Διεθνής Έρευνα της Deloitte για το έτος 2018

Διεθνής Έρευνα της Deloitte για το έτος 2018

Οι διεθνείς τάσεις στον Τομέα Διαχείρισης και Ανάπτυξης Ανθρώπινου Δυναμικού

Διεθνής Έρευνα της Deloitte για το έτος 2018

Το 73% των ερωτηθέντων της ετήσιας έρευνας που διεξάγει η Deloitte σε διεθνές επίπεδο, δηλώνει ότι υπάρχει ανάγκη για περαιτέρω ενίσχυση της συνεργασίας μεταξύ των στελεχών της ανώτερης διευθυντικής ομάδας κάθε οργανισμού, με στόχο τη διαχείριση των σύγχρονων απαιτήσεων και προκλήσεων του τομέα ανθρώπινου δυναμικού.

Εν μέσω ανησυχιών για την αυτοματοποίηση στο χώρο εργασίας, την ανάγκη ανάπτυξης νέων δεξιοτήτων και ικανοτήτων, τη γήρανση του ανθρώπινου δυναμικού και τους περιορισμούς στην αγορά εργασίας, παρατηρείται έντονα η ανάγκη προσαρμογής των εργασιών των ανώτερων διευθυντικών στελεχών κάθε οργανισμού, με στόχο τη διαχείριση των νέων δεδομένων.

Αυτά είναι τα πιο σημαντικά θέματα που παρατίθενται και αναλύονται στην έρευνα που πραγματοποιεί η Deloitte για 6η συνεχή χρονιά και στην οποία καταγράφονται οι διεθνείς τάσεις στον τομέα Διαχείρισης και Ανάπτυξης Ανθρώπινου Δυναμικού -«Global Human Capital Trends». Στη φετινή έρευνα που έχει τίτλο «Ο ενισχυμένος ρόλος των οργανισμών ως Κοινωνικές Επιχειρήσεις» - «The Rise of the Social Enterprise», η Deloitte αναλύει, ανάμεσα σε άλλα, τις εναλλασσόμενες προσδοκίες των εργαζομένων, καθώς και τον ταχύτατο ρυθμό με τον οποίο η τεχνολογία διαμορφώνει τις προτεραιότητες ενός οργανισμού στα θέματα διαχείρισης ανθρώπινου δυναμικού.

Καθώς η κοινωνία έρχεται αντιμέτωπη με τεράστιες προκλήσεις, κυρίως σχετικά με τα δημογραφικά δεδομένα, αλλά και τεχνολογικές και κοινωνικές προκλήσεις, το ανθρώπινο δυναμικό αναμένει από τα μέλη της ανώτερης διεύθυνσης να αντιμετωπίσουν τις εν λόγω προκλήσεις, καλύπτοντας έτσι τυχόν ελλείψεις που υφίστανται. Τα αποτελέσματα της φετινής έρευνας στόχο έχουν να αφυπνίσουν τους οργανισμούς, καλώντας τους να κοιτάξουν πέραν από τα δεδομένα της δικής τους επιχείρησης και να επαναπροσδιορίσουν τον ευρύτερο τους ρόλο στην κοινωνία. Η ενεργή συμβολή των στελεχών της ανώτερης διεύθυνσης στην ενίσχυση της κοινωνικής επιχειρηματικότητας, συνιστά την ειδοποιό διαφορά των οργανισμών, οι οποίοι θα έχουν τη δυνατότητα να προσελκύσουν και να εργοδοτήσουν ταλέντα, να ενισχύσουν τα επίπεδα αφοσίωσης των πελατών τους και να διασφαλίσουν μια αειφόρο ανάπτυξη.

