Σάββας Κυριακίδης: Στην Κύπρο ήρθα συνειδητά με στόχο να προσφέρω

Σάββας Κυριακίδης: Στην Κύπρο ήρθα συνειδητά με στόχο να προσφέρω

Μπαίνοντας στο γραφείο του, το βλέμμα μου εστιάζει σ’ ένα βιβλίο-αναφορά για όλους όσοι ασχολούνται με τη δημοσιογραφία και τις κοινωνικές επιστήμες. Βγαίνοντας απ’ το γραφείο του δεν μπορούσα παρά να ρωτήσω τι γυρεύει το “1984” του Όργουελ εκεί. “Αυτή είναι η θεατρική του διασκευή βεβαίως”, μου απαντά χαμογελώντας, χωρίς να θέλει να πει περισσότερα αυτή τη στιγμή. Φεύγοντας, και χωρίς να έχω εικόνα πώς μεταφέρεται ένα τόσο συγκλονιστικά δυστοπικό έργο επί σκηνής, μπορώ να πω ότι ανυπομονώ. 

Ο Σάββας Κυριακίδης διανύει τη δεύτερη του θητεία ως Καλλιτεχνικός Διευθυντής στον ΘΟΚ και μας μιλά για τη ζωή του σε σχέση με το θέατρο αλλά και την έως τώρα πορεία του στην Κύπρο. 


Συνέντευξη στην Ιωάννα Χριστοδούλου 

Φωτογραφίες: Παναγιώτης Μηνά 


Γεννηθήκατε στα μέσα της δεκαετίας του ‘60 κι αναρωτιέμαι ποιες μπορεί να ‘ναι οι αναφορές σας απ’ την εφηβεία και την ενηλικίωση. 

Το σίγουρο είναι ότι η Αθήνα του ‘80 δεν έχει σχέση με την Αθήνα του σήμερα και, υποθέτω, ούτε οι έφηβοι της εποχής είμασταν οι ίδιοι με τους σημερινούς. Μεγάλωσα στην Καλλιθέα, όπου είχα την ευκαιρία να συγχρωτιστώ με ανθρώπους ιδιαίτερους και διαφορετικούς. Το αναφέρω αυτό γιατί μιλάμε για μια περίοδο που δεν μπορούμε να χαρακτηρίσουμε την πόλη ως πολυπολιτισμική. Επιπλέον, η επαφή των εφήβων με τον πολιτισμό, τα ενδιαφέροντά τους, πήγαζαν μέσα από προσωπικές αναζητήσεις, κυρίως απ’ το ραδιόφωνο και τα περιοδικά που κυκλοφορούσαν τότε. 

Τα δικά σας ενδιαφέροντα ποια ήταν; 

Προσανατολιζόμουν κυρίως στο θέατρο και τη μουσική. Θυμάμαι αυτή την περίφημη εκπομπή που λεγόταν “Pop Club”, με τον Γιάννη Πετρίδη στην ΕΡΤ, αλλά και δύο θεατρικά περιοδικά που κυκλοφορούν τότε, τα “Εκκύκλημα” και “Δρώμενα”. Η δεκαετία του ‘80 ήταν επίσης η περίοδος που τα θέατρα βγήκαν εκτός  κέντρου. Πρόκειται για τα λεγόμενα ‘πειραματικά’, αυτά που είχαν ουσιαστικά την πολυτέλεια να δοκιμάζουν κάτι διαφορετικό απ’ τα θέατρα του κέντρου. Θυμάμαι το Θέατρο της Οδού Κυκλάδων του Λευτέρη Βογιατζή, το Απλό Θέατρο του Αντώνη Αντύπα, το Θέατρο Ιλίσια του Δημήτρη Ποταμίτη, το Θέατρο Στοά του Θανάση Παπαγεωργίου… Ήταν πολλά. Και για όσους αγαπούσαμε το θέατρο μάς είχαν ανοίξει νέους ορίζοντες. 

