Κύπρος: Τρία παιδιά κακοποιήθηκαν σεξουαλικά, τρεις γυναίκες εξομολογούνται

Κύπρος: Τρία παιδιά κακοποιήθηκαν σεξουαλικά, τρεις γυναίκες εξομολογούνται

Ακολουθούν αμέτρητες αλήθειες και συναισθήματα

Η σεξουαλική κακοποίηση ισούται με βιασμό του σώματος, της ψυχής, του μυαλού. Το θύμα, όμως, μπορεί να βρει τον τρόπο να αναβιώσει. Να ξαναβρεί τη φωνή του.

Γράφει η Νίκολα Καρατζιά 

- Νιώθω ότι ήρθε ο καιρός να μιλήσω στο γιο μου για τα όρια που πρέπει να βάζει όσον αφορά στο σώμα του. Πλέον ακούμε τόσα και τόσα να βγαίνουν στη φόρα… Αγχώνομαι. 

- Γιατί δεν το αγγίζεις μέσα από την επαγγελματική σου ιδιότητα το θέμα της σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών; Ξέρεις, μπορεί να σου δώσει κάποιες απαντήσεις για το δικό σου παιδί αλλά και να σε ευαισθητοποιήσει να βοηθήσεις κι άλλους γονείς. 

- Θα το ήθελα αλλά πώς μπορώ να έρθω σε επαφή με ανθρώπους που θα δέχονταν να μιλήσουν; 

- Γνωρίζω κάποιους και θα μπορούσα να ζητήσω την άδειά τους. Αν δεχτούν, μπορείς να το καταγράψεις ανώνυμα; Και το κυριότερο, αντέχεις να ακούσεις... αλήθειες; 


Με τη φίλη, ψυχολόγο στο επάγγελμα, βρεθήκαμε για την καθιερωμένη μας συνάντηση για να πιούμε το τσάι και να πούμε τα νέα μας. Στις μεταξύ μας συναντήσεις, εκτός από τα θέματα που αφορούν στη ζωή και στη δουλειά μας συνήθως καταλήγουμε, πάντοτε μέσα από τους δικούς μας προβληματισμούς, να αγγίζουμε και θέματα με κοινωνικές προεκτάσεις. 

Της αναφέρω σχετικά με την πρόσφατη συνέντευξη που είχα με κοπέλα που κακοποιήθηκε από τον πρώην σύντροφό της, τις έγνοιες για το δικό μου παιδί και η κουβέντα κυλάει στα δυστοπικά μονοπάτια της σεξουαλικής παρενόχλησης και κακοποίησης. 

Με φέρνει σε επαφή με τρεις κυρίες που ανταποκρίθηκαν θετικά στο κάλεσμα να εξιστορήσουν ένα κομμάτι του παρελθόντος τους. Τρεις γυναίκες που υπέστησαν σεξουαλική παρενόχληση και κακοποίηση στην παιδική τους ηλικία, από στενά συγγενικά τους πρόσωπα. 

Έχοντάς τες απέναντί μου, ως δημοσιογράφος κατέγραψα τα γεγονότα. Ως γυναίκα τις συμπόνεσα. Αλλά, ως μάνα, οφείλω να πω, πώς συγκλονίστηκα. 

Πρόκειται για τρεις γυναίκες που για χρόνια βασανίζονταν από σκέψεις ερινύες, που ζούσαν με ερωτήματα αναπάντητα και που, μέχρι να αποδεχτούν ότι δεν έφταιξαν σε τίποτα, ζούσαν, όπως μου το περιέγραψαν, ως «αόρατες». 

Γυναίκες που σήμερα, μέσα από την ψυχοθεραπεία, πέτυχαν πλέον να βάζουν λέξεις στα συναισθήματά τους, να ονοματίζουν τις πράξεις των ανθρώπων και να τους αποδίδουν την βαρύτητα που τους αρμόζει. 

*Τα πραγματικά ονόματα δεν αναφέρονται για σκοπούς προστασίας προσωπικών δεδομένων.


Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ «Β»


Σε ποια ηλικία δέχθηκες κακοποίηση και αυτή ήταν αμιγώς σεξουαλικής φύσεως;

Έπεσα θύμα σεξουαλικής κακοποίησης σε πολύ μικρή ηλικία, όταν δηλαδή ήμουν περίπου τεσσάρων χρονών. Διήρκησε αρκετά χρόνια, περίπου τέσσερα, και επαναλαμβανόταν κάθε δύο βδομάδες.

Το άτομο που προέβηκε στην κακοποίηση, ήταν μέσα από το στενό συγγενικό σου περιβάλλον;

Ναι, ήταν ένας ξάδελφός μου, δεκαοχτώ ετών τότε.

Πώς ξεκίνησε όλο αυτό; 

Ευτυχώς ή δυστυχώς, το μυαλό μου λειτούργησε ως δίχτυ προστασίας για μένα μέχρι σήμερα όσον αφορά στην κακοποίηση που βίωσα. Κατάφερε να διαγράψει τις περισσότερες μνήμες ώστε να μπορέσω να αντεπεξέλθω, να επιβιώσω και στο τέλος να «ανθίσω» και ευημερήσω ξανά. Στην πορεία, έμαθα ότι αυτή είναι μία συχνή αντίδραση του μυαλού των ατόμων που υπήρξαν θύματα ενός σοβαρού, συναισθηματικού τραύματος. 

Για να απαντήσω στο ερώτημα λοιπόν, έχω τεράστια κενά μνήμης σχετικά με το πώς ακριβώς εκτυλίχθηκαν τα πράγματα, καθώς δυσκολεύομαι και να θυμηθώ καλά το πρόσωπο του δράστη. Αυτή την περίοδο βρίσκομαι στα πρώτα στάδια της ψυχοθεραπείας, όπου χρησιμοποιούμε μία μέθοδο σταδιακής ανακάλυψης-αποκάλυψης των γεγονότων. Σιγά σιγά οι μνήμες επανέρχονται. Για παράδειγμα, δεν θυμάμαι ακόμη την πρώτη φορά που συνέβηκε αλλά επανήλθαν εικόνες από το μοτίβο που ακολουθήθηκε όλα τα χρόνια της κακοποίησης.

Ποιό ήταν αυτό το μοτίβο;

Κάθε δύο βδομάδες, το Σαββατοκύριακο, πηγαίναμε οικογενειακώς επίσκεψη στο σπίτι της γιαγιάς μου. Οι γονείς μου, με έστελναν στο δωμάτιο του ξαδέλφου μου -έμενε στη γιαγιά- για να παίξουμε, χωρίς να γνωρίζουν τι ακριβώς συνέβαινε στην πραγματικότητα εκεί μέσα. Παρά την επίμονη διστακτικότητα και δυσανασχέτηση να πάω επάνω, οι γονείς μου επέμεναν. Εγώ, ως υπάκουο παιδί που ήμουν, ακολουθούσα την παρότρυνσή τους. Θυμάμαι πως κάθε φορά τα πόδια μου έτρεμαν καθώς ανέβαινα τη σκάλα και το στομάχι μου δενόταν κόμπος.

