Μαρίνα Νικολαΐδου: «That was me and this is now»

Μαρίνα Νικολαΐδου: «That was me and this is now»

Θα ήθελε να γράψει την ιστορία των προγόνων της αλλά προς το παρόν μας διηγείται τη δικιά της

Μαρίνα Νικολαΐδου: «That was me and this is now»

Συνέντευξη στην Νίκολα Καρατζιά

Συναντηθήκαμε στο πατρικό της. Έναν αρχοντικό χώρο επενδυμένο με ξύλο, γεμάτο από πίνακες και διακοσμητικά που σε ταξιδεύουν εκεί από όπου η οικογένεια της αλλά και εκείνη, έκαναν περάσματα. Αντικείμενα λάφυρα αναμνήσεων, που σχεδόν αναπνέουν, αφού φέρουν μέσα τους εικόνες και μυρωδιές των ανθρώπων που τις έζησαν, τις είδαν, τις μύρισαν και έπειτα τις μοιράστηκαν.

Με ένα τσάι φτιαγμένο από βότανα, μια βεντάλια στο δικό της χέρι και με εναρκτήριο «λάκτισμα» τις ανεκτίμητες αφηγήσεις της υπέροχης μαμάς της, περάσαμε στην ίδια.

Η Μαρίνα Νικολαΐδου, που ποτέ δεν έδινε έμφαση στη δημοσιότητα, παρά μόνο δημιουργούσε εφοδιασμένη με έμφυτο ταλέντο, αμέριστο σεβασμό προς τον άνθρωπο και κατ’ επέκταση το ανθρώπινο κορμί, μπορεί να κάνει «αγρανάπαυση» από το 2013 αλλά, έχει πάντοτε μια θέση στο χώρο της μόδας που την περιμένει να επιστρέψει και… πελάτες που αδημονούν για μια καινούρια της συλλογή. Άραγε θα επανέλθει;

Δεν θυμάμαι αν οι πολυθρόνες στις οποίες καθίσαμε η μια απέναντι στην άλλη, ήταν τόσο αναπαυτικές ή αν αυτή η αίσθηση της άνεσης, προέκυπτε από τη δική της χαλαρότητα που μου μετάδιδε, δημιουργώντας ένα κλίμα απόλυτα οικείο. Μια χαλαρότητα που υποψιάζομαι πως για χρόνια ήταν εγκλωβισμένη μέσα στα εξαντλητικά πολλές φορές ωράρια και αμέριστες σκοτούρες, που συνοδεύουν το επάγγελμα ενός σχεδιαστή μόδας. Άραγε αυτό να ευθύνεται για την απουσία της από το χώρο εδώ και έξι χρόνια;

Η ίδια παραδέχεται πως όντως, τον καιρό που πήρε την απόφαση για μια απροσδιόριστου χρονικού πλαισίου παύση, αισθανόταν μεγάλη πίεση, η οποία σε συνδυασμό με την οικονομική κρίση και ορισμένα προσωπικά συμβάντα, την οριστικοποίησαν. «Είμαι άνθρωπος που δημιουργώ μέσα από το μυαλό, την καρδιά και την ψυχή μου. Τα πάντα περνάνε από εκεί και «φιλτράρονται» πριν φτάσουν στο χέρι και καταλήξουν ως σχέδια στο χαρτί. Ακριβώς επειδή τότε πιεζόμουν συναισθηματικά, μου δημιουργήθηκε ένα μόνιμο άγχος το οποίο δεν με άφηνε να απολαύσω μια διαδικασία που κατά τα άλλα αγαπώ τόσο». Αντιλήφθηκε έτσι πως πρέπει να κάνει ένα βήμα προς τα πίσω, να αποστασιοποιηθεί μέχρι να καταφέρει να επανασυνδεθεί με τη «φύση» της.