Η εν λόγω έρευνα, αποτελεί τη μεγαλύτερη στο είδος της που έχει πραγματοποιηθεί ποτέ, καθώς έλαβαν μέρος πέραν των 11,000 διευθυντικών στελεχών και στελεχών διαχείρισης ανθρώπινου δυναμικού σε διεθνές επίπεδο. Η συντριπτική πλειοψηφία των ερωτηθέντων, και συγκεκριμένα το 85%, θεωρεί ως πολύ σημαντική τάση την ανάγκη για αρμονική δια-τμηματική συνεργασία και ομαδικότητα ανάμεσα στα μέλη της ανώτερης διευθυντικής ομάδας, με απώτερο σκοπό την αντιμετώπιση πολύπλοκων και πολύπλευρων στρατηγικών θεμάτων. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της μελέτης, οι οργανισμοί στους οποίους τα διευθυντικά στελέχη συνεργάζονται εποικοδομητικά, έχουν κατά ένα τρίτο περισσότερες πιθανότητες να παρουσιάσουν 10% ανάπτυξη των εργασιών τους σε σχέση με οργανισμούς στους οποίους η ηγεσία δε συνεργάζεται αρμονικά. Παρά την εν λόγω αναγκαιότητα, το 73% των συμμετεχόντων ανέφερε ότι τα διευθυντικά τους στελέχη δε συνεργάζονται στη βάση των απαιτούμενων επιπέδων.

Καλύπτοντας το κενό στον τομέα κοινωνικής διαχείρισης των σύγχρονων επιχειρήσεων

Η ανάγκη για ενίσχυση της διαφάνειας και η γενικότερη πολιτική ευαισθητοποίησης έχουν ενισχύσει το ρόλο των επιχειρήσεων ως φορέων κοινωνικής αλλαγής. Συνεπώς, αναμένεται ολοένα και περισσότερο από τους οργανισμούς να δρουν προς το ευρύτερο όφελος της κοινωνίας, τόσο εξωτερικά δηλαδή προς τους πελάτες, όσο και εσωτερικά δηλαδή προς τους εργαζόμενους τους. Οι οργανισμοί με πραγματική κοινωνική επιχειρηματικότητα οφείλουν να υιοθετήσουν μια ολοκληρωμένη και συστηματική προσέγγιση, εγείροντας και προωθώντας κοινωνικοπολιτικά ζητήματα με στόχο τη διασφάλιση της εταιρικής εικόνας και της έμπρακτης συνάφειας τους προς τη σύγχρονη κοινωνία.

Καθώς η πίεση προς τις επιχειρήσεις ολοένα αυξάνεται ώστε να δρουν αποτελεσματικά και να εντοπίζουν λύσεις σε κοινωνικές προκλήσεις, η κοινωνική επιχειρηματικότητα επιβάλλεται να αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της ταυτότητας και της αποστολής κάθε σύγχρονου οργανισμού. Συγκεκριμένα, το 77% των ερωτηθέντων της έρευνας θεωρούν την κοινωνική επιχειρηματικότητα πολύ σημαντική. Σύμφωνα με την έρευνα «Millennial» που διεξήχθη πέρσι από τη Deloitte, η εν λόγω γενιά (δηλαδή η γενιά των ατόμων που έχει γεννηθεί μετά το 1982), έχει υψηλές προσδοκίες από τους οργανισμούς ως προς τις δράσεις τους σε θέματα Εταιρικής Κοινωνικής Ευθύνης. Ταυτόχρονα, το 76% των ερωτηθέντων θεωρεί πως οι σύγχρονες επιχειρήσεις έχουν τη δυνατότητα θετικής και ουσιαστικής παρέμβασης προς τα κοινωνικά δρώμενα. Παρά το συσχετισμό που προκύπτει ανάμεσα στον κοινωνικό αντίκτυπο και την οικονομική απόδοση των οργανισμών, μόνο το 18% των ερωτηθέντων θεωρούν την κοινωνική επιχειρηματικότητα ως ύψιστη προτεραιότητα στον καθορισμό της εταιρικής τους στρατηγικής. Το 34% των ερωτηθέντων προσφέρει και επενδύει ελάχιστα σε προγράμματα κοινωνικής επιχειρηματικότητας, ενώ το 22% των ερωτηθέντων δεν εστιάζει καθόλου σε αυτόν τον τομέα.