Πώς γεννήθηκε η δική σας αγάπη για το θέατρο; 

Στον κόσμο του θεάτρου με μύησαν από νεαρή ηλικία οι γονείς και ο θείος μου. Και δεν μιλώ για το παιδικό θέατρο, δεν υπήρχε εξάλλου τότε. Η οικογένειά μου παρακολουθούσε θέατρο και τους ακολουθούσα, κάτι βέβαια που δεν αποτελούσε πρωτοτυπία τότε. Συνήθως, όταν ένα παιδί έχει τέτοιες προσλαμβάνουσες είτε που θα... κολλήσει είτε που θα πει, μεγαλώνοντας, “Φτάνει, δεν θέλω άλλο θέατρο”. Σε μένα συνέβη το πρώτο. 

Μου έχει αποτυπωθεί αυτή η εντυπωσιακή εικόνα του Κατράκη αφού, στα παιδικά μου μάτια, φάνταζε… τεράστιος

Θυμάστε την πρώτη παράσταση που είχατε παρακολουθήσει;

Βεβαίως και, μάλιστα, πολύ έντονα και χαρακτηριστικά. Ήμουν έξι ή εφτά χρονών και με είχε πάει ο θείος μου στο Εθνικό, όπου έπαιζε ο “Δον Κιχώτης” του Θερβάντες. Δεν θυμάμαι πολλά αλλά μου έχει αποτυπωθεί η εντυπωσιακή εικόνα του Μάνου Κατράκη στον κεντρικό ρόλο αφού στα παιδικά μου μάτια φάνταζε… τεράστιος. Ήτανε ψηλός ο Κατράκης και στη μνήμη μου έχω ακόμα τη φιγούρα του απ’ την παράσταση αυτή ως την εικόνα ενός ανθρώπου που έφτανε ως τον ουρανό. Ακολούθησαν πολλές επισκέψεις με την οικογένειά μου στο Εθνικό, στο Θέατρο Τέχνης… Βεβαίως, όταν ενηλικιώθηκα, το θέατρο ήταν μία σταθερή έξοδος για μένα. 

Παρ' όλα αυτά η αγάπη σας για το θέατρο δεν μεταφράστηκε, αρχικά τουλάχιστον, σε ακαδημαϊκή σπουδή. 

Ναι κι αυτό γιατί η Νομική ήρθε σαν... ‘αναγκαίο κακό’. Με την Νομική κεφαλαιοποίησα, αν μπορώ να το θέσω έτσι, το γεγονός ότι ήμουν ένας μαθητής με καλούς βαθμούς. Ξέρετε, εκείνη την εποχή ήταν κάπως δεδομένο, αν είχες καλούς βαθμούς να σπουδάζεις Νομική ή Ιατρική. Χωρίς ιδιαίτερη πίεση απ’ τους γονείς μου ακολούθησα αυτή την πορεία αλλά αξίζει να πούμε ότι δεν υπήρχε και η δυνατότητα θεατρικών σπουδών στην Ελλάδα τότε ως επιλογή. Υπήρχαν σχολές υποκριτικής αλλά αυτό δεν με ενδιέφερε. Ωστόσο, κατά τη διάρκεια των σπουδών μου, είχα στο πίσω μέρος του μυαλού μου ότι θα έβρισκα μία αφορμή για ν’ ασχοληθώ και με το θέατρο που ανέκαθεν με ενδιέφερε. Έτσι, το 1988, βρέθηκα στις αίθουσες των θεατρικών σπουδών στη Σορβόννη, στο Παρίσι. 

Ποια ήταν η προοπτική σας τότε; 

Ήταν κάπως θολό μέσα μου, δεν ήξερα ακριβώς γιατί σπουδάζω. Πέρασα από διάφορες σκέψεις μέχρι να ξεκαθαρίσει το τοπίο. Αρχίζοντας, ήξερα ότι αυτό που με ενδιέφερε ήταν οι θεωρητικές σπουδές γύρω απ’ το θέατρο. Στην πορεία αποφάσισα ότι ήθελα να ασχοληθώ με το ακαδημαϊκό κομμάτι κι έτσι, επιστρέφοντας στην Αθήνα, άρχισα να διδάσκω σε δραματική σχολή. 