Βρίσκεται μεν σε καλό δρόμο για την επίτευξη του στόχου αυτού αλλά δεν παύει από το να μην έχει ακόμη φτάσει στο τέρμα, ώστε να είναι έτοιμη για μια επανεκκίνηση. Όπως μου λέει με απόλυτη συνειδητοποίηση, «Προς το παρόν, κάνω αγρανάπαυση σύμφωνα με μια φίλη. Όπως αφήνουν οι αγρότες το χώμα να ξεκουραστεί ως μέρος της προετοιμασίας, έτσι κάνω και εγώ με τον εαυτό μου. Εξάλλου, it’s ok να συμβαίνει και αυτό κάποτε, αφού είμαστε μέρος της φύσης. Ξεκινάς σε μια ηλικία των 18 ετών, με κάποια όνειρα. Όταν είσαι απασχολημένος συνέχεια, δεν έχεις ώρα να τα αλλάξεις, έστω και αν δεν ισχύουν πλέον. Αυτό κάνω τώρα εγώ. Αναδιοργανώνω τα όνειρα μου.Και αυτή η διαδικασία ορισμένες φορές είναι χρονοβόρα, ακόμη και οδυνηρή. Ανακαλύπτω από την αρχή τι είναι αυτό που εγώ θα ήθελα για το μέλλον μου».

Ακούγοντας την, αναρωτιέμαι, εάν το μεγάλο χρονικό διάστημα αποχής, αποτελεί παγίδα, φοβίζοντας την πως δεν είναι αυτή η κατάλληλη στιγμή για μια επιστροφή, με αποτέλεσμα ποτέ να μην επανέρχεται. Δεν το αρνιέται καθόλου, αντιθέτως, ομολογεί ότι αυτό ισχύει σε τεράστιο βαθμό. «Κάθεσαι και κάνεις ανασκόπηση σχετικά με το τι πέτυχες μέχρι σήμερα. Αυτό έπραξα κι εγώ και ήταν πολύ ωφέλιμο. Παρόλο που δεν είμαι άνθρωπος του limelight, που κυνηγά δηλαδή το φως της δημοσιότητας, αντιλήφθηκα ότι κατάφερα πολλά μέσα από συνεχή μελέτη. Σε αυτό που δυσκολεύομαι όμως ακόμη, είναι να βρω ποιο πρέπει να είναι το επόμενο μου βήμα. Είναι δύσκολο να επανέλθεις σε εκείνο τον κύκλο με τους τόσο απαιτητικούς ρυθμούς που είχες, όταν έχεις καταφέρει να ξαναβρείς τη χαμένη σου αναπνοή. Δεν θες να την χάσεις ξανά στο τρέξιμο».

Το μυαλό της εντούτοις, δεν σταμάτησε ποτέ να λειτουργεί δημιουργικά. Μέσα σε κάποια συρτάρια του σπιτιού «ασφυκτιούν» και θέλουν να βγουν έξω, άπλετα σχέδια δικά της. Σχέδια που θα μπορούσαν να αποτελέσουν αν όχι τις επόμενες της συλλογές, τη βάση για αυτές. Πηγή έμπνευσης για την Μαρίνα, αποτελούν και σήμερα τα ίδια πράγματα που αποτελούσαν και παλαιότερα, με επίκεντρο αυτών, το ανθρώπινο σώμα. «Πρωταρχικός μου στόχος αλλά και έμπνευση, είναι ο σεβασμός προς το κορμί μας. Εκείνο που απλώς αλλάζει κατά καιρούς, είναι τα προσωπικά μου βιώματα, που έρχονται να προστεθούν. Από τη στιγμή που η κοινωνία δεν μας επιτρέπει να βγαίνουμε από το σπίτι γυμνοί, πρέπει να ντυνόμαστε. Ωστόσο, οφείλουμε να το κάνουμε με το σεβασμό που αρμόζει στον εαυτό μας. Γιατί να φορέσουμε ένα ρούχο που έστω και αν δείχνει ωραίο, θα περιορίζει την ελευθερία κινήσεων μας»;

Δεν είναι τυχαίο που εάν μπορούσε να αφαιρέσει ή αναιρέσει κάτι από την ιστορίας της μόδας μέχρι σήμερα, αυτό θα ήταν οτιδήποτε προκαλεί παραμόρφωση του σώματος ή αδικαιολόγητο πόνο. «Σε ένα ταξίδι με τους γονείς μου στην Κίνα, είδα σε μουσεία, εικόνες αυτοκρατόρων να φορούν στις συζύγους τους πολύ μικρά παπούτσια για να παραμένουν τα πόδια τους μικροσκοπικά, διότι μόνο αυτά θεωρούσαν όμορφα. Το αποτέλεσμα ήταν αυτές οι γυναίκες να μην μπορούν να περπατήσουν. Παλαιότερα πάλι, ο κορσές γινόταν από στέκες φάλαινας. Άκαμπτος όπως ήταν, παραμόρφωνε τα κόκκαλα των γυναικών που τον φορούσαν.»