Παρατηρείται ότι η εταιρική επιχειρηματικότητα αποτελεί την πλέον στρατηγική προτεραιότητα για τα ανώτερα διευθυντικά στελέχη και έχει σημαντικό αντίκτυπο στα οικονομικά δεδομένα ενός οργανισμού. Δεν είναι απλό ένας οργανισμός να υιοθετεί δράσεις σε θέματα Εταιρικής Κοινωνικής Ευθύνης. Πρέπει ο κύριος σκοπός του οργανισμού, καθώς και οι αρχές που διέπουν τον τρόπο λειτουργίας του να συγκλίνουν. Τόσο οι πελάτες όσο και το προσωπικό τρέφουν μεγαλύτερη εκτίμηση προς οργανισμούς με ανεπτυγμένη κοινωνική συνείδηση.

Την ίδια ώρα, οι τάσεις του τομέα διαχείρισης ανθρώπινου δυναμικού, εφιστούν την προσοχή στη γήρανση του προσωπικού των οργανισμών σε διεθνές επίπεδο. Το αυξημένο προσδόκιμο ζωής εγείρει ερωτήματα σχετικά με τη διάρκεια της επαγγελματικής ζωής και τις επιπτώσεις στην οικονομία και την πολιτική των κρατών. Το 15% των ερωτηθέντων της έρευνας ανέφεραν ότι στον οργανισμό όπου εργάζονται, κυριαρχεί η εντύπωση ότι τα μεγαλύτερα σε ηλικία στελέχη αποτελούν εμπόδιο στην ανέλιξη των νεότερων και ταλαντούχων στελεχών. Παρά ταύτα, τo προσωπικό που διαθέτει περισσότερη εργασιακή εμπειρία, παραμένει ως μια αστείρευτη πηγή γνώσης που μπορεί να χρησιμοποιηθεί προς όφελος των κοινωνικών επιχειρήσεων.

Καθώς η κοινωνία παρακολουθεί συνεχώς τις εξελίξεις σε σχέση με τον τρόπο που οι οργανισμοί αντιμετωπίζουν το προσωπικό τους, η αντιμετώπιση του εναλλακτικού ανθρώπινου δυναμικού αποτελεί επίκεντρο πολλών συζητήσεων. Μέχρι το 2020, το 37% των οργανισμών αναμένουν την αύξηση εργοδότησης συμβασιούχων, το 23% αύξηση στους ελεύθερους επαγγελματίες και το 13% αύξηση στο προσωρινό προσωπικό. Παρά την αναμενόμενη αυτή αύξηση, μόνο 16% των συμμετεχόντων δηλώνουν ότι έχουν εισαγάγει πολιτικές και πρακτικές για αποτελεσματική διαχείριση των διαφορετικών κατηγοριών εργοδότησης. Ως εκ τούτου, είναι πολύ σημαντικό να εφαρμοστούν με επιτυχία εναλλακτικές στρατηγικές εργοδότησης, καθώς και διαχείρισης και ανάπτυξης ανθρώπινου δυναμικού, αφού θα έχουν ουσιαστικό αντίκτυπο στη φήμη του οργανισμού ως εργοδότης προτίμησης, καθώς και στη γενικότερη του εικόνα προς την κοινωνία.

Προσέγγιση σε θέματα θέσεων εργασίας και επαγγελματικής ανέλιξης

Τα τελευταία χρόνια, οι οργανισμοί εστίασαν στις επιπτώσεις της διείσδυσης του αυτοματισμού στο χώρο εργασίας. Η έρευνα της Deloitte καταδεικνύει ότι περισσότεροι από 4 στους 10 οργανισμούς πιστεύουν ότι ο αυτοματισμός θα έχει τεράστια επίπτωση στις διαθέσιμες θέσεις εργασίας, ενώ 61% επανασχεδιάζουν τις περιγραφές των εν λόγω θέσεων εργασίας με γνώμονα την Τεχνητή Νοημοσύνη - Artificial Intelligence και τη ρομποτική. Το εν λόγω επιβεβαιώνεται καθώς το 72% των διευθυντών ανθρωπίνου δυναμικού και επιχειρήσεων που συμμετείχαν στην έρευνα, θεωρούν το εν λόγω θέμα ως πολύ σημαντικό.