Πώς αισθάνεται και τι σκέφτεται ένα παιδί σε μία τόσο αθώα ηλικία, όταν του συμβαίνει κάτι τέτοιο; 

Πραγματικά, είναι πολύ δύσκολο για ένα μικρό παιδί να καταλάβει τι ακριβώς συμβαίνει σε τέτοιες περιπτώσεις. Σε τέτοια ηλικία συνήθως δεν έχεις καν αναφορές για τόσο σοβαρά θέματα όπως αυτό της σεξουαλικής κακοποίησης ώστε να τα συνδέσεις. Δεν μπορείς καν να ξεχωρίσεις ξεκάθαρα, το ορθό από το λάθος, έστω και αν το παιδικό σου ένστικτο σου λέει ότι ένας τέτοιος άνθρωπος είναι επικίνδυνος ή ότι αυτό που έγινε, ουσιαστικά δεν θα έπρεπε να είχε συμβεί ποτέ. Οπότε, όλες αυτές οι μπερδεμένες σκέψεις σου προκαλούν αρχικά φόβο, αηδία και έντονο άγχος, μέχρι που κάποια στιγμή καταφέρνεις να αντιστοιχήσεις τα συναισθήματα με λέξεις και να εκφράσεις με λόγια όλα όσα αισθάνεσαι. Έτσι αισθανόμουν όλα τα χρόνια που δεχόμουν κακοποίηση, μέχρι που αντιλήφθηκα ότι έπρεπε να το αποκαλύψω στους γονείς μου. 

Και πώς αντέδρασαν όταν τους το είπες;

Μία μέρα, μάζεψα όλο μου το θάρρος και πήγα να τους μιλήσω. Ήταν ένα τεράστιο και απίστευτα δύσκολο βήμα αυτό για μένα και σίγουρα δεν ήμουν προετοιμασμένη για την αντίδρασή τους. Πολύ απλά δεν ήθελαν να με πιστέψουν και με συνοπτικές διαδικασίες έκλεισαν τη συζήτηση επί τόπου. Η κουβέντα μας πρέπει να διήρκησε ένα λεπτό όλο κι όλο. Μία πρόταση δική μου και μία από τον πατέρα μου προτού με «αποδεσμεύσει». Η μητέρα μου παραδέχτηκε σιωπηλά ότι ο πατέρας μου είχε δίκαιο και συμφώνησε μαζί του. Στέγνωσα τα δάκρυα μου και η ζωή μου συνεχίστηκε «φυσιολογικά», μαζί με την κακοποίηση.

Εννοείς ότι όταν το είπες στους γονείς σου, ήταν τον καιρό που ακόμη δεχόσουν την κακοποίηση;

Ναι. Ήμουν έξι χρονών τότε. 

Πώς τελείωσε αυτό που σου συνέβαινε και κατά πόσο το συγκεκριμένο άτομο τιμωρήθηκε τελικά;

Πέθανε η γιαγιά μου και το σπίτι της πωλήθηκε. Ο συγκεκριμένος ξάδελφος μετακόμισε και εξαφανίστηκε από τη ζωή μου ανενόχλητος και ατιμώρητος. Τουλάχιστον όμως, το σιωπηρό και μυστικό μου μαρτύριο επιτέλους τελείωσε. 

Ο άνθρωπος αυτός, είχε επιδείξει και στο παρελθόν παράξενη, επιθετική ή κακοποιητική συμπεριφορά απέναντί σε κάποιο άλλο άτομο;

Ο ξάδελφος μου ήταν ναρκομανής. Ζούσε «εις βάρος» της γιαγιάς μου, παίρνοντας χρήματα από εκείνη για να εξασφαλίσει τη δόση του. Θυμάμαι τους γονείς μου να συζητούν μεταξύ τους για το ότι εκείνος την έκλεβε ή την παρενοχλούσε λεκτικά για να του δώσει χρήματα. 

Μετά από αυτό, στερήθηκες την παιδικότητα και αθωότητα σου; 

Τέτοιας φύσεως «περιστατικά» στη ζωή ενός παιδιού, σίγουρα σε αλλάζουν για πάντα. Αισθάνομαι ότι με έσπασαν στην πιο αθώα και αγνή ηλικία και κανένας άλλος δεν υπήρχε για να με βοηθήσει να επιβιώσω, παρά μόνον ο ίδιος μου ο εαυτός. Έπρεπε να με ξανακτίσω και να εξελιχθώ σε έναν κατά γενική ομολογία υγιή ενήλικα. Για να τα καταφέρω, αναγκάστηκα να δημιουργήσω γύρω από μένα ένα αλεξίσφαιρο καβούκι. Έμαθα να βασίζομαι μόνο στον εαυτό μου και να μην ζητώ ποτέ βοήθεια από κανένα.  

Όταν δεχόσουν την κακοποίηση, η συμπεριφορά σου ως παιδί άλλαξε με τρόπο που θα μπορούσε κάποιος, εάν πρόσεχε τα σημάδια, να αντιληφθεί ότι κάτι κακό σου συνέβαινε; 

Νομίζω ότι η συμπεριφορά μου δεν είχε αλλάξει αξιοσημείωτα ως παιδί, διαφορετικά, θέλω να πιστεύω ότι οι γονείς μου θα μου έδιναν περισσότερη σημασία και θα με πίστευαν όταν τους αποκάλυψα το μαρτύριο που περνούσα. Παρόλα αυτά, σαφώς και επηρέασε τον τρόπο που μεγάλωσα. Θυμάμαι πάντοτε να αισθάνομαι στερημένη από αγάπη, ένιωθα κατάθλιψη, συχνά πάλευα με τάσεις και σκέψεις αυτοκτονίας ως έφηβη. Όταν ενηλικιώθηκα και αργότερα όταν έγινα μητέρα, με πλήρη συναίσθηση, αντιλήφθηκα ότι η έλλειψη αναγνώρισης, εμπιστοσύνης και υποστήριξης που επέδειξαν οι γονείς μου, ήταν η χειρότερη κακοποίηση που δέχθηκα ποτέ. Αυτό, με οδήγησε να αποστασιοποιηθώ εντελώς από αυτούς… μετά από τόσα χρόνια μίας φαινομενικά φυσιολογικής σχέσης μεταξύ γονιών και παιδιού. Ακόμη και σήμερα, είναι φορές που κυριολεκτικά καταπιέζω τον εαυτό μου ώστε να κρατήσει μία επικοινωνία μαζί τους, υπερνικά όμως πάντοτε το ένστικτό μου το οποίο με σπρώχνει μακριά τους λόγω αηδίας.

Η κακοποίηση που δέχθηκες, καθόρισε αργότερα τις σχέσεις σου με το αντίθετο φύλο; Φοβόσουν να δημιουργήσεις ή διατηρήσεις σχέση;

Ήμουν αρκετά τυχερή ώστε ο πρώτος μου σύντροφος να αποδειχθεί εξαιρετικά υπομονετικός, στοργικός, κατανοητικός και με μεγάλα αποθέματα αγάπης και σεβασμού για κάθε χιλιοστό του εαυτού μου. Όλα αυτά, μου επέτρεψαν να τον εμπιστευθώ και να επανακτήσω μέρος της χαμένης μου εμπιστοσύνης, η οποία είχε υποστεί ανεπανόρθωτη ζημιά, απέναντι στους άντρες.

