Δημιουργία «κακής» τράπεζας ως μέσο εξυγίανσης
Σε περιόδους τραπεζικών κρίσεων
Σε περιόδους τραπεζικών κρίσεων, είτε σε παγκόσμιο είτε σε τοπικό επίπεδο, μια από τις λύσεις που υιοθετούνται είναι η δημιουργία των λεγόμενων «κακών τραπεζών» (bad banks). Τι σημαίνει, όμως, «κακή» τράπεζα, πώς προκύπτει και πόσο αναγκαία είναι;
Σύμφωνα με τη διεθνή βιβλιογραφία, ως «κακή» τράπεζα ορίζεται η εταιρική δομή που έχει στόχο την απομόνωση μη ρευστών και υψηλού κινδύνου περιουσιακών ή άλλων «τοξικών» στοιχείων που κατέχονται από ένα χρηματοπιστωτικό ίδρυμα.
Η ραγδαία αύξηση των μη εξυπηρετούμενων δανείων (ΜΕΔ) τα τελευταία χρόνια έχει οδηγήσει στη διόγκωση του πιστωτικού κινδύνου των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων. Κατά συνέπεια, η ανάγκη των τραπεζών για εξασφάλιση κεφαλαίων μέσω διάφορων μηχανισμών, όπως για παράδειγμα η πώληση ομολόγων, δεν αποτελεί ελκυστική επιλογή από τους επενδυτές, εξ αίτιας της παραπάνω πιστωτικής αβεβαιότητας που σταδιακά συσσωρεύτηκε στους τραπεζικούς ισολογισμούς. Παράλληλα, η άντληση διαθέσιμων πόρων, μέσω της αύξησης των μετοχικών κεφαλαίων των τραπεζών, δεν μπορεί να γίνεται σε συνεχή βάση από τους υφιστάμενους μετόχους, προκείμενου να καλύπτουν τις ζημιές που προκύπτουν από τα περιουσιακά στοιχεία με υψηλό ρίσκο.
Επομένως, η εξυγίανση από τα παραπάνω στοιχεία αποτελεί μονόδρομο για μια τράπεζα, ώστε να ξανακερδίσει την πιστωτική της αξιοπιστία. Η ανάγκη αυτή οδηγεί στη δημιουργία της «κακής» τράπεζας. Η «κακή» τράπεζα μπορεί να πραγματοποιηθεί είτε από τον διαχωρισμό του ίδιου του χρηματοπιστωτικού ιδρύματος σε καλό και κακό, ή από την παρέμβαση ενός θεσμικού μηχανισμού ή φορέα που θα αναλάβει το ρόλο της «κακής» τράπεζας, ως μέρος ενός σχεδιασμού αντιμετώπισης μιας δύσκολης οικονομικής κατάστασης, όπως για παράδειγμα μια ενδεχόμενη τραπεζική χρεωκοπία. Η νέα δομή επιτρέπει την αποτελεσματικότερη και εξειδικευμένη διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων χορηγήσεων, ώστε να επιτυγχάνεται η εξυγίανση του υφιστάμενου χρηματοπιστωτικού ιδρύματος. Αυτό γίνεται μέσω της πώλησης των στοιχείων υψηλού ρίσκου σε άλλους οργανισμούς, που συνήθως έχουν τα απαιτούμενα κεφάλαια να αναλάβουν αντίστοιχα ρίσκα.
Ένα από τα πρώτα παραδείγματα δημιουργίας «κακών» τραπεζών στην τραπεζική ιστορία συναντάται στο τέλος της δεκαετίας του ΄80 στην Αμερική με τη δημιουργία της Grant National Bank, η οποία συστάθηκε με σκοπό την απόκτηση επισφαλών περιουσιακών στοιχείων από την Mellon Bank.
Αντίστοιχα, στην Ευρώπη, μια από τις πιο γνωστές επιτυχημένες περιπτώσεις δημιουργίας τέτοιων τραπεζών έγινε κατά την διάρκεια της σουηδικής τραπεζικής κρίσης το 1991. Τότε δημιουργήθηκαν δύο κακές τράπεζες, η Retriva, η οποία ανέλαβε τα στοιχεία της Gota Bank, και η Securum, η οποία ανέλαβε τα στοιχεία της Nordbanken. Η επιτυχία του σουηδικού μοντέλου βασίστηκε κυρίως στην άμεση αντίδραση και υποστήριξη του κράτους και της ενότητας των πολιτικών σχηματισμών, οι οποίοι δημιούργησαν ένα επαρκές νομικό και θεσμικό πλαίσιο εκκαθάρισης εταιρειών που περιόρισε τον ηθικό κίνδυνο, ενώ παράλληλα προέβησαν στον σχεδιασμό κατάλληλων μακροοικονομικών πολιτικών. Αντίστοιχη προσέγγιση λειτουργεί και στην Ελλάδα από το 2016, όπου η εταιρεία PQH Ενιαία Ειδική Εκκαθάριση ΑΕ έχει αναλάβει ως εκκαθαριστής 16 ελληνικών Bad Βanks, με στόχο την αποτελεσματική διαχείριση της περιουσίας τους. Αξίζει να σημειωθεί ότι η συγκεκριμένη εταιρεία εποπτεύεται από την ίδια την Τράπεζα της Ελλάδος και είναι υποχρεωμένη να υποβάλλει τακτικά εκθέσεις για την πορεία των εργασιών της.
