Συγνώμη που δεν μου άρεσε η ταινία Ευτυχία

Συγνώμη που δεν μου άρεσε η ταινία Ευτυχία

Απολογούμαι

GUEST STAR*, γράφει η Μαρία Κωνσταντίνου


Κάποτε ήταν η λεγόμενη pop κουλτούρα. Κυκλοφορούσε ένα χιτάκι ή μια ταινία και τους έδινες τον χρόνο να κάνουν τον κύκλο τους για να βγει το πόρισμα και να αποφασιστεί αν έχει κάνει την δουλειά του. Αν έχει γίνει pop. Σήμερα, με τα νουμεράκια σε live σύνδεση απ’ όπου και αν ξεπετάγεται το μήνυμα, το τραγούδι, η ταινία, το... pop (ως popular) η διαφήμιση προηγείται των πάντων και διασφαλίζει την επιτυχία και το κλειδώνει το συναίσθημά σου πριν ακόμα έρθεις σε επαφή με το δημιούργημα. 

Κι αυτό γιατί νιώθεις ότι θα μείνεις πίσω αν δεν δεις μες την εβδομάδα τη νέα σειρά που ανέβασε το Netflix (την επομένη θα έχει άλλη πρεμιέρα), νιώθεις ότι πρέπει οπωσδήποτε να παρακολουθήσεις αυτή την ταινία για την οποία όλοι μιλάνε (για να έχεις κι εσύ κάτι να πεις στο τραπέζι), είσαι υποχρεωμένος επειδή άρεσε σε όλους να πεις ότι είναι εξαιρετικό αυτό το νέο εστιατόριο με τις περίφημες κριτικές έστω κι αν δεν σου έκανε κέφι τίποτα που έχεις δοκιμάσει εκεί.

Η φήμη δεν έπεται αλλά προηγείται και προδιαθέτει ότι κάτι που -λογικά- θα αρέσει σε όλους, πρέπει να αρέσει και σε σένα. Κι αν έχει διαφημιστεί δε σωστά, οφείλει, με κάθε τρόπο, να γίνει επιτυχία. Να δικαιώσει το pop της υπόθεσης. Γρήγορα και αναίμακτα, χωρίς διαφοροποίηση στην κριτική ματιά. 

Σε αυτές τις γραμμές, για την πολυαναμενόμενη ταινία “Ευτυχία” γράφτηκαν και ειπώθηκαν πολλά πριν ακόμα κυκλοφορήσει. Οι αίθουσες γέμισαν, ο κόσμος γούσταρε και συνεχίζει να γουστράρει (και καλά κάνει γιατί είναι σημαντικό να μάθουν οι πάντες για την ύπαρξη αυτής της καλλιτέχνη) αλλά. Αυτό το αλλά. Στο πλαίσιο αυτό δεν σου απομένουν πολλά περιθώρια παρά μία απολογία κομμένη-ραμμένη στα μέτρα του 2020: "Συγνώμη, αλλά σε μένα δεν έχει αρέσει η ταινία". 

Και εξηγούμαι. 

Προηγήθηκε μία εξαιρετική θεατρική παραγωγή με την Νένα Μεντή στην Ελλάδα η οποία γέμιζε τις αθηναικές σκηνές για μία δεκαετία. Μία εξίσου εξαιρετική θεατρική παραγωγή με την Αννίτα Σαντοριναίου στην Κύπρο (πόσο θα θέλαμε να μην τελείωνε, καλή ευκαιρία να την επαναφέρφουν οι παραγωγοί). 

Βγήκε στο φως αυτή η κρυμμένη ηλιακτίδα του ελληνικού πενταγράμμου και μας έλουσε συθέμελα. Μάθαμε για αυτή την παραγκωνισμένη από καλλιτέχνες και δισκογραφικές γυναίκα, αυτή την προσωπικότητα που υπήρξε φεμινίστρια πριν από τον φεμινισμό, που είχε μία θέση στο πάνθεον του ελληνικού ρεμπέτικου και όχι μόνο, μόνο που δεν το ξέραμε τα χρόνια που προηγήθηκαν. 

Και μετά, αφότου κλάψαμε και ξεσηκώθηκε η ψυχή μας από το  θεατρικό, έρχεται η πολυαναμενόμενη ταινία. 

Μία ταινία που κατ’ εμένα μάς προσγείωσε στην πραγματικότητα του κινηματογράφου που θέλει να είναι εμπορικός, θέλει να προκαλέσει και το γέλιο (όχι αβίαστα, να το προκαλέσει), θέλει να υπερβάλει γενικότερα για να μας πείσει. 

Δεν χρειαζόταν. 