Αισθάνθηκες ποτέ απέχθεια για τους άντρες, λόγω αυτού που σου συνέβηκε;

Δεν μισώ όλους τους άντρες σε γενικές γραμμές. Ωστόσο, ακόμη και σήμερα, κάθε φορά που πρέπει να μείνω κάπου μόνη με έναν άντρα τον οποίο δεν γνωρίζω καλά, ή και καθόλου, αισθάνομαι απίστευτα στρεσαρισμένη. Νιώθω σαν λεία μπροστά σε θηρευτή, η οποία διαισθάνεται τον κίνδυνο. Ακριβώς γι΄ αυτό, προσπαθώ πάντοτε να «κρύβομαι», να είμαι όσο πιο αδιάφορη γίνεται ώστε να μην με διακρίνει με ευκολία κάποιος. Προτιμώ να αναμειγνύομαι με το πλήθος για να αποφεύγω την αχρείαστη προσοχή από τους άντρες. Σκοπίμως γίνομαι «αόρατη» ή μοιάζω άτομο χωρίς προσωπικότητα, για τη δική μου ασφάλεια.

Ανάφερες προηγουμένως ότι στο παρόν στάδιο βλέπεις ψυχολόγο. 

Για περίπου σαράντα χρόνια, κατάφερα να κουβαλώ το τραύμα μου, ζώντας μία σχετικά φυσιολογική ζωή όπως θα την αποκαλούσαν πολλοί. Αντιλήφθηκα όμως ότι κορόιδευα τον εαυτό μου. Αυτό μπορεί και να οφειλόταν στο ότι φοβόμουν να ζητήσω βοήθεια από κάποιον. Ήθελα μάλλον να πιστεύω ότι μπορούσα να ανταπεξέλθω και σε αυτό, όπως έκανα με όλα μέχρι σήμερα. Μόνη μου. Ωστόσο, πριν από μερικά χρόνια, άρχισα να συνδέω μικρά «θρύψαλα» της προσωπικότητάς μου με ευδιάκριτα θέματα της καθημερινότητάς μου, τα οποία επηρέαζαν την οντότητα μου, το ρόλο, τις αξίες, την ισορροπία και την συναισθηματική ευημερία μου. Κάπως έτσι, πριν από μερικούς μήνες, έκανα το βήμα και πήγα στην πρώτη μου συνεδρία ψυχοθεραπείας, χωρίς να περιμένω να βγουν και πολλά μέσα από αυτή. 

Πως είναι η διαδικασία της ψυχοθεραπεία για σένα; Επώδυνη, λυτρωτική;

Στην αρχή, δεν γνώριζα αν ο ψυχολόγος θα μου ήταν εν τέλει χρήσιμος. Ο μεγαλύτερος μου φόβος στο πρώτο ραντεβού, ήταν εάν και κατά πόσο θα κατάφερνα να αρθρώσω έστω και μία λέξη μετά από τόσες δεκαετίες «προφυλασσόμενης» σιωπής και αμνησίας στην οποία είχα κλειδώσει τον εαυτό μου. Η συνεδρία ξεκίνησε με τις αναμενόμενες συστάσεις και προς μεγάλη μου έκπληξη, στα πρώτα 45 λεπτά κατάφερα να μοιραστώ με έναν άγνωστο, περισσότερες αλήθειες και πληροφορίες, από ότι είχα πει ποτέ σε κάποιον τα 42 χρόνια της ζωής μου. Και ένιωσα τόσο καλά. Ήταν ανακουφιστικό. Πολύ σύντομα, μετά από την πρώτη μας συνάντηση, διαγνώστηκα με Μετατραυματικό Στρες (Post-Traumatic Stress Disorder). Ο ψυχολόγος μού πρότεινε να το αντιμετωπίσουμε μέσω της «Θεραπείας Έκθεσης», την οποία ακολουθώ και ήδη έχω δει κάποια θετικά αποτελέσματα.

Τώρα, μιλώντας για όλα όσα βίωσες, αισθάνεσαι «αποστασιοποιημένη» ή εξιστορώντας τα, τα ζεις ξανά; Ξεπερνιέται ποτέ κάτι τέτοιο ή απλώς γίνεται διαχειρίσιμο με τον χρόνο;

Δεν πιστεύω ότι μπορεί κάποιος να ξεπεράσει ή να ξεχάσει κάτι παρόμοιο με εκείνο που έζησα. Ωστόσο, σκοπός της θεραπείας που ακολουθώ, είναι να μειωθεί το μετατραυματικό στρες. Το γεγονός ότι το μυαλό μου εσκεμμένα διάγραψε έστω και προσωρινά κάποιες μνήμες, δεν μου επέτρεψε να αντιμετωπίσω το τραύμα μου, κάτι που προσπαθώ να κάνω τώρα μέσα από την επανέκθεσή μου στα γεγονότα. Ανακαλώ στη μνήμη όσα το μυαλό μου τουλάχιστον μου επιτρέπει, προσδοκώντας στην πλήρη κατανόηση και επούλωση του τραύματος.

Πώς αισθάνεσαι σήμερα για τον άνθρωπο που σε έβαλε στη διαδικασία να περάσεις όλα αυτά; 

Ξεκάθαρο μίσος και αηδία.

Θα μπορούσες ποτέ να τον συγχωρέσεις;

Όχι.

Ως μητέρα, με ποιο τρόπο θα προσπαθούσες να προστατεύσεις τα παιδιά σου ή να παροτρύνεις κι εμάς να κάνουμε το ίδιο;

Δυστυχώς οι σεξουαλικές κακοποιήσεις είναι πολύ περισσότερες από ότι πιστεύουμε και σεξουαλικός παραβάτης μπορεί να είναι ο καθένας, οπουδήποτε, οποιαδήποτε στιγμή. Ως εκ τούτου, πέραν του να διδάξεις στα παιδιά σου τον τρόπο να προσέχουν και προστατεύονται και να τους μιλάς ανοιχτά για την ασφάλεια του σώματός τους και το δικαίωμα στην ιδιωτικότητα, δεν μπορείς να κάνεις και πολλά για να κρατήσεις τους παιδόφιλους μακριά. 

Προσωπικά, ως μαμά, προτεραιότητα μου είναι να διατηρώ μία δεμένη σχέση με τα παιδιά μου, τόσο δυνατή ώστε να μπορώ να διαβάσω τυχόν σημάδια εάν υπάρξουν και ακόμη περισσότερο, θέλω να μπορούν και τα ίδια να μου μιλήσουν για οτιδήποτε καλό ή στενάχωρο συμβαίνει στη ζωή τους. Είναι σημαντικό να γνωρίζουν ότι η μαμά τους είναι ανοικτόμυαλη και δεκτική όσον αφορά στα μυστικά και γεγονότα που θέλουν να μοιραστούν μαζί μου. Κατά αυτό τον τρόπο, αν συμβαίνει κάτι κακό, λάθος ή απαίσιο, θα είναι εις γνώση μου και θα μπορώ να το αποτρέψω ή να το τερματίσω ή έστω, στην χείριστη περίπτωση, να δώσω στα παιδιά μου την αγάπη, υποστήριξη και βοήθεια που χρειαστούν, για να γιατρέψουν τις πληγές.