Το πρόβλημα στη δημιουργία μιας «κακής» τράπεζας είναι κυρίως η χρηματοδότηση. Το κράτος σε αρκετές περιπτώσεις αδυνατεί να καλύψει αυτό το χρηματοδοτικό κενό. Έτσι λοιπόν, η λύση που συνήθως προτείνεται, και αυτό ισχύει και για την Κύπρο την τελευταία διετία, είναι η διαχείριση των προβληματικών χαρτοφυλακίων να γίνεται κυρίως από εξειδικευμένες εταιρείες διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων, ενώ η κυριότητα των χαρτοφυλακίων να παραμένει στην τράπεζα.
Στις περιπτώσεις, όμως, που το κράτος αποφασίζει να συμμετέχει χρηματοδοτικά, η ίδρυση και λειτουργία μιας εθνικής «κακής» τράπεζας έχει να αντιμετωπίσει, επίσης, ζητήματα που αφορούν τα απαιτούμενα κεφάλαια, τη μετοχική σύνθεση, τους όρους συνεργασίας κράτους-ιδιωτών αλλά και τον ευρύτερο αντίκτυπο στην οικονομία, π.χ. την αύξηση στο δημόσιο χρέος, την απασχόληση, κτλ. μετά από μια τέτοια κρατική παρέμβαση.
Στο πλαίσιο των κρατικών επεμβάσεων, σημαντική υπήρξε και η πρωτοβουλία του προγράμματος ΕΣΤΙΑ, του οποίου οι τελικοί παράμετροι θα καθοριστούν εντός των επόμενων βδομάδων. Στόχος του προγράμματος είναι η στήριξη των ευάλωτων κοινωνικών ομάδων μέσω της κρατικής επιχορήγησης μέρους των δόσεων των αναδιαρθρωμένων δανείων, υπό προϋποθέσεις. Αξίζει να σημειωθεί ότι μετά τις τελευταίες εξελίξεις το πρόγραμμα θα καλύπτει στεγαστικά δάνεια και επιχειρηματικά δάνεια που δόθηκαν με εξασφάλιση την κύρια κατοικία του ιδιοκτήτη της επιχείρησης.
Από τα παραπάνω, αβίαστα προκύπτει ότι η δημιουργία των «κακών» τραπεζών αποτελεί, υπό προϋποθέσεις, όχι μόνο ένα σημαντικό, αλλά απαραίτητο εργαλείο στην προσπάθεια εξυγίανσης χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων από μεγάλα ποσοστά ΜΕΔ. Ο διαχωρισμός των κακών περιουσιακών στοιχείων επιτρέπει στις νέες διοικήσεις να επικεντρωθούν στις κύριες δραστηριότητες τους καθώς και τον υγιή δανεισμό, που θα στοχεύει στην πραγματοποίηση παραγωγικών επενδύσεων και θα είναι απαλλαγμένος από τα βάρη και λάθη του παρελθόντος. Η «κακή» τράπεζα αντίστοιχα, θα αφοσιωθεί στην μεγιστοποίηση της αξίας εκείνων των περιουσιακών στοιχείων με τον μεγαλύτερο πιστωτικό κίνδυνο.
Ωστόσο, η δημιουργία «κακών» τραπεζών θα πρέπει να αποτελεί ένα από τα τελευταία μέτρα αντιμετώπισης προβληματικών καταστάσεων που προκύπτουν από τη συσσώρευση ΜΕΔ. Η πρόκληση έγκειται στο γεγονός ότι τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, με την βοήθεια των τελευταίων λογιστικών εργαλείων, είναι σε θέση να υπολογίζουν έγκαιρα τις αναμενόμενες καθυστερήσεις από τα χαρτοφυλάκια τους και να λαμβάνουν τα αντίστοιχα μέτρα, ώστε να αποφεύγουν να μετατρέπουν το χορηγούμενο δανεισμό τους σε μη εξυπηρετούμενο.