Μιλώντας για ιστορία της μόδας, συνειρμικά η σκέψη μου πηγαίνει στη δική της ιστορία ή καλύτερα πορεία στο χώρο του fashion. Δεν θυμάμαι την αρχή, μόνο το τελευταίο της επαγγελματικό βήμα πριν το διάλειμμα που διαρκεί ακόμη. Μια συλλογή με το όνομα «Still Standing» που κυκλοφόρησε το 2013 και που στα αυτιά μου ηχεί ως ένα μήνυμα σε δυσοίωνες εποχές για τη μόδα στην Κύπρο.«Αν και τελικά αποδείχθηκε ότι αυτή η συλλογή θα ήταν η τελευταία που θα δημιουργούσα μέχρι σήμερα, δεν ήταν κάτι που γνώριζα εκείνη την στιγμή. Νομίζω ότι ο τίτλος ήταν κάπως προφητικός, ότι κάτι δηλαδή δεν πήγαινε καλά. Τουλάχιστον αυτό έλεγε το ένστικτο μου. Ίσως εάν επανέλθω, η νέα συλλογή να ονομάζεται Still Standing 2»μου λέει γελώντας.

Προέχει ωστόσο ένα ξεκαθάρισμα που πηγάζει από προσωπική, εσωτερική της ανάγκη. «Έχω μια τεράστια συλλογή με πράγματα που μαζεύω από το 1980, όπως αξεσουάρ και αντικείμενα, τα οποία έφερα κατά καιρούς μαζί μου από ταξίδια. Αισθάνομαι ότι ήρθε η στιγμή να τα αποχωριστώ, παρά τη μεγάλη συναισθηματική αξία που έχουν για μένα. Στα πλάνα μου λοιπόν, είναι να τα διαθέσω προς πώληση. Νιώθω πως αυτά αποτελούν μια άγκυρα για μένα από την οποία πρέπει να απελευθερωθώ. Εξάλλου, That was me and this is now και.. αυτός μάλλον θα είναι και ο τίτλος της συγκεκριμένης έκθεσης»!

ΔΙΑΒΑΣΕ ΑΚΟΜΗ ΕΔΩ:

Της ζητώ να πάμε πίσω στο χρόνο και να κάνουμε στάση στο «that was her», πριν φτάσουμε στο «this is now». Τότε που επέστρεψε από τις σπουδές της στην Ιταλία, θέλοντας να μάθω πως την υποδέχθηκε η χώρα της. «Επέστρεψα το 1991, έκανα μια επίδειξη μόδας στην Παλιά Ηλεκτρική και στη συνέχεια, περίπου στα 23 μου χρόνια, άνοιξα κατάστημα στην Στασικράτους. Στην βιτρίνα έγραφε made in Cyprus. Θυμάμαι λοιπόν περιστατικό, όπου μπήκε μέσα μια κυρία και μου είπε με ενθουσιασμό “Μα τι ωραίο κατάστημα. Είναι από την Ιταλία τα ρούχα σας”; Της απάντησα πολύ ευγενικά πως είναι φτιαγμένα στην Κύπρο και χωρίς να πει οτιδήποτε, σηκώθηκε και έφυγε. Δεν θα το ξεχάσω ποτέ. Ήταν μαχαιριά για μένα».

