Ζουμε στη χώρα του «ό,τι βλάπτει τον εχθρό είναι καλό για μας»

Ζουμε στη χώρα του «ό,τι βλάπτει τον εχθρό είναι καλό για μας»

Ζουμε στη χώρα του «ό,τι βλάπτει τον εχθρό είναι καλό για μας»
Δεν εξηγείται διαφορετικά η κυβερνητική πολιτική σε σχέση με τις τουρκοκυπριακές περιουσίες

Γράφει η νομικός Κορίνα Δημητρίου


Ζουμε στη χώρα του «ό,τι βλάπτει τον εχθρό είναι καλό για μας». Δεν εξηγείται διαφορετικά η κυβερνητική πολιτική σε σχέση με τις τουρκοκυπριακές περιουσίες. Να θυμηθούμε λίγο το πλαίσιο μέσα στο οποίο αντιμετωπίζονται εδώ και δεκαετίες οι Τουρκοκύπριοι από την Κυπριακή Δημοκρατία.

To 1964, στην υπόθεση Ιμπραήμ το Ανώτατο Δικαστήριο έκρινε ότι η λειτουργία του κράτους πρέπει να συνεχιστεί στην απουσία των Τουρκοκυπρίων εταίρων μας με βάση το «δόγμα της ανάγκης». Στο σκεπτικό του, ο δικαστής Ιωσηφίδης είπε:

Υπό το πρίσμα των αρχών του δικαίου της ανάγκης που εφαρμόζεται σε άλλες χώρες και έχοντας υπόψη τις διατάξεις του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας [...] ερμηνεύω το Σύνταγμά μας να περιλαμβάνει το δόγμα της ανάγκης σε εξαιρετικές περιστάσεις, που είναι μια εξυπακουόμενη εξαίρεση των ειδικών διατάξεων του Συντάγματος, και αυτό για να διασφαλίσει την ίδια την ύπαρξη του κράτους. Οι ακόλουθες προϋποθέσεις πρέπει να πληρούνται πριν το δόγμα μπορεί να τεθεί σε εφαρμογή:

  • Μια επιτακτική και αναπόφευκτη αναγκαιότητα των εξαιρετικών περιστάσεων.
  • Καμία άλλη θεραπεία δεν μπορεί να εφαρμοστεί.
  • Το μέτρο που λαμβάνεται πρέπει να είναι ανάλογο με την ανάγκη.
  • Θα πρέπει να είναι προσωρινού χαρακτήρα και να περιορίζεται στη διάρκεια των εξαιρετικών περιστάσεων.

Τότε μιλούσαμε για τη λειτουργία του ίδιου του κράτους. Μια δεκαετία αργότερα, το δόγμα αυτό επεκτάθηκε στις περιουσίες τις οποίες οι Τουρκοκύπριοι εγκατέλειψαν μεταξύ 1963 και 1974 και παρουσιάστηκαν ως ευκαιρία για την ΚΔ να εξυπηρετήσει δύο στόχους: αφενός να επιβάλει την εξουσία της ως νόμιμη κυβέρνηση με την προστασία των τουρκοκυπριακών περιουσιών από το σφετερισμό και αφετέρου να χρησιμοποιήσει τις περιουσίες αυτές για την κάλυψη των αναγκών στέγασης και επαγγελματικής αποκατάστασης των εκτοπισθέντων Ελληνοκυπρίων. Ετσι, επί τουρκοκυπριακής γης ανεγέρθηκαν οικισμοί για να εξυπηρετηθούν οι ανάγκες της ΚΔ χωρίς να προηγηθούν οι κατάλληλες διαδικασίες απαλλοτρίωσης, ενώ σε πολλές περιπτώσεις ο Κηδεμόνας παραχώρησε μακροχρόνιες μισθώσεις σε εκτοπισθέντες και μη.