Μέσα από αυτή την εξιστόρηση, θα ήθελες να στείλεις κάποιο μήνυμα;

Αυτό που, με λύπη μου, αντιλήφθηκα με το πέρασμα των χρόνων είναι ότι η ιστορία μου δεν είναι σπάνια. Συμβαίνει συχνά μέσα σε πολλές οικογένειες, ανάμεσα σε φίλους, συναδέλφους. Μπορεί η κάθε ιστορία να έχει διαφορετικές αποχρώσεις και λεπτομέρειες αλλά το αποτέλεσμα είναι πάντοτε το ίδιο. Θρυμματίζει και καταστρέφει την ψυχή. Το μήνυμα λοιπόν που θέλω να στείλω, είναι πως «Σίγουρα, δεν είσαι μόνος σου». Όχι ότι αυτό θα διαγράψει τον πόνο… Το αντίθετο για την ακρίβεια. Ωστόσο, βοηθάει τα θύματα σεξουαλικής κακοποίησης να αντιληφθούν ότι πρέπει να μιλήσουν για αυτό που τους συμβαίνει. Για να σταματήσει η κακοποίηση πριν καν ξεκινήσει εάν είναι εφικτό ή έστω, όσο πιο σύντομα γίνεται. Πρέπει να δεχθούν βοήθεια και συμπαράσταση και στη συνέχεια, να βοηθήσουν και εκείνοι άλλους που υπήρξαν ή θα υπάρξουν θύματα για μία μέρα, έναν χρόνο ή μία ζωή. 


Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ «Π»


"Όλα ξεκίνησαν όταν ήμουν πέντε χρονών. Η αδελφή μου ήταν έντεκα τότε. Έχουμε έξι χρόνια διαφορά. Το δικό της σώμα υποθέτω πως είχε ξεκινήσει να κατακλύζεται από ορμόνες. Δεν ξέρω τι ένιωθε ακριβώς και τι σκεφτόταν. Ήθελε πάντως να υπάρχουν πιο τρυφερές στιγμές μεταξύ μας. Εγώ δεν της αρνιόμουνα, διότι δεν ήθελα να της χαλάσω χατίρι. Δεν ξέρω γιατί, μάλλον έτσι κατασκευάστηκα. Να μην μπορώ να αρνηθώ κάτι σε κάποιον.

Όλο αυτό συνεχιζόταν, συνέβαινε όλο και πιο συχνά και κάθε φορά εξελισσόταν. Γινόταν όλο και πιο σοβαρό. Στην αρχή ήταν χάδια, μετά φιλιά, ύστερα προχώρησε πάρα πολύ. Βοηθούσε και το γεγονός ότι μέναμε στο ίδιο δωμάτιο...

Η αλήθεια είναι ότι τότε, αυτό που συνέβαινε έστω και αν δεν μου άρεσε και δεν το ήθελα στην πραγματικότητα, δεν συνειδητοποιούσα ότι μου έκανε ζημιά. Σκεφτόμουν πως δεν θα μπορούσε να ήταν κάτι κακό, από τη στιγμή που προερχόταν από την αδελφή μου.

Όλο αυτό διακόπηκε όταν εγώ ήμουν οκτώ και εκείνη 14 χρονών. Μάς βρήκαν οι γονείς μας σε μία πολύ άσχημη, 'βάρβαρη' θα την αποκαλούσα, φάση. Το μόνο που μας είπαν, ήταν «Αυτά τα πράγματα είναι για τους μεγάλους, να πάτε να εξομολογηθείτε» και… αυτό ήταν.

Βάλαμε το θέμα κάτω από το χαλί. Δεν ξέρω γιατί αντιμετώπισαν το ζήτημα έτσι αλλά δεν τους κατηγορώ για κάτι. Τόσα ήξεραν; Τόσο μπορούσαν να αντέξουν; Τόσα μπορούσαν να διαχειριστούν; Ποιος γνωρίζει.

Όντας σε μία οικογένεια θρήσκα, με πίστη στο Θεό, μητέρα της εκκλησίας, εγώ είπα ψέματα ότι το εξομολογήθηκα αλλά στην πραγματικότητα δεν το συζήτησα ποτέ με κανέναν. 

Δεν μένω στις εικόνες, έστω και αν στο μυαλό μου έρχεται συχνά η τουαλέτα του πατρικού μου. Ήταν ο χώρος όπου συνέβαιναν συνήθως όλα. Ακόμη και σήμερα, ακόμη και μετά από τεσσεράμισι χρόνια ψυχοθεραπείας, όποτε μπαίνω στη συγκεκριμένη τουαλέτα, οι εικόνες επανέρχονται. Θυμάμαι τι έζησα εκεί μέσα. 

Διανύοντας την τρίτη δεκαετία της ζωής μου, συνειδητοποίησα ότι κάτι δεν πάει καλά με τον τρόπο που λειτουργώ σε σχέση με τους ανθρώπους, ακόμη και σε φιλικό ή οικογενειακό επίπεδο. Σκέψου ότι όποτε με αγκάλιαζε ο πατέρας μου, μου έλεγε ότι η αίσθηση που του άφηνα ήταν λες και αγκάλιαζε ξύλο. Δεν δεχόμουν να με αγγίξει ή να με φιλήσει κανένας. Ούτε άντρας, ούτε γυναίκα, ούτε η μάνα ή ο πατέρας μου. Δεν ήθελα να έχω καμία σωματική επαφή με τον οποιοδήποτε. Όσο για ερωτικές σχέσεις, ποτέ μου δεν δημιούργησα. Από φόβο. 

Μέσα από την ψυχοθεραπεία κατάλαβα ότι λόγω του συγκεκριμένου βιώματός μου, έμαθα να υποβιβάζω τον εαυτό μου βάζοντας τον στη θέση του θύματος. Αυτό αυτομάτως σήμαινε ότι έπρεπε να ικανοποιώ πάντοτε όλους του άλλους παραμερίζοντας τις δικές μου ανάγκες, λες και δεν υπήρχα. Αυτό ήξερα να κάνω, αυτό θεωρούσα φυσιολογικό. Μου έγινε τόσο βίωμα, όσο το να τρώει και γράφει με το δεξί, ένας δεξιόχειρας. 

Μετά από μία τραγική κατάσταση που σου συνέβηκε, δεν μπορείς απλώς να γυρίσεις σελίδα. Ειδικά όταν είσαι μωρό, χτίζεις τον εαυτό σου, αρχίζεις να αντιλαμβάνεσαι πως πρέπει να είναι μια φυσιολογική ζωή, το ρόλο σου στην οικογένεια, τι είδους σχέση πρέπει να έχεις με τα αδέλφια σου. Εάν όλα αυτά δομηθούν σε λανθασμένες βάσεις, τότε δεν έχεις καθορισμένα ορθά τα πρότυπα. Αυτό σε ακολουθεί σε όλη σου τη ζωή. 