Επισημαίνω πως πάντοτε είχαμε ως λαός την τάση να μας ελκύει το «προϊόν» από γνωστά brands του εξωτερικού, θεωρώντας ότι αυτό είναι και το αυθεντικό ή ποιοτικό. *«Μου θυμίζεις τον καιρό που σπούδαζα στην Ιταλία. Κάποια στιγμή, οι καθηγητές μας πήγαν σε ένα μεγάλο εργοστάσιο του Τορίνο, από όπου έβγαιναν κομμάτια γνωστών οίκων μόδας. Εκεί λοιπόν, έβλεπες τα ρούχα να καταφθάνουν από χώρες όπως η Ταϊλάνδη ή Τουρκία, έτοιμα, ραμμένα. Στο εργοστάσιο έραβαν απλώς τα κουμπιά και μια ετικέτα «Made in Italy». Εν ολίγοις, ξέρουμε πραγματικά who made our clothes;»

Το μαγαζί της Μαρίνας, έκλεισε μετά από περίπου 6 χρόνια, όταν εμφανίστηκαν στην Κύπρο μεγάλες αλυσίδες όπως τα Zara και Mango. «Δυστυχώς δεν μπορούσα να έχω συμβατές τιμές με εκείνες των high street καταστημάτων. Χάθηκαν και οι συνεργάτες μου…το επάγγελμα πλέον δεν ήταν βιοποριστικό. Τα κυπριακά εργοστάσια δε, είτε έκλεισαν, είτε μεταφέρθηκαν σε Ρουμανία, Συρία. Ως χώρα, χάσαμε ένα πολύ σημαντικό industry».

Κι έπειτα δοκιμάστηκε στην Haute couture. Έκανε κάποιες επιδείξεις αλλά αντιλήφθηκε πως αυτό δεν της ταίριαζε. Κάπως έτσι προέκυψε η επόμενη επιχειρηματική κίνηση. Άνοιξε ατελιέ στην Λευκωσία και συγκεκριμένα στην Αρχ. Μακαρίου, αφότου πρώτα πέρασε μια συναισθηματική κρίση δύο χρόνων, μεταξύ 1998-2000 όπως λέει. Όχι μόνο δεν ήθελε να δημιουργεί αλλά ούτε και να αγοράζει οτιδήποτε. Είχε απογοητευθεί πολύ από την Κύπρο. «Ήμουν τυχερή διότι μια φίλη που είχε μετακομίσει τότε στην Αθήνα, άνοιξε το Occhi Concept store και μου ζήτησε να της φτιάχνω και στέλνω δικά μου κομμάτια. Ως εκ τούτου, κάποια στιγμή, οι δημιουργίες μου διατίθονταν μόνο στην Ελλάδα και από Marina Nicolaidou μετονομάστηκαν σε ne_ne που σημαίνει γιαγιά στα μικρασιάτικα. Ήταν σαν φόρος τιμής στις γιαγιάδες μου που με επηρέασαν πολύ, καθώς και στην καταγωγή μου. Το ne_ne, ουσιαστικά γεννήθηκε σε μια προσπάθεια να αποστασιοποιηθώ από τα ρούχα μου. Δεν ήθελα να γράφουν επάνω τους το όνομα μου». Δεν επιθυμούσε ο κόσμος να γνωρίζει την ίδια αλλά μόνο τη δουλειά της. «Στην Κύπρο συνήθως συμβαίνει το αντίστροφο. Αυτή τη στιγμή που μιλάμε για παράδειγμα, ο κόσμος γνωρίζει τη φάτσα των περισσότερων σχεδιαστών μας αλλά όχι τα ρούχα τους», προσθέτει.

Η εποχή εκείνη ήταν καθοριστική για τη συνέχεια. Φίλες και γνωστές που έβλεπαν τα κομμάτια που έφευγαν για Αθήνα, της ζητούσαν να φτιάξει και για εκείνες μερικά. Ξεκίνησε να το κάνει δειλά δειλά και έπειτα εξελίχθηκε, με τα υπόλοιπα λίγο πολύ να είναι γνωστά. Εντούτοις, αν και αποδέχθηκαν οι κύπριοι τα ρούχα της, συνειδητοποίησε, ότι αυτό που ήθελε εκείνη να κάνει και την έκφραζε, τελικά, δεν αφορούσε όλους.