Δεν χρειαζόταν γιατί ξέφυγε από το βασικό κι έχασε τον άξονα που δεν είναι τίποτε άλλο παρά οι λέξεις, οι στίχοι, η οικουμένη ολόκληρη ειπωμένη πάνω σε χαρτομάντιλα και τσιγαροπακέτα. 3

Η έμφαση που δόθηκε στον εθισμό της Παπαγιανοπούλου στον τζόγο και (σε εκείνα τα κοντινά κινηματογραφικά καρέ) στο κάπνισμα ήταν υπερβολική. Το ίδιο και οι ερμηνείες των ηθοποιών. 

Σχετικά με το πρώτο, δεν λέμε να μην γίνει αναφορά. Ο τζόγος και το κάπνισμα ήταν μέρος της ζωής της. Κι η προσωπική ζωή ενός καλλιτέχνη δεν μπορεί να αποκόπτεται από το έργο του ολότελα. Αλλά μπορεί να μπει στην ζυγαριά και κάπου εκεί να αποφασίσουμε: Ήταν ο τζόγος ή οι τραγουδάρες που έχουν προκύψει σημαντικότερες ως αναφορά για μία ταινία βιογραφική; 

Γιατί όσα και να έχασε η Ευτυχία στην πράσινη τσόχα, δεν συγκρίνονται με τα όσα έχει δώσει και τα όσα έχουν σημαδέχει το ελληνόφωνο κοινό που αγαπά το ρεμπέτικο. 

Όσον αφορά στις ερμηνείες των ηθοποιών, εκεί που περιμέναμε την Καραμπέτη να δώσει ρέστα, η Κάτια Γκουλιώνη μάς χαμογέλασε από μία γωνιά. Παρόλα αυτά και οι δύο ηθοποιοί που υποδύθηκαν την μεγάλη ελληνίδα ποιήτρια, ήταν σε αρκετές περιπτώσεις δραματικότερες του δραματικού.

Τον χαρακτήρα είχαν να διαχειριστούν και δύο μεγάλες κυρίες του θεάτρου επί σκηνής, και ήταν όντως δραματικό το κλίμα (Η Σμύρνη δεν ήταν ένας αστερίσκος στο θεατρικό...), αλλά δεν κλωτσούσε αυτό επί σκηνής και να καταλήγει να μοιάζει με παρωδία.  2

Επιπλέον, απ’ την ταινία έλειπε κάτι βασικό. Η μουσική. Ή μάλλον δεν έλειπε, απλά παραγκωνίστηκε αρκετά. Απ’ το ατελείωτο ρεπερτόριο που θα μπορούσε να βγει κινηματογραφικά -και με πολλαπλούς τρόπους- προς τα έξω, πήραμε μία μικρή, ελάχιστη σχεδόν, δόση. 

Γενικότερα, και απολογούμαι και πάλι, η ταινία έμοιαζε σαν ένα πακέτο από τέσσερα καλογυρισμένα μεν, τηλεοπτικά δε επεισόδια. 

Μπορεί να ήταν ο πήχης και η ανάγκη της θέασης μίας καλής ταινίας υπέρμετρος. Μπορεί. 

Αλλά δεν θα μπορούσε να ήταν αλλιώς. Την Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου την έκανε ποιήτρια η ψυχή της και στιχουργό η ανάγκη της.  1

Ήθελα λίγη περισσότερη ψυχή. Λέξεις τραγουδιστές. Γιατί όχι, μία κινηματογραφική αγιογραφία με όλα τα “ατοπήματα” της αγίας. Να βαρέσει περισσότερο η δραματουργία, όχι στο ψέμα αλλά στην ζυγαριά του παραμυθιού, όχι στους προσωπικούς της εθισμούς και (τόσο πολύ) την κλειδαρότρυπα της ζωής της.

Αυτά ας ήταν μία λεπτομέρεια, ένα κινηματογραφικό cameo. Όχι κοντινά καρέ και παρατραβηγμένες σκηνές.  4

Ήθελα να φύγω από την κινηματογραφική αίθουσα και, όπως και από τις θεατρικές παραστάσεις που μας αφηγήθηκαν τη ζωή και το έργο της, να τραγουδώ για ώρες μετά τις λέξεις αυτής της bigger than life ποιήτριας. 

Δεν το έκανα. Κι απολογούμαι στην κουλτούρα μας που γίνεται pop πριν γίνει ακόμα popular. Ας είναι.


Γίνε κι εσύ GUEST STAR στέλνοντάς μας τις σκέψεις, τη δουλειά ή δείγμα της τέχνης σου στο [email protected]


ΔΙΑΒΑΣΕ ΕΔΩ: 

Η κυπριακή ταινία που άρεσε περισσότερο από την ταινία Ευτυχία

Loader