Στη βάση αυτών των εξελίξεων, το παραδοσιακό μοντέλο επαγγελματικής ανέλιξης θεωρείται πλέον ξεπερασμένο από τους πλείστους συμμετέχοντες. Το 47% των ερωτηθέντων θεωρούν ότι είναι σημαντικό να δημιουργηθούν νέα μοντέλα επαγγελματικής ανέλιξης, δεξιοτήτων / ικανοτήτων, καθώς και τεχνικών γνώσεων. Ταυτόχρονα, πέραν του 54% των οργανισμών δηλώνουν ότι δε διαθέτουν προγράμματα για ανάπτυξη των σύγχρονων δεξιοτήτων που απαιτούνται ή θα απαιτούνται στο μέλλον, ενώ μόνο το 18% των οργανισμών θεωρούν ότι προσφέρουν στους εργαζόμενους τους ευκαιρίες προσωπικής ανάπτυξης. Ως εκ τούτου, παρατηρείται η ανάγκη ώστε οι οργανισμοί να υιοθετήσουν και να ενισχύσουν το ρόλο τους ως φορείς κοινωνικής αλλαγής, βάζοντας γερά θεμέλια για την ανάπτυξη των δεξιοτήτων και ικανοτήτων του προσωπικού τους.

Πέραν από το να επενδύσουν στην επαγγελματική ανάπτυξη του προσωπικού τους, οι οργανισμοί πρέπει επίσης να αναλογιστούν και τον τρόπο επένδυσης στην προσωπική ανάπτυξη των στελεχών τους. Το 43% των ερωτηθέντων δηλώνει ότι πρωτοβουλίες που προωθούν την υγεία και ευεξία του προσωπικού, συμβάλλουν ουσιαστικά προς την επίτευξη της αποστολής τους, το 60% δηλώνει ότι ενισχύει τα επίπεδα διατήρησης του προσωπικού, ενώ το 61% ότι αυξάνει την παραγωγικότητα και τα οικονομικά τους αποτελέσματα. Παρόλα αυτά, σύμφωνα με την έρευνα της Bersin, μόνο το 3% των οργανισμών θεωρούν ότι οι απολαβές που λαμβάνει το προσωπικό τους αποτελούν κίνητρο για προσέλκυση και διατήρηση ταλέντων. Στα πλαίσια της κοινωνικής επιχειρηματικότητας, οι οργανισμοί πρέπει να προσφέρουν εναλλακτικές μεθόδους επιβράβευσης, όπως για παράδειγμα περισσότερο ελεύθερο χρόνο για ανάπαυση ή αποπληρωμή φοιτητικών δανείων, κ.ά.

Η παροχή κινήτρων σύμφωνα με τις προσωπικές ανάγκες των εργαζομένων και οι στρατηγικές προώθησης της υγείας και ευεξίας του προσωπικού αποτελούν ουσιαστικούς παράγοντες στην προσέλκυση και διατήρηση ταλέντων, ιδιαίτερα στις αγορές με περιορισμένη διαθεσιμότητα στην εν λόγω κατηγορία προσωπικού. Οι ετήσιες αξιολογήσεις και τα φιλοδωρήματα δε θεωρούνται επαρκείς πηγές αναγνώρισης για τις σύγχρονες επιχειρήσεις. Πρέπει να προσφέρεται ένα ευρύ φάσμα κινήτρων, καθώς και να εφαρμόζονται περισσότερες ενέργειες προώθησης της υγείας και ευεξίας του προσωπικού, εάν οι οργανισμοί θέλουν να προσελκύουν και να διατηρούν ταλαντούχα στελέχη.