Λίγο μετα το άνοιγμα των οδοφραγμάτων, το 2004, η προσφυγή του Τουρκοκύπριου Αρίφ Μουσταφά για ανάκτηση της περιουσίας του στη Λεμεσό βρέθηκε στο επίκεντρο των δημόσιων συζητήσεων. Ο Κηδεμόνας είχε απορρίψει την αίτησή του αλλά το Δικαστήριο τον δικαίωσε, διατάσσοντας τον Κηδεμόνα να του επιστρέψει την περιουσία του. Ο δικαστής είπε ότι ο σκοπός του Κηδεμόνα ήταν να τις προστατεύσει στην απουσία του ιδιοκτήτη και όχι ως αντίποινο για την τουρκική κατοχή των ελληνοκυπριακών περιουσιών στον βορρά, το οποίο θα αποτελούσε παραβίαση του Συντάγματος. Οι αρχές κατέβαλαν προσπάθειες για την επίτευξη φιλικού διακανονισμού, προσφέροντάς του εναλλακτική στέγη ή αποζημίωση αντί της περιουσίας του, με την ελπίδα ότι θα μπορούσε να αποφευχθεί το νομικό προηγούμενο που θα άνοιγε το δρόμο για όλους τους Τουρκοκυπρίους να διεκδικήσουν τις περιουσίες τους στον νότο.

Μια τέτοια εξέλιξη θα μπορούσε να αποβεί και οικονομικά και πολιτικά καταστροφική για την κυβέρνηση, καθώς οι περισσότερες από αυτές τις περιουσίες χρησιμοποιούνται είτε από την ίδια την κυβέρνηση είτε από Ελληνοκύπριους πρόσφυγες. Ο Μουσταφά Αρίφ ήταν ανένδοτος και το Φεβρουαρίου 2006 παρέλαβε κατοχή του σπιτιού του. Σε μια προσπάθεια να αποθαρρύνει άλλους Τουρκοκυπρίους ο τότε Γενικός Εισαγγελέας προέβη σε δημόσια δήλωση ότι η απόφαση του Δικαστηρίου υπέρ του Αρίφ Μουσταφά δεν αποτελεί προηγούμενο (καθ’ ότι πρωτόδικη) και ότι κάθε περίπτωση θα εξετάζεται στη βάση των δικών της περιστατικών. Το 2010 ο νόμος για τον Κηδεμόνα τροποποιήθηκε επιτρέποντας στον Κηδεμόνα να άρει την «προστασία» που παρέχει σε τουρκοκυπριακές περιουσίες, αφού λάβει υπόψη τις συνθήκες κάθε περίπτωσης, συμπεριλαμβανομένου του κατά πόσο ο Τουρκοκύπριος ιδιοκτήτης κατέχει περιουσία που ανήκει σε Ελληνοκύπριο στον βορρά και κατά πόσον ο ιδιοκτήτης προτίθεται να εγκατασταθεί στις περιοχές που ελέγχονται από την ΚΔ.

Ευδιάκριτο το ότι σε αυτά τα κριτήρια υπάρχει μια αόριστη απαίτηση ένδειξης «υπαγωγής» ή «υποταγής» προς την ΚΔ, που εκφράζεται με την επιλογή της νότιας Κύπρου ως τόπου μόνιμης κατοικίας. Τα κριτήρια του νόμου δεν προορίζονταν να είναι εξαντλητικά, αλλά απλώς ενδεικτικά, δηλ. ο Κηδεμόνας διατηρεί το προνόμιο να παραχωρήσει στους Τουρκοκυπρίους τις περιουσίες τους και για άλλους λόγους που δεν αναφέρονται στο νόμο. Τα δικαστήρια επέλεξαν να ερμηνεύσουν το νόμο αυτό όσο πιο περιοριστικά μπορούσαν. Μια σειρά από δικαστικές αποφάσεις απέρριψε αιτήματα Τουρκοκυπρίων για να πουλήσουν τις περιουσίες τους με το σκεπτικό ότι «δεν πληρούνταν τα κριτήρια», παραγνωρίζοντας το γεγονός ότι τα κριτήρια του νόμου δεν προορίζονταν να είναι εξαντλητικά.