Προσωπικά, ποτέ δεν κατάφερα να φτιάξω τη σχέση μου με την αδελφή μου. Μαλώναμε πολύ στην εφηβεία και πάντοτε με ρωτούσε γιατί δεν ήθελα να είμαι φίλη της. Το είχε διαγράψει και η ίδια από τη μνήμη της θεωρώ ή τουλάχιστον, το θεωρούσε ως ένα παιχνίδι. Δεν μου ζήτησε ποτέ συγγνώμη. Ακόμη ούτε και όταν κάποια στιγμή που ως ενήλικες, λέχθηκαν τα πράγματα μπροστά σε όλη την οικογένεια, χωρίς υπεκφυγές πλέον.  

Εάν ερχόταν, και σήμερα ακόμη, να μου πει ότι κατάλαβε... ότι έστω και αν τότε θεωρούσε ότι παίζαμε, αντιλαμβάνεται πλέον ότι όλο αυτό μου έκανε μεγάλη ζημιά, και αν μου έλεγε μία συγγνώμη, οι ισορροπίες θα άλλαζαν. Θα αισθανόμουν λύτρωση. Και της το είπα ξεκάθαρα ότι αυτό έχω ανάγκη. Δεν απολογήθηκε…

Μα και εκείνης, αναγνωρίζω ότι είναι τραγική η θέση της εάν αναλογίστηκε ποτέ τι έκανε και τι προκάλεσε στην αδελφή της. Δεν με αφορά όμως αυτό. Ας το λύσει με τον εαυτό της. Μακάρι να βρει κάποια στιγμή τα κότσια και να το κάνει, για να ελευθερωθεί και η ίδια.

Το δικό μου κομμάτι, είναι να μπορέσω εγώ να προσδιορίσω ξανά τις σταθερές μου. Τους γονείς μου τους έχω συγχωρέσει. Όταν ειπώθηκαν όλα ενώπιον τους και ξεκαθαρίστηκε πως σε αυτή την ιστορία υπήρχε ένα θύμα και ένας θύτης, ένιωσα απίστευτα ξαλαφρωμένη. Ήρθαν και οι ίδιοι αντιμέτωποι με το δικό μου εσωτερικό πόνο. Τόσα χρόνια απλώς με θεωρούσαν ως την μικρή, αντιδραστική -χωρίς ουσιαστική αιτία- κόρη τους.

Το γεγονός ότι όλο αυτό έγινε από αδελφή προς αδελφή και όχι από το αντίθετο φύλο, είναι για μένα προσωπικά, ακόμη χειρότερο. Αυτομάτως, δημιουργείται μία λίστα από αναπάντητα ερωτήματα στο μυαλό του θύματος, ανάμεσα στα οποία, το κατά πόσο τίθεται θέμα ομοφυλοφιλίας. Ξεκινάς να διερωτάσαι ποια είναι η σεξουαλική σου ταυτότητα. Δεν ξέρω αν συμβαίνει σε όλους τους ανθρώπους αυτό. Για μένα όμως, αυτό δεν ήταν ξεκάθαρο σημείο, για χρόνια. Έπρεπε να αναζητήσω την απάντηση.

Για την ακρίβεια, δεν ήξερα καν εάν έχω σεξουαλική ταυτότητα, διότι ακριβώς απέφευγα να την ανακαλύψω. Δεν ήθελα και δεν άφηνα κανένα να με αγγίξει. Μία ζωή επιθυμούσα να είμαι αόρατη. Να μην με βλέπουν. Όχι πως έχει σημασία ενδεχομένως για την ιστορία αλλά στην πορεία ανακάλυψα ότι δεν είμαι ομοφυλόφιλη. Πάντοτε ερωτευόμουν άντρες αλλά ποτέ δεν επέτρεπα να ξεκινήσει κάτι με κάποιον. Έμεναν όλα μέσα στο μυαλό μου, πλατωνικά.

Ακόμη και ο όρος που θα χρησιμοποιηθεί για να περιγράψει την εμπειρία μου, επειδή δεν αφορά άντρα με κοπέλα, μπορεί να διχάσει. Κάποιος μπορεί να το αποκαλέσει σεξουαλική παρενόχληση. Όχι όμως. Δεν είναι αυτό. Για μένα, είναι σεξουαλική κακοποίηση. Λες και η διείσδυση καθορίζει το βαθμό σοβαρότητας. 

Όπως και να έχει, δεν με καθορίζει πλέον αυτό το 'ιστορικό' για εμένα σημείο της ζωής μου. Δούλεψα πολύ για να το επιτύχω αυτό.

Η ψυχοθεραπεία είναι ο μοναδικός τρόπος θεωρώ για να ξεμπερδέψεις το κουβάρι της ζωής σου μετά από μία παρόμοια, καθοριστικής σημασίας εμπειρία στην παιδική σου ηλικία. Είναι το μοναδικό εργαλείο για να βγεις από τέτοιες καταστάσεις.

Για να σου εξηγήσω. Ήμουν άριστη μαθήτρια αλλά δεν μπορούσα καθόλου να επικοινωνήσω με τους ανθρώπους. Δεν μιλούσα, δεν εκφραζόμουν, δεν μπορούσα να μετατρέψω τις σκέψεις μου σε λέξεις. Ντρεπόμουν τα πάντα, τα αυτονόητα. Καθόμουν με φίλους στο τραπέζι για φαγητό και δεν έτρωγα, γιατί ένιωθα άβολα να φάω μπροστά τους. Μόνο η ψυχολόγος μου, κατάφερε να με ξεκλειδώσει. Με τη βοήθεια της, κατάφερα να βάλω φωνή στις σκέψεις και συναισθήματά μου και να τα περιγράψω. Μία απίστευτα θεραπευτική διαδικασία. Με απελευθέρωσε. 

Τις πρώτες βδομάδες που πήγαινα στις συνεδρίες μας, το μόνο που έκανα ήταν να κάθομαι απέναντι της, να περιγράφω το σκηνικό που έζησα και να κλαίω. Και ξανά και πάλι από την αρχή… Πολλές φορές. Μέχρι που κατάφερα να σταματήσω τα κλάματα και επικοινωνήσαμε ουσιαστικά. 

Ο λόγος που κάθομαι και τα λέω όλα αυτά τώρα, είναι ένας και μοναδικός. Όποιος γονιός το διαβάσει, αν συνειδητοποιήσει ή εντοπίσει κάποια αντίδραση παράξενη στη συμπεριφορά του παιδιού του, να το βοηθήσει, με τη βοήθεια ενός ειδικού. Και να είναι δίπλα του. Να το κάνει να καταλάβει ότι είναι εκεί για εκείνο. Να του πει πως δεν θα το περάσει μόνο του όλο αυτό. Διαφορετικά, αντί το παιδί να το ξεπερνάει, θα το κτίζει. 

Αν συνέβηκε, δεν μπορείς να κάνεις κάτι για να γυρίσεις τον χρόνο πίσω. Πρέπει όμως να αντιμετωπιστεί, όπως θα γινόταν και με μία πληγή σε περίπτωση που έπεφτε το παιδί μας και έγδερνε το πόδι του. Να το βοηθήσουμε να επουλώσει την πληγή και μάλιστα απευθείας. Όχι εκ των υστέρων, στα 30, 40 ή 50 του χρόνια, όταν θα καταλάβει πως αλλού πατά και αλλού βρίσκεται, να ξεκινήσει έναν αγώνα μοναχικό.

