Όσο ταΐζεις τα κυπριακά αδέσποτα, ξανάρχονται

Όσο ταΐζεις τα κυπριακά αδέσποτα, ξανάρχονται

Χθες σχόλασα αργά το απόγευμα. Την ώρα που παίρνει εκείνο το πορτοκαλί χρώμα ο ουρανός και η Λευκωσία μας γίνεται πιο όμορφη. 

Στου Μάρκου Δράκου τον κόμβο γίνεται πανικούλης αυτές τις μέρες λόγω έργων. Κόρνες και βρισίδι. Ένας κατέβηκε, υποθέτω, για να τσακωθεί με τον προπορευόμενο και κάτι δεν τους έκατσε στον καβγά. Μπήκαν στα αυτοκίνητά τους και προχώρησαν τα κοπέλια. 

Κι εγώ συνήθως βρίζω αλλά χθες δεν βιαζόμουν να πάω κάπου. Έβριζα όμως τον εαυτό μου, που πάλι ξέχασα πως τα λένε εκείνα τα υπέροχα δέντρα με τους μωβ ανθούς που ζωγραφίζουν τον Άγιο Ανδρέα αυτή την εποχή.

Στρίβω δεξιά προς οδό Νεχρού. Την Νεχρού την βαφτίσαμε προς τιμήν του Παντίτ, του πατέρα της Γκάντι. Την οδό Νεχρού, απ’ την δεκαετία του ‘80 την έχω ταυτισμένη με κακές αναμνήσεις και την μυρωδιά της χλωρίνης του Γενικού Νοσοκομείου που δέσποζε κάποτε εκεί. Μέχρι σήμερα, η μυρωδιά αυτή μου ανακατεύει το στομάχι και την αποφεύγω όπως ο διάολος το λιβάνι. 

Περνώ καθημερινά απ’ την Νεχρού επειδή με βολεύει, ίσως κι επειδή θέλω να ξορκίζω τους δαίμονες μου. Δεν κοιτάω μπροστά, ούτε δεξιά προς το κτίριο της Βουλής, αλλά πάντα αριστερά. Εκεί που κάποτε βρωμούσε χλωρίνη, οι επισκέπτες κάπνιζαν στους διαδρόμους και τα παιδιά τρώγαμε παγωτό μες τα δωμάτια των ασθενών. Εκεί που οι γιατροί φωναχτά ανακοίνωναν “Μπορεί και να μην βγάλει την νύχτα”.  

Χθες, στα αριστερά, λίγο πριν το αλτ, απέναντι από το Ανώτατο, βλέπω ανθρώπους αραχτούς στο γρασίδι. Απ’ την ενδυμασία μιας κυρίας υποθέτω ότι είναι ξένοι και σκέφτομαι πόσο όμορφο είναι που κάποιοι τελοσπάντων απολαμβάνουν τη φύση και την λιακάδα μες την πόλη και κάνουν το πικ νικ τους εκεί. 

Την ανοησία της σκέψης μου την αντιλαμβάνομαι λίγο πριν πιάσω αργά την στροφή και δω έναν κύριο να τοποθετεί ένα χαρτόνι πάνω στο δέντρο, χωρίς να προλάβω να διαβάσω τι γράφει πάνω. 

Φτάνω στο σπίτι, η μικρή διαβάζει για τα Delf, ο μικρός τσακώνεται με το Playstation. Δυσκολεύομαι να κοιμηθώ το βράδυ, από περιέργεια περισσότερο, για το “πικ νικ” της Νεχρού. 

Ανέκαθεν ξυπνούσα πριν τις κότες και πριν πάρει χρώμα ο ουρανός κι αρχίσουν τα βρισίδια στον κόμβο του Δράκου, μπαίνω στο αυτοκίνητο. Θέλωντας να ικανοποιήσω την περιέργειά μου ξαναστρίβω απ’ την Νεχρού. Το πικ νικ της αφέλειάς μου αντικατέστησαν κλειστά τσαντίρια και κάποια παιχνιδάκια, όμορφα συγυρισμένα απέξω. 

Λίγο πριν φέξει, πίσω στο σπίτι, βάζω την μπανάνα στο ταπεράκι σε σχήμα μπανάνας στις παιδικές τσάντες. Βάζω και τα τακουνάκια μου και κάνω μία σύντομη στάση στον μπακάλη, για να επιδοθώ σ’ αυτό που απεχθάνομαι περισσότερο. Την χλωρινάτη “φιλανθρωπία”. Το πάρε “μπισκότα” να φας τώρα και μετά βλέπουμε. 

Σιμώνω στα τσαντίρια κι ένας κύριος, προφανώς ο πατέρας του παιδιού που παίζει λίγο παρακάτω με τη μάνα του, με κοιτάει παρατεταμένα. Δεν κοιτάει τις τσάντες. Κοιτάει πάνω απ’ τη μάσκα, τα μάτια. Υποπτεύομαι. Την έχω ξαναβιώσει αυτή την “αναγνώριση”, και στο εξωτερικό και εδώ. Μου λέει κάτι στη γλώσσα του, ακούω ένα “Ιράκ;”, καταλαβαίνει ότι δεν είμαι “δική τους”, ξηγούμαστε με πέντε λέξεις, “χοτέλ”, “μπέιμπι”, “ρέφιουτζι”, "πέιπερς", "γοντ τζομπ". 

Θέλω να του πω ότι είμαι κι εγώ “ρέφιουτζι”, έχω προσφυγική ταυτότητα, αλλά ντρέπομαι γιατί φοράω τακουνάκια και βάζω τις μπανάνες σε ταπεράκι σε σχήμα μπανάνας κι έχουμε 2021. 

Επιστρέφω στον χώρο στάθμευσης του Νοσοκομείου που μίσησα τόσο όσο την λέξη “φιλανθρωπία”. Την πράξη που είναι χρήσιμη για μια-δυο μέρες για να νιώθεις ότι καθάρισες με χλωρίνη ότι σου λερώνει την ζωή. 

Στο γρασίδι πίσω μου κάθεται ένα μικρό που χρειάζεται πανάκια. Και μια μάνα. Που ξέρει ότι τα πολλά μπισκότα της φιλανθρωπίας μας χαλάνε τα δόντια των μωρών και που θέλει να κάνει το δικό της μπάνιο. 

Τα μωρά πρέπει να είναι μυρωδάτα. Να πηγαίνουν βόλτες σε γειτονιές με ωραία δέντρα, με μωβ ανθούς, και να ρωτάνε να μαθαίνουν πώς τα λένε, όχι να κοιμούνται κάτω απ’ αυτά. 

ΥΓ. Ένας ασχημούλης μισάνθρωπος έκανε σήμερα στάση στο πεζοδρόμιο της Νεχρού. “Όσο ταΐζεις τα αδέσποτα, ξανάρκουνται κόρη μου”, μου λέει. Απαντώ χτυπώντας το τακουνάκι μου στο πεζοδρόμιο, όπως κάνεις στον γάτο όταν δεν θες να μπει στο σαλόνι. Με αγριοκοιτάει και φεύγει. Είχε δίκαιο. Αν τον τάιζα και δεν τον έδιωχνα, θα ξαναρχόταν. 

Loader