Ο υποβιβασμός του νόμιμου κράτους σε κράτος άρπαγα των περιουσιών των Τουρκοκυπρίων καθόλου δεν ενισχύει τη θέση μας ούτε στις διαπραγματεύσεις ούτε και ως μελλοντικού εταίρου των Τουρκοκυπρίων σε μια ΔΔΟ. Αντίθετα, μας υποβιβάζει σε θεσμό αντίστοιχο του τουρκικού στρατού

Στην πραγματικότητα, η αντιμετώπιση αυτών των περιπτώσεων από τις αρχές και από τα δικαστήρια υποδηλοί ότι, παρόλο που το κράτος αναγνωρίζει το δικαίωμα ενός Τουρκοκυπρίου να κατοικήσει στο σπίτι του, όλα τα άλλα δικαιώματα που απορρέουν από την κυριότητα ενός ακινήτου, όπως το δικαίωμα στην πρόσβαση (για λόγους πέραν της ιδιοκατοίκησης), το δικαίωμα στην πώληση ή ενοικίαση, το δικαίωμα στην αποζημίωση σε περίπτωση απαλλοτρίωσης, αναστέλλονται μέχρι την «επίλυση του Κυπριακού».

Αυτό σημαίνει ουσιαστικά ότι ο νόμος θέτει σε εφαρμογή μια πολιτική απόφαση να τεθούν υπό καθεστώς ομηρίας οι τουρκοκυπριακές περιουσίες για να χρησιμοποιηθούν ως διαπραγματευτικό όπλο σε μελλοντική διευθέτηση του Κυπριακού, ενώ παράλληλα να τις χρησιμοποιεί για να καλύψει τις ανάγκες των εκτοπισμένων από την τουρκική εισβολή. Όλες οι αιτήσεις που υποβλήθηκαν από Τ/Κ στο ΕΔΑΔ για ανάκτηση της περιουσίας τους διευθετήθηκαν με φιλικό διακανονισμό για να αποφύγει η ΚΔ το νομικό προηγούμενο που θα απειλήσει το οικοδόμημα του «δικαίου της ανάγκης».

Η κατάσταση που προέκυψε το 1974 έχει διαρκέσει πολύ περισσότερο από ό,τι αναμενόταν αρχικά και η συνέχιση του status quo αποδεικνύεται πολύ πιο ανθεκτική και ταυτόχρονα γεμάτη με νέα προβλήματα. Στη διαχείριση του status quo η ΚΔ έχει προφανώς υιοθετήσει τη λογική του μηδενικού αθροίσματος μεταξύ της ελληνοκυπριακής και της τουρκοκυπριακής θέσης. Ωστόσο, υφίσταται μια πολύ πιο περίπλοκη και ρευστή κατάσταση, που καθιστά επιτακτική την αποδόμηση αυτού που θεωρούμε ως τις «εθνοποιημένες» θέσεις «της πλευράς μας». Με άλλα λόγια, πρέπει να πάψουμε να υποθέτουμε ότι υπάρχει ένας αυτόματος εθνοτικός κοινός παρονομαστής στα πάντα. Τα θεμελιώδη δικαιώματα πρέπει να τοποθετηθούν μέσα σε ένα πλαίσιο κοινωνικών σχέσεων και να αποσυνδεθούν ριζικά από οποιαδήποτε εθνοτική ιδεολογία.

Μέσα από αυτό το πρίσμα, οφείλουμε να δεχτούμε πως το δίκαιο της ανάγκης δε μπορεί να διέπει θέματα πέρα από τη διαχείριση του κράτους. Δεν αφορά τους Τουρκοκύπριους το αν η ΚΔ δεν κατάφερε να βρει μια καλύτερη λύση για να στεγάσει τους Ε/Κ εκτοπισθέντες ή τα σχολεία ή τα αεροδρόμια της. Δεν έχει καμία θέση το επιχείρημα της κατοχής των Ε/Κ περιουσιών από τον τουρκικό στρατό. Ο υποβιβασμός του νόμιμου κράτους σε κράτος άρπαγα των περιουσιών των Τουρκοκυπρίων καθόλου δεν ενισχύει τη θέση μας ούτε στις διαπραγματεύσεις ούτε και ως μελλοντικού εταίρου των Τουρκοκυπρίων σε μια ΔΔΟ. Αντίθετα, μας υποβιβάζει σε θεσμό αντίστοιχο του τουρκικού στρατού, που αδυνατεί να σεβαστεί τα δικαιώματα της άλλης κοινότητας, δημιουργώντας την ανάγκη στους εταίρους μας να επιζητούν εγγυήσεις.

Loader