνανδρη και ισχυρίστηκε πως ανέλαβε την προεδρία, όχι από προσωπική φιλοδοξία, αλλά για να αποτρέψει τον εμφύλιο και να ενώσει ψυχικά τον λαό.

Στις 16 Μαρτίου του 1976 ο Σαμψών συνελήφθη και οδηγήθηκε στο κακουργιοδικείο της Λευκωσίας. Το δικαστήριο τον έκρινε «ένοχο» για συνεργασία σε πολεμικές επιχειρήσεις εναντίον της Κυπριακής Δημοκρατίας, καθώς και για σφετερισμό του αξιώματος του προέδρου της δημοκρατίας κατά το διάστημα από τις 15 μέχρι και τις 23 Ιουλίου του 1974. Του επιβλήθηκε εικοσαετής ποινή φυλάκισης. Περίπου τρία χρόνια αργότερα, στις 21 Απριλίου του 1979, με διάταγμα του τότε προέδρου της κυπριακής δημοκρατίας, Σπύρου Κυπριανού, πραγματοποιήθηκε προσωρινή αναστολή της ποινής του Σαμψών για λόγους υγείας. Αμέσως τον μετέφεραν σε κλινική στο εξωτερικό για θεραπεία. Μετά το τέλος της θεραπείας του, ο πρόεδρος της Δημοκρατίας τον κάλεσε να επιστρέψει στην Κύπρο και να εκτίσει το υπόλοιπο της ποινής του. Στις 6 Σεπτεμβρίου του 1991, το Ανώτατο Δικαστήριο αποφάσισε την αποφυλάκιση του, οπότε και επέστρεψε στον δημοσιογραφικό χώρο συνεχίζοντας την έκδοση των εφημερίδων του.

Το 2001 σε ηλικία 66 ετών έχασε την μάχη με τον καρκίνο, αφήνοντας την τελευταία του πνοή.

Loader