Πριν πάμε στην Αθήνα, να ρωτήσω τι κουβαλάτε πιο έντονα μαζί σας απ’ το Παρίσι; 

Κοιτάξτε, το Παρίσι ήταν και είναι μία πόλη που, σε γενικές γραμμές, έχει τεράστια ανεκτικότητα στην πολυπολιτισμική εισροή και στην αποδοχή της διαφορετικότητας. Αυτό το αναφέρω γιατί σήμερα βλέπουμε να αναδύονται ζητήματα που έχουν να κάνουν με τη διαφορετικότητα και την συνύπαρξη ανθρώπων από διαφορετικούς πολιτισμούς και ίσως αυτό έχει κάτι να μας διδάξει. Στο Παρίσι, όπως και στην Ιστορία γενικότερα, αποδείχτηκε ότι η συνύπαρξη διαφορετικών πολιτισμών -μακροπρόθεσμα και επί της ουσίας- μόνο όφελος προσέφερε στην ανθρωπότητα. Το Παρίσι σού προσφέρει αυτή τη συνειδητοποίηση. Αυτή ήταν μία μικρή παρένθεση για να επιστρέψω στο γεγονός ότι, πέραν αυτού, είχα την τύχη να βρίσκομαι ως φοιτητής σ’ ένα πανεπιστήμιο πολύ ανοιχτό, από τη φύση του. Ήταν πολύ σημαντικό για μένα αυτό. Πέραν τούτου, στην πόλη είχα πρόσβαση, μέσω των βιβλιοθηκών, σ’ ένα όγκο βιβλιογραφικού υλικού που δεν υπήρχε στην Αθήνα. Και, βεβαίως, είχα τη δυνατότητα να παρακολουθώ πολύ περισσότερες θεατρικές παραστάσεις.  123

Επιστρέφοντας στην Αθήνα πώς κινείστε επαγγελματικά; 

Αρχικά εργάστηκα στη σχολή του Κώστα Καζάκου κι έπειτα σε άλλη ιδιωτική σχολή. Φλέρταρα και κάποια στιγμή με τη Νομική ως ιδέα αλλά την άφησα πολύ σύντομα στην άκρη. Γύρω στα τέλη της δεκαετίας του ‘90, είχα στείλει το βιογραφικό μου στο Εθνικό. Ήμουν σε διακοπές όταν με πήραν τηλέφωνο να μου πουν ότι ήθελε ο Νίκος Κούρκουλος να με δει. Μεγάλη έκπληξη για μένα. 

Γιατί; 

Να σας πω, δεν ήμουν και πολύ βέβαιος τότε ότι τα βιογραφικά… μελετούνταν. Χάρηκα. Το Εθνικό το ένιωθα σαν την πρώτη μου στέγη. Εκεί πρωτοείδα θέατρο, εκεί ήταν οι πρώτες μου αναμνήσεις. Ακολούθησε λοιπόν μία συνέντευξη με τον Κούρκουλο, μου είχε ζητήσει να εργαστώ δοκιμαστικά ως άτυπος σύμβουλος στο κομμάτι του ρεπερτορίου. Ακολούθως με επέλεξαν στην ομάδα των καθηγητών της δραματικής σχολής, κάτι που ξεκλείδωσε περαιτέρω αυτό που αποδείχτηκε να με ενδιαφέρει ιδιαίτερα, το κομμάτι της διδασκαλίας. 

Σας λείπει η διδασκαλία;

Μου λείπει, ναι. Και χωρίς να θέλω να ακουστεί προσωπικό, λυπάμαι που αυτό που πραγματικά ήθελα να πετύχω εδώ στην Κύπρο, τη δημιουργία κρατικής δραματικής σχολής, δεν κατέστη εφικτό. Παρ' όλα αυτά επιμένω ότι πρόκειται για μία ιδέα που πρέπει κάποια στιγμή να ξανασυζητηθεί.

