Η υπόσταση του Παραλήπτη/Διαχειριστή Εταιρείας δυνάμει ομολόγου κυμαινόμενης επιβάρυνσης

Η υπόσταση του Παραλήπτη/Διαχειριστή Εταιρείας δυνάμει ομολόγου κυμαινόμενης επιβάρυνσης

Η υπόσταση του Παραλήπτη/Διαχειριστή Εταιρείας δυνάμει ομολόγου κυμαινόμενης επιβάρυνσης

Πρόσφατα η Βουλή των Αντιπροσώπων προχώρησε σε τροποποίηση των νομοθεσιών που αφορούν τις εκποιήσεις και κάποιες πρόνοιες του πλαισίου αφερεγγυότητας, καθώς και στη θεσμοθέτηση των τιτλοποιήσεων αλλά και της πώλησης χρηματοπιστωτικών διευκολύνσεων. Παρόλ’ αυτά, η νομοθεσία αναφορικά με τους διορισμούς Παραληπτών και Διαχειριστών δεν έχει τροποποιηθεί και κανένα νομοσχέδιο δεν έχει προταθεί το οποίο να αποσαφηνίζει το ρόλο και τις εξουσίες του Παραλήπτη/Διαχειριστή. Οι υφιστάμενες πρόνοιες αναφορικά με τους Παραλήπτες/Διαχειριστές που περιλαμβάνονται στον Περί Εταιρειών Νόμο Κεφ. 113 είναι απόρροια του αρχικού νόμου του 1948. Αξίζει να σημειωθεί πως στο αγγλικό δίκαιο ο ρόλος του Παραλήπτη/Διαχειριστή έχει αναβαθμιστεί και ο διορισμός Διαχειριστή συχνά αντιμετωπίζεται με ανακούφιση από τους πιστωτές, καθότι συντελεί στην επανόρθωση της εμπιστοσύνης μεταξύ των εμπλεκόμενων μερών.

Στην Κύπρο, ο ρόλος του Παραλήπτη/Διαχειριστή είναι δυστυχώς παρεξηγημένος. Στη βάση μιας πρακτικής που ήθελε τους πιστωτές να διορίζουν παραλήπτες/διαχειριστές ενώ οι εταιρείες δεν ήταν πλέον βιώσιμες, δημιουργήθηκε η αντίληψη ότι παραλαβή/διαχείριση ισοδυναμεί με εκκαθάριση και επομένως κλείσιμο της Εταιρείας. Αυτό συχνά συνάδει με τη συναισθηματική κατάσταση στην οποία περιέρχονται οι ιδιοκτήτες των εταιρειών, την οποία οι ψυχολόγοι συχνά εξισώνουν με μια εμπειρία πένθους. Η έναρξη διαδικασίας παραλαβής/διαχείρισης δε σηματοδοτεί όμως την εκκαθάριση της εταιρείας κατ’ ανάγκη, η οποία δύναται να συνεχίσει να υφίσταται χωρίς να υποσκάπτεται η νομική της υπόσταση, τόσο κατά τη διάρκεια όσο και μετά τη διεκπεραίωση της διαδικασίας (στο βαθμό που αυτό είναι επιτρεπτό), λαμβάνοντας υπόψη τα στοιχεία παθητικού της.

Φαίνεται πως αυτή η πρακτική έχει αρχίσει να παρέρχεται και πολλοί πιστωτές εξετάζουν το ενδεχόμενο ο διορισμός παραλήπτη/διαχειριστή να γίνεται σύντομα μετά που ένα δάνειο καθίσταται μη εξυπηρετούμενο και αυτό γιατί έχει αρχίσει να γίνεται αποδεκτό ότι σε κάποιες περιπτώσεις, με διορθωτικές κινήσεις, ενδεχομένως να επανέρχεται η προοπτική βιωσιμότητας, που μακροπρόθεσμα είναι προς όφελος του πιστωτή και της οικονομίας γενικότερα.

Εν τη απουσία σαφούς νομοθετικού πλαισίου, στη βάση των ομολόγων συνήθως προκύπτει ότι το καθήκον του Παραλήπτη/Διαχειριστή είναι να διαχειριστεί την επιχείρηση ή να εκποιήσει όλα εκείνα τα περιουσιακά στοιχεία της εταιρείας, ώστε να καταστεί εφικτή η εξόφληση της οφειλής προς τον πιστωτή. Νοουμένου ότι οι συνθήκες το επιτρέπουν, ο Παραλήπτης/Διαχειριστής δύναται να προβεί σε τέτοιες διευθετήσεις με πιστωτές ώστε να επανακτήσει την εμπιστοσύνη τους προς την εταιρεία και επομένως να δημιουργηθεί πρόσφορο έδαφος για συζήτηση και διευθέτηση χρεών. Όμως παραμένει πάντα η νομική αρχή ότι, εξ’ ορισμού, το καθήκον επιμέλειας του Παραλήπτη/Διαχειριστή οφείλεται πρωτίστως στον πιστωτή που τον διορίζει. Η ενεργοποίηση της κυμαινόμενης επιβάρυνσης προκαλεί την κρυστάλλωση του ομολόγου και ο Παραλήπτης/Διαχειριστής δύναται να καταλήξει, νοουμένου ότι υπάρχει επαρκής πληροφόρηση αναφορικά με το κατά πόσο θα διαχειριστεί το σύνολο της επιχείρησης ή μέρος αυτής. Ο σκοπός είναι η εξόφληση του ομολόγου.

