Εάν οι φυλακές μας είχαν και αυτή την «κανονικότητα»;

Εάν οι φυλακές μας είχαν και αυτή την «κανονικότητα»;

Μην προτρέχεις. Το σωφρονιστικό ίδρυμα δεν μετατράπηκε σε παιδική χαρά, απλώς έδωσε λίγη χαρά.

Notification και καταφθάνει η πρόσκληση από φίλο, συνάδελφο. «Αύριο μας κάλεσαν στις φυλακές για μία εκδήλωση. Φυλακισμένοι μπαμπάδες θα συναντηθούν με τα παιδιά τους. Ψήνεσαι να πάμε; Η απάντηση πληκτρολογήθηκε αστραπιαία, χωρίς περαιτέρω ανάλυση ή διευκρινήσεις, παρά μόνο για την ώρα. 

Γράφει η Νίκολα Καρατζιά  

Και κάπως έτσι, με ένα συνονθύλευμα συναισθημάτων, την επομένη, λίγο μετά τις 16:00, βρεθήκαμε να παραδίδουμε κινητά στην είσοδο και να περνάμε από έναν τυπικό καθώς και αναγκαίο έλεγχο που προς στιγμή με «μετάφερε» σε κάποιο αεροδρόμιο. Η αλήθεια είναι πως η συνέχεια, ήταν για εμάς μια αλλιώτικη πτήση, που αν και δεν μας πέταξε στους αιθέρες, μας άνοιξε τους ορίζοντες… του μυαλού.

Με ένα μικρό μούδιασμα για το τι ακριβώς θα ζήσουμε και συναντήσουμε, προσπεράσαμε τις μητέρες- μερικές εμφανώς συγκινημένες- που περίμεναν στην ουρά με τα παιδιά τους, για να τα «παραδώσουν» για ένα τρίωρο. 

Περάσαμε από διαδρόμους, έγιναν οι πρώτες συστάσεις, δώσαμε χέρια, σκουντήξαμε αγκώνες με την Υπουργό Δικαιοσύνης & Δημοσίας Τάξεως, κάναμε λίγο chit – chat από δω και από κει και έπειτα η αναγνωριστική ματιά περιπλανώμενη από άκρη σε άκρη στον χώρο. 

Μια τεράστια εξωτερική αυλή με γρασίδι, στημένα φουσκωτά, τραπεζάκια και καρέκλες, πάγκοι με φαγητό και μία μικρή σκηνή όπου αργότερα θα γινόντουσαν μαγικά για τα παιδιά, έστω και αν εν τέλει η πραγματική μαγεία της ημέρας δεν είχε καθόλου να κάνει με τα λευκά περιστέρια και κουνελάκια που βγήκαν αργότερα  μέσα από καπέλα και κουτιά με το άκουσμα του Άμπρα κατάμπρα. Μαγευτικό ήταν να κοιτάς τα χαμόγελα των παιδιών από 2 έως 18 ετών, καθώς συναντούσαν, αγκαλιάζονταν, φιλιόντουσαν, έπαιζαν ή ακόμη και σκαρφάλωναν στους ώμους του μπαμπά τους. 

Ένα συναπάντημα που ήρθε μετά από πολύ καιρό, λόγω των περιοριστικών μέτρων της πανδημίας και ένα συναπάντημα, το πρώτο του είδους για τα χρονικά των Κεντρικών Φυλακών της Κύπρου. Έξω από αίθουσες, μακριά από κελιά, σε έναν χώρο που σε τίποτα δεν θύμιζε σωφρονιστικό ίδρυμα, αν αγνοούσες τα συρματοπλέγματα.

«Θες να πλησιάσουμε ακόμη λίγο;», ρωτάει ο συνάδελφος. Δεν ήθελα. Αρκούσε να βλέπω από απόσταση, τόση ώστε να προσδίδεται σε αυτές τις οικογενειακές στιγμές η ιδιωτικότητα και ο σεβασμός που τους αξίζει, είτε αυτές εκτυλίσσονταν σε ένα πάρκο, σε ένα παιδικό πάρτι ή στην προκειμένη, στην αυλή μιας φυλακής. 

Ένας νεαρός τρέχει ξοπίσω το κοριτσάκι του και γελάει κάθε φορά που εκείνο του ξεφεύγει. Ένας δεύτερος, επίσης νεαρός, παίζει μπάλα με το αγοράκι του και έπειτα το παίρνει αγκαλιά και κάθονται να ξαποστάσουν, με το χαμόγελο να μην ξεθωριάζει στιγμή. Κάποιος κάθεται με τα δύο του παιδιά – στην εφηβεία μάλλον- και μιλάνε, ενδεχομένως μοιράζονται προβληματισμούς…

Όλοι κάνουν μια προσπάθεια να αναπληρώσουν τον χαμένο χρόνο, εκείνον που καθημερινά στερούνται από τα παιδιά τους και εκείνον που στερούν αντίστοιχα από αυτά. Σχέσεις που φαντάζουν φυσιολογικές, σε ένα αφύσικο περιβάλλον.

