Ο Προκόπης Αγαθοκλέους έβαλε τον εαυτό του σε μπελάδες

Ο Προκόπης Αγαθοκλέους έβαλε τον εαυτό του σε μπελάδες

Ο Προκόπης Αγαθοκλέους έβαλε τον εαυτό του σε μπελάδες
Είδαμε την παράσταση Ριχάρδος Γ’

Δεν το έχω ψάξει ποτέ τί θα μπορούσε να συνθέσει μία εμπεριστατωμένη, “legit” όπως θα την λέγαμε χαριτολογώντας σε τραπεζάκι του καφέ, θεατρική κριτική. Δεν με ενδιαφέρει κιόλας.

Αρχίζοντας απ’ το ότι μετρώ στα δάχτυλα, του ενός χεριού, τις πένες που εμπιστεύομαι όσον αφορά στην κριτική θεατρικών παραστάσεων στην Κύπρο, επιδιώκω απ’ την πλατεία να βασίζομαι εντελώς εγωιστικά -και μοναχικά- στην οποιαδήποτε αισθητική και τις οποιεσδήποτε εμπειρικές μου πεποιθήσεις. Κι εδώ θα μπορούσα να βάλω μία τελεία, στα χιλιοειπωμένα και τα αχρείαστα, και να το κλείσω, σημειώνοντας ότι ο Προκόπης Αγαθοκλέους στην παράσταση “Ριχάρδος Γ’” έχει βάλει τον εαυτό του σε μεγάλους μπελάδες.

Δεν θα το κάνω όμως. Θα μακρυγορήσω.

Όπως σε όλες τις μορφές τέχνης, έτσι και στο θέατρο, είναι πολλαπλοί και πολυδιάστατοι οι τρόποι που μπορεί -αν θέλει- κάποιος να σταθεί απέναντι από ένα έργο. Στο θέατρο, μόλις τα φώτα σβήσουν, ο θεατής έχει την ευκαιρία από την καρέκλα του, κουβαλώντας τους προσωπικούς του ρόλους και ανακαλώντας τις εμπειρίες του, να επικοινωνήσει με το έργο. Και δεν πρόκειται, σε καμία περίπτωση, περί μίας μονοδιάστασης επικοινωνίας. Μπορεί ο θεατής να μην έχει την ευχέρεια της συνομιλίας και του διαλόγου αλλά μπορεί, με μία γρήγορη και κλεφτή ματιά στα σκοτεινά, κοιτάζοντας τους γύρω του, να ακούσει πολλές φωνές να συνομιλούν με τους ηθοποιούς, τον σκηνοθέτη, τον σκηνογράφο, τον φωτιστή. Η πλατεία ως σύνολο κι ο καθένας ξεχωριστά, λαμβάνουμε μέρος.

Η επικοινωνία αυτή παιχνιδίζει ακαριαία κατά την διάρκεια του παροδικού μίας παράστασης και χτίζει την ουσία της όταν επιβιώσει στη μνήμη ενός θεατή εάν η παράσταση, ή επί μέρους στοιχεία της, επιτύχουν με οποιοδήποτε τρόπο να συγκινήσουν.

Αυτό που -τουλάχιστον στο μυαλουδάκι μου- ακολουθεί, είναι η εκλογίκευση της εμπειρίας.


ΔΙΑΒΑΣΕ ΕΔΩ: Ο κακός, δύσμορφος και γοητευτικός Ριχάρδος Γ' «ανεβαίνει» στην Κύπρο για πρώτη φορά


Παρακολουθώντας τον “Ριχάρδο Γ” στην Κεντρική του ΘΟΚ και στην προσπάθειά μου να εκλογικεύσω την εμπειρία, η εικόνα του Αγαθοκλέους ως Ριχάρδου επί σκηνής ήταν το απόσταγμα της βραδιάς. Με σεβασμό στην όλη προσπάθεια, η εστίαση στον πρωταγωνιστή ήταν αναπόφευκτη. Ίσως να ήταν υπερβολή, ίσως και αδικία, να μιλήσουμε για one man show, παρόλα αυτά ο Αγαθοκλέους έλαμψε μεσ’ όλο το θέαμα που ξεδιπλώθηκε μπροστά μας. Μάλιστα έλαμψε χωρίς να επιβληθει, υποκριτικά, ως άλλος Ριχάρδος. Ήταν ξεκάθαρο ότι το δεκανίκι το κρατούσε στο δεξί χέρι και άλλα 'δεκανίκια' δεν χρειαζόταν επί σκηνής. Αβίαστα και με ευκολία, κατάφερε να αποτυπώσει ένα ρόλο που, προφανώς, μορφώθηκε και στήθηκε με δυσκολία και κόπο ερμηνευτικά.