Περαιτέρω, είναι ενισχυτικό της θέσης ότι ο παραλήπτης/διαχειριστής οφείλει πρωτίστως να εξυπηρετήσει τα συμφέροντα των πιστωτών που τον διόρισαν, ότι η σχέση μεταξύ του παραλήπτη/διαχειριστή και του κατόχου του χρεωστικού ομολόγου είναι σχέση αντιπροσωπείας. Δηλαδή, ο παραλήπτης/διαχειριστής θεωρείται αντιπρόσωπος του κάτοχου του ομολόγου και κατά συνέπεια ο τελευταίος είναι υπεύθυνος για τις πράξεις και ενέργειες του αντιπροσώπου του. Η προαναφερόμενη σχέση αντιπροσωπείας δεν είναι παραδοσιακή, υπό την έννοια ότι ο πιστωτής που διορίζει τον Παραλήπτη/Διαχειριστή δεν μπορεί να του δίνει οδηγίες για την εκτέλεση των καθηκόντων του.

Σε ό,τι αφορά το καθήκον του Παραλήπτη/Διαχειριστή προς την εταιρεία, αυτό είναι περιορισμένο και συνίσταται στην επίδειξη επιμέλειας κατά την εξασφάλιση κατάλληλης αντιπαροχής από την πώληση των περιουσιακών στοιχείων που καλύπτονται από την κυμαινόμενη επιβάρυνση. Παρόλ’ αυτά, εάν από τα γεγονότα της περίπτωσης διαφαίνεται ότι ο Παραλήπτης/Διαχειριστής ανέλαβε και την διαχείριση της εμπορικής δραστηριότητας της εταιρείας, τότε αυτός οφείλει γενικό καθήκον επιμέλειας και προς την εταιρεία, το οποίο είναι πάντοτε δευτερεύον έναντι της υποχρέωσης του να επιδιώξει την εξόφληση της οφειλής προς τον πιστωτή που τον διόρισε.

Έχει επίσης νομολογηθεί ότι οι διευθυντές της εταιρείας συνεχίζουν να διατηρούν κατάλοιπο εξουσίας. Όπως λέχθηκε και από τον Έντιμο Δικαστή κ. Ναθαναήλ στην υπόθεση Αναφορικά με την αίτηση του Νίνου Α. Χατζηρούσσου (Υπό την ιδιότητα του ως Παραλήπτης της Εταιρείας Y. Liasides Developers Ltd), Πολιτική Αίτηση 116/2011, οι διευθυντές διατηρούν κατάλοιπο εξουσίας ανεξάρτητα από το διορισμό του Παραλήπτη/Διαχειριστή και αυτό περιλαμβάνει και την υποχρέωση τους για ετοιμασία οικονομικών καταστάσεων, ετήσιων εκθέσεων κ.α.

Επιπλέον των όσων αναφέρθηκαν πιο πάνω, αξίζει να σημειωθεί ότι ο Παραλήπτης/Διαχειριστής, πέραν του κατόχου του ομολόγου κυμαινόμενης επιβάρυνσης, οφείλει θέσμιο καθήκον επιμέλειας προς τους προνομιούχους πιστωτές για αποπληρωμή των οφειλών προς αυτούς, καθώς επίσης και περιορισμένο καθήκον επιμέλειας προς γενικά όλους τους πιστωτές, οι οποίοι επηρεάζονται από την εκποίηση περιουσίας στα πλαίσια εφαρμογής του ομολόγου.

Ως εκ των πιο πάνω, συνάγεται ότι η ευέλικτη θέση του Παραλήπτη/Διαχειριστή, όσο και το γεγονός ότι η νομική υπόσταση της εταιρείας υπό παραλαβή παραμένει ανεπηρέαστη, αποτελούν σημαντικά επιχειρήματα υπέρ του διορισμού Παραλήπτη/Διαχειριστή δυνάμει ομολόγου κυμαινόμενης επιβάρυνσης, προς εξόφληση των οφειλομένων στους πιστωτές και κατόχους των εν λόγω ομολόγων. Παραμένει όμως γεγονός ότι, ενόψει των πρακτικών δυσκολιών που αντιμετωπίζουν οι Παραλήπτες/Διαχειριστές κατά τη διεκπεραίωση των καθηκόντων τους (οι οποίες αυξάνουν ενδεχόμενα και το κόστος της διαδικασίας), χρειάζονται απαραίτητες νομοθετικές ρυθμίσεις προκειμένου να αναβαθμιστεί και να αποσαφηνιστεί ο ρόλος και τα καθήκοντα τους. Ευελπιστούμε ότι με την επόμενη εισήγηση προς τροποποίηση του πλαισίου αφερεγγυότητας θα τεθεί και αυτό το θέμα.

Παναγιώτα Γεωργίου, Principal, KPMG Limited

Loader