Το να αρνείται ένα μωρό να το αγκαλιάσει η μαμά και ο μπαμπάς του ή να δυσκολεύεται να δεχθεί αγάπη, τρυφερότητα και φροντίδα, είναι ξεκάθαρα σημάδια ότι κάτι πάει λάθος. Κάτι συμβαίνει. Στην τελική, γεννιόμαστε και θέλουμε να βρισκόμαστε συνεχώς μέσα στην αγκαλιά της μαμάς μας διότι εκεί ηρεμούμε, ησυχάζουμε, εκεί σταματάμε να κλαίμε. Ότι και αν συμβαίνει γύρω μας, εάν μας πάρει αγκαλιά η μητέρα μας, θα βρει τον τρόπο να μας γαληνέψει.

Όταν λοιπόν ένα μωρό καθώς μεγαλώνει απομακρύνεται, δεν πλησιάζει, είναι ψυχρό, έχει 'δυσανεξία' στην τρυφερότητα και το άγγιγμα, θεωρώ ότι είναι στοιχεία που πρέπει να μας κτυπήσουν καμπανάκι. 

Και αν μας διαβάζουν παιδιά που ίσως δέχθηκαν κακοποίηση, θέλω να τους πω ότι σίγουρα δεν φταίνε και καθόλου δεν την προκάλεσαν. Δεν φέρουν καμία ευθύνη εάν ήταν θύματα βιασμού. Ξέρεις, η κοινωνία μας κάποτε, αποδίδει ευθύνες ακόμη και στο θύμα και αυτό είναι ανεπίτρεπτο. Έναν άνθρωπο που δεν φτάνει που έζησε ότι έζησε, που το βράδυ κλαίει και δεν μπορεί να κοιμηθεί, τον γεμίζουν και με τύψεις. 

Εάν με ρωτάς, και ο θύτης θα έπρεπε να βοηθηθεί από ψυχολόγο. Για να καθορίσει τα δικά του λάθη και να προσδιορίσει ξανά τι είναι ορθό. 

Και ακόμα ένα μήνυμα θέλω να στείλω. Από πολύ μικρή ηλικία οφείλουμε να συζητάμε ανοιχτά με τα παιδιά μας, εξηγώντας τους ότι δεν πρέπει να δεχτούν να τα αγγίξει οποιοσδήποτε σε διάφορα σημεία του σώματος τους. Γιατί δηλαδή, στα έξι μου χρόνια να θεωρούμαι έτοιμη για να μάθω γράμματα αλλά ανέτοιμη, για να μάθω ότι το σώμα μου μού ανήκει και απαγορεύεται να με αγγίξει κάποιος, κάπου που δεν θέλω; Ξέρεις τι; Δεν είναι τα μωρά ανέτοιμα να μάθουν αλλά οι γονείς να μιλήσουν. Ας ξεπεράσουμε αυτά τα ταμπού.

Εάν πρέπει να με αναφέρεις με κάποιο αρχικό μέσα στη συνέντευξή μας, βάλε με ως «Π». Από το πολεμίστρια". 


Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ «Μ»


Καθισμένες η μία στην αριστερή και η άλλη στη δεξιά γωνιά του ίδιου τριθέσιου καναπέ, στο χώρο που εκείνη επέλεξε, αφού εκεί αισθάνεται προστατευμένη, ξεκίνησε μία εξιστόρηση όλων όσων έχει ζήσει ως παιδί.  

«Ήμουν εννέα χρονών όταν κακοποιήθηκα σεξουαλικά. Από έναν ξάδελφο μου που ήταν 19 και τον οποίο μάλιστα αγαπούσα. Είχα και άλλα, μεγαλύτερα ξαδέλφια, όμως αυτός, πάντοτε μου έδινε περισσότερη σημασία. Όχι όμως υπερβολική ώστε να υποπτευθεί κάποιος, κάτι. Πάντοτε, όποτε βρισκόμασταν, με ρωτούσε πως είμαι, πως τα πηγαίνω στο σχολείο, πώς είναι οι φίλες μου. Μου έδειχνε ενδιαφέρον και έτσι αισθανόμουν ότι έχω μία ενδιαφέρουσα ζωή. Εκείνος, προφανώς κατάλαβε πως ένιωθα και το έκανε επίτηδες, ώστε να τον εμπιστευτώ και να του είναι πιο εύκολο να με απομονώσει».

Και τα κατάφερε. Η πρώτη φορά που δέχθηκε κακοποίηση από εκείνον ήταν μία Κυριακή όταν, τόσο αυτός όσο και άλλοι συγγενείς, πήγαν για φαγητό στο διαμέρισμα όπου ζούσε με τους γονείς της. Ένα πολύ μικρό μονάρι, στο οποίο διέμεναν προσωρινά. 

«Καθώς μιλούσαμε, του είπα για ένα καινούριο παιχνίδι ή φόρεμα -δεν θυμάμαι ακριβώς- που αγόρασα, και εκείνος μου ζήτησε να πάμε στο δωμάτιο για να του το δείξω. Σκέψου ότι ακριβώς έξω από την πόρτα ήταν περίπου δέκα άτομα. Μπήκαμε μέσα, τράβηξε την πόρτα, με έσπρωξε στο κρεβάτι και έκανε ότι έκανε. Στην αρχή, αντιστάθηκα λεκτικά και σωματικά αλλά εκείνος μου είπε να σωπάσω. Και αυτό έκανα. Αν και συνέχισα να προσπαθώ να τον σταματήσω, σιώπησα. Ήταν λες και κατάπια την φωνή μου. Τελείωσε στο άψε σβήσε, σηκώθηκε και βγήκε έξω, για να μην τον πάρουν είδηση. Εγώ, ένιωθα λες και είχε εκραγεί μία βόμβα. Δεν καταλάβαινα τι έγινε και γιατί».

Σηκώθηκε και βγήκε έξω από το δωμάτιο. Νόμιζε πως θα αντικρύσει μία σκήνη από έργο, όπου γίνεται μία έκρηξη και ο κόσμος τρέχει σαστισμένος από δω και από εκεί και παντού επικρατεί χάος, όπως μου περιγράφει. 

«Τίποτα από εκείνα που περίμενα, εννοείται, πως δεν είδα. Ένας συγγενής καθόταν στον καναπέ και έπινε το ποτό του, κάποιοι στεκόντουσαν και συνομιλούσαν και η μαμά μου έβαζε ένα ταψί με φαγητό επάνω στο τραπέζι. Δεν ξέρω πως φαινόμουν στους υπόλοιπους αλλά εκείνος με είδε και μου γούρλωσε τα μάτια, κάνοντας με να καταλάβω πως δεν πρέπει να πω κάτι. Εκείνη τη στιγμή, σκέφτηκα πως για να είναι όλα τόσο φυσιολογικά και για να συμπεριφέρεται και εκείνος τόσο νορμάλ, μάλλον δεν έχει γίνει κάτι τόσο κακό». 

Ο καιρός περνούσε και εκείνη ως παιδί αναρωτιόταν, ξανά και ξανά, τι είχε συμβεί αλλά δεν έβρισκε απάντηση. Κατέληξε λοιπόν σε ένα συμπέρασμα.