Θα ήταν καλό να ξαναγίνει μία σοβαρή συζήτηση για τη δημιουργία κρατικής σχολής στο πρότυπο αυτών που υπάρχουν σ’ όλο τον κόσμο. 

Πού σκάλωσε αυτή η ιδέα; Αν θυμάμαι καλά είχατε δηλώσει, ερχόμενος στην Κύπρο, ότι ήταν στους στόχους σας. 

Το όραμα αυτό έχει ανασταλεί γιατί το καταστατικό του Θεατρικού Οργανισμού Κύπρου, ο κανονισμός λειτουργίας του, σύμφωνα με γνωμάτευση που μας ήρθε από το Υπουργείο Παιδείας, δεν επιτρέπει στον ΘΟΚ την ίδρυση κρατικής δραματικής σχολής. Επιμείναμε πολύ, κι εγώ και το διοικητικό μας συμβούλιο, με την νυν αλλά και τον τέως πρόεδρο. Είχαμε κάνει επανηλειμμένες κρούσεις σε όλους τους Υπουργούς Παιδείας απ’ τον καιρό που ήρθα στην Κύπρο αλλά η επίσημη γνωμάτευση είναι αυτή. Ως ημικρατικός οργανισμός που είναι ο ΘΟΚ, δεν του επιτρέπεται η ίδρυση αντίστοιχης σχολής όπως αυτές των θεάτρων σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες. 

Η δημιουργία του Υφυπουργείου Πολιτισμού ενδεχομένως να αλλάξει κάτι; 

Δεν γνωρίζω πόσο εύκολα μπορεί να γίνει κάποια αλλαγή στο καταστατικό αλλά θα ήταν καλό, με τη δημιουργία του εν λόγω Υφυπουργείου, να ξαναγίνει μία σοβαρή συζήτηση για τη δημιουργία κρατικής σχολής στο πρότυπο αυτών που υπάρχουν σ’ όλο τον κόσμο. Αυτό θα βοηθήσει και τα παιδιά μας, να μην αναγκάζονται να φεύγουν για το εξωτερικό αλλά θα βοηθήσει και γενικότερα το κυπριακό θέατρο. 

Ποια ήταν η επαφή σας με το κυπριακό θέατρο πριν έρθετε στο νησί; 

Παρακολουθούσα τις παραστάσεις του ΘΟΚ στην Επίδαυρο και θυμάμαι έντονα την “Ηλέκτρα” του Κακογιάννη, τις περίφημες “Νεφέλες”, τη “Σαμία” του Εύη Γαβριηλίδη κι άλλα πολλά βεβαίως. Μεσολάβησαν και τα περάσματά μου απ’ τον ΘΟΚ, ως συνεργάτης, όταν ανέλαβα τη διασκευή για το “Τρίτο Στεφάνι” κι αργότερα για τη “Λωξάντρα” και τον “Μεγάλο Περίπατο του Πέτρου”. Μπορεί να μην είχα εικόνα για το όλον αλλά υπήρχε μία γενική αίσθηση. Μία αίσθηση οργάνωσης, τάξης, σεβασμού της Ιστορίας από ένα οργανισμό που ξέρει που πατάει. Αυτό επαληθεύτηκε. Βεβαίως, για να μην τα ωραιοποιούμε, ο κάθε οργανισμός έχει τα ζητήματά του, που δεν λύνονται μονομιάς αλλά με χρόνο και υπομονή. Όταν επιλέχθηκα για τη θέση του Καλλιτεχνικού Διευθυντή ήξερα ότι είχα μία γερή βάση για να πατήσω και να συνεχίσω. Πέραν του ΘΟΚ, επειδή με ρωτήσατε γενικότερα για το κυπριακό θέατρο, να πω ότι δημιούργησα και μία καλή εικόνα για το ιδιωτικό θέατρο στην Κύπρο. Την πρώτη χρονιά εδώ, είχα παρακολουθήσει ό,τι παιζόταν έτσι ώστε να έρθω σε επαφή και με τη δουλειά των σκηνοθετών, κάτι που συνεχίζω βεβαίως να κάνω. 