Δικαίως, ίσως και αδίκως ορισμένοι, βρέθηκαν εκεί. Σε μια φυλακή με περίπου 650 άλλους ανθρώπους. Ελαφροποινίτες που πήραν ποινή φυλάκισης μέχρι δύο χρόνια ή βαρυποινίτες που καταδικάστηκαν δηλαδή σε άνω των δύο ετών. Γιατί στη χώρα μας, αυτό θα πει βαρυποινίτης σε περίπτωση που και εσύ, όπως εγώ, τα είχες αλλιώς στο μυαλό σου. 

Μπορείς να τους αποκαλέσεις φυλακισμένους, κρατούμενους, κάποιοι με αυστηρή και τιμωρητική διάθεση, μπορεί να τους βάλουν όλους στο ίδιο καζάνι αποκαλώντας τους εγκληματίες…Ακόμη και αν όλοι σχεδόν θα μπορούσε υπό τις «κατάλληλες» συνθήκες να μετατραπούμε σε εν δυνάμει «παραφωνίες» της κοινωνίας. 

Γιατί είναι και άνθρωποι πίσω από τα σίδερα, μέσα στους περιφραγμένους με ψηλά συρματοπλέγματα χώρους των φυλακών, που δεν σκότωσαν, δεν καταχράστηκαν υπέρογκα χρηματικά ποσά του κράτους, δεν βίασαν, παρά μόνο, βρέθηκαν εκεί επειδή έκλεψαν μερικές μπύρες και δύο χαλούμια ή ένα σκέπασμα για τις κρύες νύχτες, όπως πληροφορηθήκαμε. 

Χθες όμως για μένα που το έζησα, και σήμερα για εσένα που διαβάζεις αυτές τις αράδες, θα ήταν πιο δίκαιο να τους αποκαλέσουμε μπαμπάδες ή πατεράδες. Εξάλλου, πέραν από κάθε άλλη τους ιδιότητα, είναι και αυτό. Όλα τα άλλα, σωστά και λάθη της ζωής τους, τους συντροφεύουν κάθε βράδυ που επιστρέφουν στο κελί τους. Όταν ακούγεται ο «απόκοσμος» ήχος της βαριάς συρόμενης πόρτας. Στις έξι, κάθε απόγευμα, πριν προλάβουν να δουν το φεγγάρι. 

Μέρες χωρίς τα παιδιά σου και νύχτες χωρίς φεγγάρι, είναι από μόνα τους αρκετή τιμωρία. Δεν είναι;

Ένας συγκινημένος πατέρας έρχεται με το αγοράκι του και ευχαριστούν τη Διευθύντρια των Φυλακών για αυτό, το τόσο ανθρώπινο, που τους έδωσε την ευκαιρία να βιώσουν. Ξεκινούν οι πρώτοι αποχαιρετισμοί και γνωρίζω πως κάπου εδώ είναι η ώρα να παραλάβω το κινητό μου, να επιστρέψω αναπάντητες και να πάρω το παιδί μου αγκαλιά. 

Σταματάει το βλέμμα μου στο σλόγκαν που βρίσκεται στο φανελάκι ενός 10χρονου υπολογίζω παιδιού, που κάθεται στο έδαφος περνώντας το χέρι του γύρω από τους ώμους του μπαμπά του. «Think Positive» γράφει και είναι ίσως ο ιδανικός επίλογος μιας τέτοιας ημέρας. Επανέρχονται τα λόγια και της Διευθύντριας των Φυλακών, Άννας Αριστοτέλους όταν προλόγισε την εκδήλωση και έκλεισε τη σύντομη, περιεκτική της ομιλία με το μήνυμα -κίνητρο, "Όταν θέλετε είστε λεβέντες"! 

Ένα από τα ακόλουθα βράδια λέω να πω ένα «παραμύθι» στο γιο μου, κοιτώντας ψηλά στον ουρανό, τα αστέρια και το φεγγάρι…Για μπαμπάδες και παιδιά που ξανασμίγουν και που αγαπιούνται ακόμη και σε μη ιδεατές συνθήκες της καθημερινότητας.

Θα μπορούσα, αλλά θα ήταν σχεδόν ιερόσυλο να αποκαλέσω τη μέρα αυτή ως εμπειρία ζωής και ας ήταν η πρώτη μου φορά ως επισκέπτρια στις φυλακές. Για κάποιους αυτή είναι η ίδια τους η ζωή.

ihih

Ghh

Loader