«Για να υποστηρίζουν όλοι πως ο ξάδελφος μου είναι τόσο σπουδαίο παιδί, αξιαγάπητο, έξυπνο, ευγενικό και ευαίσθητο, αποκλείεται να κάνουν λάθος. Με το παιδικό μου μυαλό, πίστεψα ότι πρέπει να είναι καλός. Όλα ήταν άσπρο και μαύρο για μένα τότε. Θεωρούσα ότι οι καλοί κάνουν μόνο καλό και οι κακοί, μόνο κακό. Δεν υπήρχε ενδιάμεση κατάσταση. Ήταν όλα τόσο απλουστευμένα και αθώα για μένα. Οπότε, αφού αυτός δεν ήταν κακός, σήμαινε πως και εκείνο που μου έκανε, επίσης δεν ήταν κακό και πως μεγαλώνοντας θα το αντιλαμβανόμουνα καλύτερα». 

Το εννιάχρονο τότε κοριτσάκι δέχθηκε άλλες δύο φορές σεξουαλική κακοποίηση από εκείνον μέχρι που ξαφνικά, σταμάτησε. 

«Δεν μου μιλούσε καν. Άρχισα να αναρωτιέμαι αν τελικά είχα κάνει εγώ κάποιο λάθος. Σταματώντας να μου δίνει σημασία, ένιωσα απόρριψη. Σκεφτόμουν πως αν αυτό το τόσο «υπέροχο» -σύμφωνα με τους υπόλοιπους- πλάσμα, έπαψε να με αγαπά, τότε κανείς άλλος δεν θα με αγαπήσει. Πίστεψα ότι μάλλον δεν είμαι άξια να αγαπηθώ. Και αυτή η πεποίθηση διήρκησε για πάρα πολλά χρόνια δυστυχώς». 

Στη συνέχεια, αυτός πήγε πανεπιστήμιο, παντρεύτηκε, σχεδόν αποκόπηκε από τους συγγενείς. Οι οικογενειακές συνευρέσεις αραίωσαν πάρα πολύ.

Την ρωτώ αν όλα αυτά τα έχει εκμυστηρευθεί ποτέ σε κάποιον.

«Στο σύζυγό μου, στην ψυχολόγο μου και τώρα σε σένα».

Αναρωτιέμαι, γιατί όχι και στους γονείς της. 

«Παρά το γεγονός ότι με τους γονείς μου αγαπιόμασταν, ένιωθα ότι δεν μπορούσα να τους μιλήσω για μία τόσο ανεξήγητη εμπειρία. Ο πατέρας μου, δούλευε πολλές ώρες με αποτέλεσμα να μην τον βλέπω πολύ και η μητέρα μου ήταν πολύ αυστηρή και συχνά με κατέκρινε. Την φοβόμουνα. Φοβόμουνα και τους δασκάλους μου. Μεγάλωσα σε ένα περιβάλλον που μου ασκούσε τεράστιο έλεγχο για τα πάντα. Ήμουν πάντοτε υπάκουο και ήσυχο παιδί. Δεν είχα διδαχθεί ότι έχω δικαιώματα ή ότι πρέπει να σκέφτομαι για τον εαυτό μου και όχι να αποφασίζουν πάντοτε οι μεγαλύτεροι, για μένα». 

Δεν της είχαν δοθεί οι δεξιότητες της ελεύθερης σκέψης, της έκφρασης, της κρίσης. 

«Μπορεί να είχα άποψη ως παιδί αλλά κανένας δεν ενδιαφερόταν να τη μάθει. Με λίγα λόγια, δεν αισθανόμουν ότι έχω κάποιον στον οποίο θα μπορούσα να μιλήσω για αυτό που μου συνέβαινε. Πιστεύω πως θα το έλεγα στη μητέρα μου αν πίστευα ότι δεν θα μου θυμώσει, δεν θα φωνάξει και δεν θα με κατακρίνει».

Αναρωτιέμαι μήπως εκείνος είχε παρατηρήσει πως το συγκεκριμένο παιδί δεν είχε άνεση να μιλήσει στους γονείς του και αυτό τον διευκόλυνε. 

«Ναι, μπορεί. Ίσως γνώριζε ότι είμαι ευάλωτο παιδί, άρα και πιο εύκολος στόχος. Μπορεί και να ήταν κάτι που είχε ξανακάνει προηγουμένως. Μπορεί να το έκανε ξανά και μετά από εμένα. Εύχομαι όχι, αλλά ποιος ξέρει; Εάν όμως υπάρχουν και άλλα θύματα και το μάθω, τότε θα μιλήσω στα φανερά».

Η γυναίκα που έχω απέναντί μου, δεν είναι πλέον το κοριτσάκι που δεν εκφραζόταν.

«Αυτή τη στιγμή, ξαναβρήκα την φωνή μου. Βλέπεις, χρειάστηκε να περάσουν 47 χρόνια προτού πάρω την απόφαση να μιλήσω για αυτό το θέμα. Έπρεπε όμως να το κάνω, διότι πλέον δεν μπορούσα να λειτουργήσω στην καθημερινότητα μου. Αισθανόμουν τόσο κουρασμένη συναισθηματικά. Ακόμη και το σώμα μου το ένιωθα βαρύ. Από τα 18 μου, κατάλαβα ότι ήθελα να πεθάνω. Δεν θα προκαλούσα εγώ τον θάνατο μου αλλά δεν με ενοχλούσε και να μάθαινα ότι θα πεθάνω αύριο».

Κάποια στιγμή, αποφασίζει να επισκεφτεί ψυχολόγο.  

«Αποφάσισα ότι, τελικά, θέλω να ζήσω. Να δω πέραν από το σκοτάδι της ψυχής μου, θετικά πράγματα, αισιόδοξα. Πέρασαν ακόμη μερικά χρόνια και αποφάσισα να πάω σε ψυχολόγο. Την πρώτη φορά που πήγα, έφυγα νιώθοντας ότι αιωρούμουν. Τόσο απελευθερωμένη. Ξέρεις, όταν συνειδητοποιήσεις ότι η ντροπή δεν είναι ούτε στο ελάχιστο δική σου αλλά είναι εξ’ ολοκλήρου του κακοποιού σου, λυτρώνεσαι. Και τότε αντιλαμβάνεσαι πως αν είχες μιλήσει τόσα χρόνια, θα μπορούσες να είχες ζήσει μία φυσιολογική ζωή, να είχες παντρευτεί πιο πριν και να είχες αποκτήσει παιδιά». 

Εάν είχε σήμερα απέναντί της τον άνθρωπο που την κακοποίησε, θα τον αντιμετώπιζε; 

«Θα ήθελα να του περιγράψω, με ποιο τρόπο οι πράξεις του επηρέασαν καταλυτικά τη μετέπειτα ζωή μου. Μου στέρησε δεκαετίες από το να ζήσω μία ζωή αυθεντική για μένα. Φτάνει να σου πω, ότι ακόμη και σήμερα, δεν μου αρέσει να κάθομαι πλάι σε κάποιον, ούτε και να με ακουμπάει. Νιώθω άβολα. Αν χρειαστεί να καθίσω με άλλα δύο άτομα στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου για παράδειγμα, αισθάνομαι περίεργα. Άνετα νιώθω μόνο με το σύζυγο μου».