Σας έχω ακούσει να μιλάτε σε συνεντεύξεις σας σχετικά με την ανανέωση του κοινού του ΘΟΚ. Έχει κερδηθεί αυτό το στοίχημα; 

Εν μέρει θα έλεγα πως ναι. Ο ΘΟΚ, από την ίδρυσή του, είχε δημιουργήσει γενιές θεατρόφιλων, που τον ακολουθούσαν και τον ακολουθούν σταθερά. Στην εποχή μας, λόγω του ότι η νέα γενιά έχει άλλες προσλαμβάνουσες, λόγω των κοινωνικών δικτύων και της συνδρομητικής τηλεόρασης κυρίως, βρίσκει πιο προσβάσιμη αυτή τη ψυχαγωγία. Άρα, αυτή τη νέα γενιά, αν δεν έρθει κάποιος να την πάρει -μεταφορικά- απ’ το χέρι και να της δείξει ότι υπάρχει ζωή και γοητεία εκτός της συνθήκης αυτής, είναι κάπως δύσκολο να την κινητοποιήσεις. Γίνονται προσπάθειες και είμαστε σε καλό δρόμο. 

Μήπως η πλειονότητα των νεαρών θεωρούν το θέατρο… βαρετό; 

Μπορεί. Μπορεί να το θεωρούν μία υπόθεση βαρετή αλλά εμείς ξέρουμε πως δεν είναι. Ναι, χρειάζεται μία συγκέντρωση, δεν είναι ίσως το ίδιο εύκολο με τη θέαση ενός τηλεοπτικού σήριαλ για παράδειγμα αλλά νομίζω ότι μπορούμε να τους κερδίσουμε. 

Αυτό μας δίνει πάσα να μιλήσουμε για τις ρεπερτοριακές επιλογές. 

Ωραία. Κι εδώ αξίζει να πούμε ότι επιδιώξαμε να προσφέρουμε μία βεντάλια ρεπερτοριακών επιλογών. Απ’ το κλασικό θέατρο, που θεωρώ ότι απευθύνεται σ’ όλους έως πιο στοχευμένες επιλογές ρεπερτορίου που, αν και απευθύνονται και πάλι σ’ όλους, ενδεχομένως να προσελκύουν μία πιο συγκεκριμένη γενιά. Αυτή τη βεντάλια επιδιώκω να τη διατηρήσουμε. Οι δράσεις στις Αποθήκες, οι προσεκτικές επιλογές στο παιδικό θέατρο, συνεχίζοντας την ιστορία που έχει ο ΘΟΚ σ’ αυτό το κομμάτι, αλλά και τον θεσμό Εκτός Έδρας. Θα σταθώ στο τελευταίο γιατί είναι επίσης πολύ σημαντικός. Είναι σημαντικό να φτάνουμε και στο κοινό που είναι πιο απομακρυσμένο απ’ το θέατρο, το κοινό της επαρχίας. 

Με πλήρη συνείδηση μπορώ να πω ότι δεν αισθάνθηκα να μετανιώνω για κάποια ρεπερτοριακή επιλογή. 

Πώς γίνεται η αξιολόγηση μιας παράστασης; 

Στην αξιολόγηση ερχόμαστε και συνεκτιμούμε τα πάντα σε σχέση με τον αρχικό μας στόχο. Σίγουρα λαμβάνουμε υπόψη την ανταπόκριση, τον κόσμο που ενεργοποιήθηκε να έρθει στην παράσταση. Εξάλλου, το θέατρο δεν το κάνουμε για τον εαυτό μας, το κάνουμε για το κοινό. Είναι όμως πολύ σημαντικό και για τον οργανισμό αλλά και για μένα προσωπικά, να αξιολογούμε και τη συνεργασία των ανθρώπων που συνυπήρξαν σε μία παράσταση. Αν κερδήθηκε δημιουργικά κάτι και για τους ίδιους τους καλλιτέχνες. 