Αξιοποίηση της τεχνολογίας για αειφόρο ανάπτυξη

Καθώς η χρήση της Τεχνητής Νοημοσύνης, της ρομποτικής, των αυτοματισμών και της ανάλυσης δεδομένων του ανθρώπινου δυναμικού παρατηρείται ότι αυξάνεται συνεχώς, οι οργανισμοί εστιάζουν στην ανάγκη για περαιτέρω ανάπτυξη των εξειδικευμένων δεξιοτήτων του προσωπικού τους και κατ’ επέκταση της παραγωγικότητας. Ταυτόχρονα, το 72% θεωρεί το εν λόγω θέμα σημαντικό, ενώ μόνο το 31% αισθάνεται έτοιμο να το αντιμετωπίσει.

Ο Brett Walsh, επικεφαλής Συμβουλευτικών Υπηρεσιών Ανθρώπινου Δυναμικού της Deloitte Global, δηλώνει ότι «Οι αυτοματισμοί ήρθαν για να μείνουν και να βελτιώσουν την ποσότητα, την ταχύτητα, καθώς και την ποιότητα των εργασιών κάθε σύγχρονου οργανισμού. Αλλά πρέπει να έχουμε κατά νου ότι στα πλαίσια της αυτοματοποίησης, θα δημιουργηθούν νέες θέσεις εργασίας, οι οποίες σχετίζονται με την εξυπηρέτηση πελατών και στηρίζονται σε εξειδικευμένες δεξιότητες. Μόνο οι οργανισμοί των οποίων η ηγεσία αποδέχεται αυτή την εξέλιξη και προσαρμόζει τη διεκπεραίωση των εργασιών σε αυτή τη βάση, θα μπορέσουν να διατηρήσουν το ανταγωνιστικό τους πλεονέκτημα».

Τα ανώτερα διευθυντικά στελέχη αναμένουν αύξηση της ανάγκης επίλυσης πολύπλοκων προβλημάτων κατά 63%, των τεχνικών ικανοτήτων κατά 55% και των άλλων δεξιοτήτων / ικανοτήτων κατά 52%. Σε αυτό το πλαίσιο, το 70% των ερωτηθέντων πιστεύει ότι οι εργαζόμενοι του μέλλοντος θα επενδύουν περισσότερο χρόνο σε πλατφόρμες συνεργασίας και ανταλλαγής τεχνογνωσίας, ενώ το 67% αναμένει άνοδο της χρήσης των μέσων κοινωνικής δικτύωσης στα πλαίσια διεκπεραίωσης των καθημερινών εργασιών. Καθώς η πληθώρα των διαθέσιμων εργαλείων επικοινωνίας επιτείνει την ανάγκη για ομαδική εργασία, το 47% των οργανισμών θεωρούν τα επίπεδα συνεργασίας και ανταλλαγής γνώσεων ως ένα πολύ σημαντικό ζήτημα.

Καθώς η τεχνολογία διεισδύει ολοένα και περισσότερο στο εργασιακό περιβάλλον, η ανάλυση των δεδομένων διαχείρισης ανθρώπινου δυναμικού αποτελεί ύψιστη προτεραιότητα για τα διευθυντικά στελέχη, αφού το 84% των ερωτηθέντων θεωρούν το θέμα πολύ σημαντικό, ενώ μόνο το 10% θεωρούν ότι είναι σε θέση να αντιμετωπίσουν στο παρόν στάδιο αυτή την πρόκληση. Το 64% των οργανισμών εφαρμόζουν ενεργά τις νομικές τους υποχρεώσεις σχετικά με τη διαχείριση και διαφύλαξη των προσωπικών δεδομένων των εργαζομένων τους, ενώ μόνο το 22% εφαρμόζει εξαιρετικές διαδικασίες προστασίας των εν λόγω δεδομένων. Ως εκ τούτου, παρατηρείται ότι οι σύγχρονοι οργανισμοί αναμένεται να αντιμετωπίσουν κινδύνους οι οποίοι δύναται να απειλήσουν τη θέση τους ως επιτυχημένες κοινωνικές επιχειρήσεις.

Για περισσότερες πληροφορίες σχετικά με τη Διεθνή Έρευνα της Deloitte για το έτος 2018, επισκεφτείτε την ιστοσελίδα της Deloitte στο www.deloitte.com/cy

Loader