Δεν την διακόπτω και εκείνη συνεχίζει να αφηγείται, τόσο περιγραφικά, βάζοντάς με στο «πετσί» της. Σκέφτομαι πως ακόμη και αν κρατάει αποστάσεις άμυνας με το σώμα της, με τον τρόπο που μιλάει σε αφήνει να την γνωρίσεις ουσιαστικά, ως άνθρωπο. 

«Το σώμα μου, έχει κλειδώσει. Είναι λες και έχω μονίμως την στάση που είχα τη στιγμή του βιασμού. Τεντωμένη και σφιγμένη, με τα χέρια γροθιές. Ποτέ μου δεν μπόρεσα να χαλαρώσω. Εάν για παράδειγμα, μου ζητήσεις αυτή τη στιγμή, να σηκωθώ και να σκύψω για να αγγίξω τα δάχτυλα των ποδιών μου, δεν μπορώ. Ποτέ δεν τα κατάφερα.

Το να κακοποιήσεις κάποιον, δεν είναι φυσιολογικό, οπότε και οι αντιδράσεις αυτού του ανθρώπου εκ των υστέρων, δεν θα είναι οι αναμενόμενες ή οι 'φυσιολογικές'. Γι΄ αυτό και συχνά, πολλοί που δεν βίωσαν κάτι παρόμοιο, δεν μπορούν να σε καταλάβουν. Για παράδειγμα αναρωτιούνται γιατί δεν προσπάθησες να ξεφύγεις, να φωνάξεις, να τρέξεις. Οι απαντήσεις δεν είναι κατανοητές εάν δεν έχεις ζήσει αυτή την τόσο συγχυστική εμπειρία».

Την ρωτώ, ποιο μήνυμα θέλει να στείλει μέσα από τη κοινοποίηση της ιστορίας της. 

«Οι γονείς, οφείλουν να αντιμετωπίζουν τα παιδιά τους ως ανθρώπους και όχι ως μωρά που δεν γνωρίζουν τίποτε. Πρέπει να τα αγαπούν, να τα κάνουν να αισθάνονται ότι είναι με το μέρος τους. Να τα ακούνε, ακόμη και όταν αυτά τους διηγούνται τα πιο μικρά και ασήμαντα της καθημερινότητάς τους. Να δείχνουν ενδιαφέρον για το τι έκαναν στο σχολείο, να γνωρίζουν τους φίλους τους, να επικοινωνούν ουσιαστικά μαζί τους, κάθε μέρα. Και εάν το παιδί σας, αρνείται και επιμένει έντονα να μην πάει στο σπίτι ενός φίλου, ενός συγγενή ή οπουδήποτε, μην το αναγκάζετε να το κάνει, θεωρώντας ότι απλώς βαριέται - κάτι που μπορεί και να υφίσταται βεβαίως. Ρωτήστε το: 'Γιατί;'. 'Τι έγινε;' Δώστε την απαιτούμενη σημασία. Μπορεί να συμβαίνει κάτι κάτω από τη μύτη μας και να μην το αντιληφθούμε». 

Σταματάει για λίγο και σκέφτεται. 

«Πρέπει να ξέρουμε ότι οι περισσότεροι παιδόφιλοι έχουν τον τρόπο τους να γοητεύουν τους ανθρώπους. Δεν είναι αυτό που κάποιος θα περίμενε, δηλαδή με φοβιστικές και αηδιαστικές φυσιογνωμίες. Εξωτερικά δεν μοιάζουν με τέρατα. Αντιθέτως, είναι ευγενικοί και αγαπητοί, έτσι καταφέρνουν να θεωρηθούν ως άτομα εμπιστοσύνης και να τους αφήσεις να πλησιάσουν ή και να μπουν μέσα στην οικογένεια σου. Είναι τρομακτικό αν σκεφτείς πόσο υποχθόνια λειτουργούν».

Ενδεχομένως να υπάρξουν παιδιά που να διαβάσουν την ιστορία σου. Θα ήθελες να τους πεις κάτι; 

«Κανένας δεν έχει το δικαίωμα να τα αγγίξει χωρίς τη θέληση τους. Εάν δεν θέλουν κάποιος να τα αγκαλιάσει, να τα φιλήσει, πρέπει να ξέρουν ότι μπορούν να πούνε όχι. Οφείλουν να γνωρίζουν επίσης, πως ούτε εκείνα επιτρέπεται να αγγίζουν άλλους σε απόκρυφα σημεία του σώματός τους. Ούτε να δέχονται να τους δείξει κάποιος ακατάλληλες φωτογραφίες. Και να μην ντρέπονται ότι θα φανούν αγενή ή θα πληγώσουν το άτομο στο οποίο θα αρνηθούν. Πρέπει να αντιληφθούν πως εκείνο το άτομο, δεν τα σέβεται τη δεδομένη στιγμή, με τις πράξεις του. Ας μάθουμε στα παιδιά μας ότι δεν χρειάζεται πάντοτε να έχουν καθώς πρέπει τρόπους. Έχουν το δικαίωμα να φωνάξουν και να τρέξουν μακριά όταν χρειαστεί. Τα παιδιά ξέρεις, δεν είναι αδύναμα. Έχουν μεγάλη δύναμη και αυτή είναι η φωνή τους. Πρέπει να τους το λέμε, για να το εμπεδώσουν. Πρέπει επίσης να γνωρίζουν πως σε περίπτωση που θέλουν να συζητήσουν οτιδήποτε τα προβληματίζει, μπορούν να στραφούν σε εμάς, αφού θα τα αφουγκραστούμε και θα τα κατανοήσουμε». 

Σε ανθρώπους που έχουν βιώσει σεξουαλική κακοποίηση ως παιδιά, τι θα έλεγες; 

«Πως πρέπει να μιλήσουν στο κατάλληλο άτομο, έναν ειδικό. Εάν μιλήσεις στον σύντροφό σου, στη μητέρα σου, στην αδελφή σου ή σε μία φίλη, μπορεί να σε συμπονέσει, να κλάψει μαζί σου αλλά δεν γνωρίζει πώς να σε βοηθήσει ουσιαστικά. Ο ψυχολόγος, σε κάνει να δεις τα πράγματα στις αληθινές τους διαστάσεις και να τα εκφράσεις με το πραγματικό τους όνομα. Οι απορίες σου λύνονται με τον καιρό. Στο λέω επειδή εγώ, μέχρι πέρσι, δεν πίστευα ότι ήταν βιασμός. Έπειτα όμως αποδέχτηκα ότι ο ξάδελφος που αγαπούσα τόσο, στην πραγματικότητα με κακοποίησε. Το αποτέλεσμα, ήταν να έχουν περάσει τόσα χρόνια και εγώ τώρα ακόμη να αρχίζω να ανακαλύπτω και καταλαβαίνω τον εαυτό μου. Πλέον, ξέρω ότι έχω δικαίωμα σε μία όμορφη ζωή κα αρχίζω να κάνω πλάνα για το μέλλον. Η λέξη "μπορώ", έχει προστεθεί στο λεξιλόγιο μου και είμαι αισιόδοξη. Κάλιο αργά παρά ποτέ δεν λένε;». 

Χαμογελάει… Και αισθάνομαι πως θα της χαμογελάσει και η ζωή.

Loader