Λαμβάνονται υπόψη οι κριτικές ή και τα σχόλια των θεατών; 

Μας ενδιαφέρουν και σίγουρα δεν μπορούν να αγνοηθούν. Λαμβάνουμε υπόψη την ανατροφοδότηση γενικότερα, παρ' όλα αυτά αντιλαμβάνεστε ότι είναι αδύνατον να συνθέτουμε ρεπερτόριο στη βάση αυτή. 

Να ρωτήσω εάν μετανιώσατε ποτέ για κάποιες ρεπερτοριακές σας επιλογές; 

Όλες τις επιλογές μου τις έχω ξανασκεφτεί αλλά, όχι, δεν μπορώ να σας πω ότι έχω μετανιώσει για κάποια επιλογή όσον αφορά σε έργο. Έτυχε να σκεφτώ αν, ίσως, δεν ήταν η κατάλληλη στιγμή ή ο κατάλληλος χώρος για να γίνει κάτι τότε που έγινε. Με πλήρη συνείδηση όμως θα απαντήσω ότι δεν αισθάνθηκα να μετανιώνω για κάποια επιλογή.  456

Είναι μοναχική η δουλειά του Καλλιτεχνικού Διευθυντή; Παλαιότερα, αν δεν λανθάνομαι, υπήρχε Καλλιτεχνική Επιτροπή στον ΘΟΚ. 

Υπήρχε, ναι, αλλά επειδή δεν υπήρχε η θέση του Καλλιτεχνικού Διευθυντή. Δεν μπορώ να απαντήσω αν πρόκειται για μοναχική δουλειά γιατί αυτή η θέση, αυτό το μοντέλο, έτσι λειτουργεί. Εννοείται ότι υπάρχουν συνεργάτες με τους οποίους οφείλει κάποιος να ανταλλάσσει απόψεις και να συνομιλεί. Έχω ανθρώπους γύρω μου που εκτιμώ κι έχω επιπλέον πάντοτε τα αυτιά μου ανοιχτά. Παρόλα αυτά πιστεύω ότι το παγκόσμιο, εξάλλου, μοντέλο του Καλλιτεχνικού Διευθυντή είναι σημαντικό γιατί, πολύ απλά, ένας πρέπει να παίρνει την ευθύνη των αποφάσεων. Να υπάρχει κάποιος να αποταθείς και να πεις ‘απέτυχες, τα έκανες μαντάρα με τις επιλογές σου’. Όταν έχουν πολλοί την ευθύνη είναι σάμπως και δεν την έχει κανένας. 

Είχαμε μιλήσει προηγουμένως για πολυπολιτισμικότητα και θα ήθελα να ρωτήσω σχετικά με την εξωστρέφεια του ΘΟΚ όσον αφορά στις συνεργασίες του. Επιλέγονται συνεργάτες από Ελλάδα κυρίως; 

Κοιτάξτε, στη δική μου θητεία τουλάχιστον, επελέγησαν λίγοι ελλαδίτες σκηνοθέτες σ’ ένα άθροισμα τριάντα πέντε περίπου σκηνοθετών στο σύνολο. Πιστεύω ότι ο αριθμός είναι πολύ ικανοποιητικός. Τώρα όσον αφορά σε συνεργάτες από άλλες χώρες, να πω ότι είχαμε κάνει δύο απόπειρες την προηγούμενη τριετία οι οποίες και δεν ευδοκίμησαν κι ακόμα μία που στράβωσε λόγω πανδημίας. Θεωρώ ότι η επιστροφή του ΘΟΚ στο European Theatre Convention θα βοηθήσει σ’ αυτό και η πρόθεσή μας είναι να φέρουμε κόσμο αλλά και να στείλουμε δικούς μας στο εξωτερικό. Χρειαζόμαστε ακόμα λίγο χρόνο και θα τα ξαναπούμε όσον αφορά σ’ αυτό το κομμάτι. 