Τον εν λόγω ηθοποιό τον είδα αρκετές φορές επί σκηνής. Κάθε φορά σκεφτόμουν πως είχα μπροστά μου ακόμα ένα καλό ηθοποιό, εύπλαστο και εμφανέστατα πειθαρχημένο, εξελίξιμο. Αυτή, όμως, ήταν η πρώτη φορά που έπιασα τον εαυτό μου αντί να βλέπει τον Αγαθοκλέους, να τον παρακολουθεί στενά.

Κάποιος μπορεί να πει ότι είναι σύνηθες, σχεδόν κλισέ, να γοητεύεσαι απ’ τον “αντιπαθητικό” της παρέας. Κι αν υποθέσουμε ότι ο Ριχάρδος αφορά σε ένα χαρακτήρα παλιανθρώπου (villain), ο Αγαθοκλέους κατάφερε να τον αποδώσει ως τον καλύτερο παλιάνθρωπο που έχουμε εδώ και χρόνια να δούμε στο κυπριακό σανίδι. Κίνηση, φωνή, ψυχή.

Αν αφαιρέσεις την σαιξπηρική διάσταση του ιστορικού προσώπου και εστιάσεις στο ψυχολογικό -άρα και πολιτικό- προφίλ του Ριχάρδου, μένεις μ’ ένα μακιαβελικό πρίγκιπα και, στην προκειμένη, έναν Αγαθοκλέους που μπήκε στο πετσί της πανουργίας του. Που ανέδειξε τις σκούρες αποχρώσεις του ήρωά του από την μια, και που κατάφερε να αποδεσμευτεί ως ηθοποιός απ’ τον σκηνοθέτη του από την άλλη. Όσον αφορά στο τελευταίο, η εικόνα ενός ηθοποιού στην σκηνή και το σχεδόν φροϋδικά περιπλανόμενο φάντασμα του σκηνοθέτη του παραδίπλα, δεν μπορεί ποτέ να σε συνεπάρει. Η τεχνική, στο μυαλό μου ως θεατής, πρέπει να αποτελεί δεκανίκι της ψυχής του ηθοποιού ενόσω βρίσκεται στις πρόβες. Επί σκηνής αν καταφέρει να το αφήσει και δώσει μόνο ψυχή, τότε μεταδίδει το συναίσθημα. Η τεχνική, αν είναι καλός ηθοποιός, παραμένει.

Κρατώντας, κυριολεκτικά, το δεκανίκι του ως σκηνικό αξεσουάρ, ο Αγαθοκλέους κατάφερε να δώσει βάθος σε μία δύσμορφη προσωπικότητα, διατηρώντας μία τίμια στάση ως προς τον ψυχισμό της. Κατάφερε να αναδείξει με ωμότητα τον χαρακτήρα, χωρίς να υποπέσει σε γραφική απεικόνιση της κυριολεκτικής του αναπηρίας. Και παρόλο που την κατάληξη, όπως σε όλα τα γνωστά έργα, ο θεατής την γνωρίζει εκ των προτέρων, ο ηθοποιός πέτυχε να εμφυσήσει το αίσθημα της αναμονής μέχρι και την τελευταία στιγμή.

Ο Αγαθοκλέους θα μπορούσε να πει κάποιος πως έβαλε τον εαυτό του σε μπελάδες μ’ αυτή την παράσταση. Κι αυτό γιατί το θεωρώ σχεδόν απίθανο, ο ρόλος του ως “Ριχάρδος Γ’”, να μην αποτελέσει σημείο αναφοράς και σύγκρισης για την μελλοντική του δουλειά απ’ την οποία, αναμένονται πολλά.


ΡΙΧΑΡΔΟΣ Γ’

Λευκωσία: Θέατρο ΘΟΚ, Κεντρική Σκηνή Αίθουσα Εύης Γαβριηλίδης Παρασκευή & Σάββατο, 20:30 Κυριακή, 18:00

Λεμεσός: Θέατρο Ριάλτο Τετάρτη 10 Απριλίου 2019, 20:30

Loader