Όταν έχουν πολλοί την ευθύνη είναι σάμπως και δεν την έχει κανένας. 

Με τη ψηφιοποίηση των έργων του ΘΟΚ πώς προχωρά η διαδικασία; 

Έχω μία ιδιαίτερη ευαισθησία στο θέμα αυτό και το θεωρώ εξαιρετικά σημαντικό για τον οργανισμό. Αυτή τη στιγμή είμαστε σε αναζήτηση ευρωπαϊκών προγραμμάτων και θέλω να πιστεύω ότι κάποιο απ’ τα νέα προγράμματα θα μπορεί να συνταιριάξει με την ψηφιοποίηση των πολιτιστικών αυτών αρχείων και να προχωρήσουμε. Πρόκειται μία διαδικασία πολύ απαιτητική όσον αφορά στο οικονομικό κομμάτι και γίνονται έντονες προσπάθειες. 

Ποιο είναι το αποτύπωμα που θα θέλατε να αφήσετε πίσω σας φεύγοντας απ’ τη θέση του Καλλιτεχνικού Διευθυντή; 

Εάν αλλάξουν τα δεδομένα, θα ήταν η δραματική σχολή... Πέραν αυτού, θα ήθελα η νέα κυρίως γενιά σκηνοθετών και άλλων συντελεστών να νιώθει ότι έχει γνωρίσει έναν άνθρωπο που να της έχει μεταφέρει σκέψεις, ιδέες, και θα τολμήσω να πω και ηθική απέναντι στα πράγματα. Στοιχεία που πιθανόν να φανούν χρήσιμα στη μετέπειτα πορεία της. Θα ήθελα με κάποιο τρόπο η εκπαιδευτική διαδικασία, που δεν είχα τη δυνατότητα να εφαρμόσω μέσα από μία δραματική σχολή, να κινηθεί μέσω άλλων διαδρομών. 

Να ρωτήσω εάν η Κύπρος λειτουργεί ως σημείο επαναστροφής στον δρόμο σας; 

Σε καμία περίπτωση δεν ήταν και ούτε είναι η πρόθεσή μου να χρησιμοποιήσω την Κύπρο ως κάποιο σκαλοπάτι. Προηγήθηκε ένας κύκλος στη δουλειά μου και από το Εθνικό έφυγα ενόσω ήμουν σε μία πολύ καλή φάση. Ποτέ δεν σκέφτηκα ότι θα ήμουν με το ένα πόδι εδώ και με το άλλο στην Ελλάδα. Στην Κύπρο ήρθα πολύ συνειδητά με στόχο να προσφέρω ότι μπορώ. 

Θα μου απαντήσετε στο κλισέ, τι είναι για εσάς το θέατρο; 

Η επικοινωνία με τους ανθρώπους. Γιατί όλα από εκεί ξεκινούν. Ο τελευταίος ενάμιση χρόνος, όταν λόγω της πανδημίας χάθηκε αυτή η επαφή -τόσο με τους καλλιτέχνες όσο και με το κοινό- ήταν βαθιά τραυματικός. Το θέατρο είναι μια τέχνη ανθρωπιστική, μια ανοιχτή διαδικασία αλληλοβελτίωσης. Το θέατρο μάς δίνει τη δυνατότητα να γνωριζόμαστε, να προχωράμε και να εξελισσόμαστε. Γινόμαστε πιο ανοιχτοί για να μπορούμε να ανοίγουμε το βήμα μας προς παραπέρα. Τι είναι η ζωή μας παρά μία προσπάθεια να γινόμαστε καλύτεροι επικοινωνώντας με τους ζώντες αλλά με αυτούς που μας παρέδωσαν τα έργα τους; 


ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ: 

- Γιώργος Κυριάκου: Αν δεν έχει χρησιμότητα μια παράσταση, βαριέμαι

Σταύρος Χριστοδούλου: Ο τρόπος που διαχειριζόμαστε την έννοια της μνήμης έχει αλλάξει

Loader