ΔΙΑΒΑΣΕ ΑΚΟΜΗ ΕΔΩ: Παντελής Παντελή«Η Εβδομάδα Μόδας άφησε designers χρεωμένους σε τράπεζες»

Σχολιάζω πως στην Κύπρο, ακόμη και αν έχουμε κάτι δίπλα μας, πρέπει πρώτα να το δούμε να αναδεικνύεται στο εξωτερικό, πριν το αποδεχθούμε και αγκαλιάσουμε. Μια διαπίστωση που την βρίσκει σύμφωνη. «Έχεις απόλυτο δίκαιο. Εάν δούμε κάτι στο περιοδικό, για παράδειγμα ένα ρούχο του οίκου Dior και στη συνέχεια ένας σχεδιαστής το αντιγράψει και μας το φτιάξει, δεν μας ενοχλεί. Από την άλλη, το αυθεντικό, συχνά δεν το αποδεχόμαστε με ευκολία. Δυστυχώς δεν έχουμε την απαραίτητη παιδεία ώστε να αντιληφθούμε τι πραγματικά είναι ένας fashion designer και πως δουλεύει. Οι πελάτες, θέλουν να τους παρέχεις αυτό που τους είναι γνώριμο ως εικόνα ή όπως το φαντάζονται. Τα υπόλοιπα, πολύ πιθανόν τα να τα απορρίψουν. Κατέληξα στο συμπέρασμα ότι στη χώρα μας προχωράνε οι business minded και entrepreneurs και μπράβο τους. Προσωπικά θαυμάζω τα επιχειρηματικά μυαλά, κάτι που εγώ δεν είμαι. Ας είμαστε όμως ειλικρινείς. Οι άνθρωποι αυτοί δεν είναι σχεδιαστές μόδας».

Ωραία, και τι έγινε που η γυναίκα η οποία κάθεται απέναντι μου και μου «ανοίγεται» τόσο ανεπιτήδευτα, μπορεί να μην είναι άσος στο μάρκετινγκ του εαυτού και της δουλειάς της, σκέφτομαι. Έχει μια τόσο θετική αύρα και ενέργεια, μια έμφυτη ευγένεια και μια διαφάνεια στο λόγο και στο βλέμμα, που δεν μπορεί παρά να την ξεχωρίσεις. Είναι άνθρωπος που δεν ξεχνάς εύκολα αφότου τον γνωρίσεις. Και θυμάμαι μια παλαιότερη της συλλογή με τίτλο “P.S. Forget me not”. Μια συλλογή που κρύβει πίσω της μεγάλη ιστορία και η οποία συγκίνησε πολύ κόσμο. «Όταν έκανα το master μου, δημιούργησα ένα menswear collection που ξεκίνησε από μια έρευνα με τίτλο “Loss of ethnic dress-The case of Cyprus”. Ήταν ρούχα βασισμένα επάνω στην ιστορία της οικογένειάς μου. Είχε να κάνει με τη μετανάστευση και προσφυγιά, τα συναισθήματα αλλά και την ιστορία της Κύπρου”.

Μελέτησε την βράκα και έμαθε να την φτιάχνει κιόλας. Εμπνευσμένη από εκεί, δημιούργησε ένα ρούχο σαν ολόσωμη βράκα. Ο καθηγητής-καθοδηγητής της, την προτρέπει όπως την κάνει διαφανή. «Αρχικά αναρωτιόμουν γιατί να μου προτείνει κάτι τέτοιο. Ποιος ο λόγος, αφού θεωρούσα ότι το αποτέλεσμα δεν θα ήταν ωραίο, οπότε αρνήθηκα. Πήγα σπίτι και κάνοντας έρευνα στο διαδίκτυο, έπεσα επάνω στην ομιλία του Ελύτη όταν πήρε το Νόμπελ. Δεν θυμάμαι να σου πω ακριβώς τι έλεγε αλλά ξεκινούσε κάπως έτσι “I will speak in the light of luminosity”».

Ξαφνικά, διαβάζοντας την, όλα μπήκαν στη θέση τους και η πρόταση του καθηγητή, έβγαζε πλέον νόημα, οπότε και την ακολούθησε. «Η διαφάνεια, παρέχει τη δυνατότητα να δεις τι βρίσκεται από κάτω, οπότε δεν μπορείς να κρύψεις τίποτα» σχολιάζει, συνεχίζοντας «Για την συγκεκριμένη συλλογή έφτιαξα δέκα κομμάτια με 45 τσέπες, καθοδηγούμενη από την πηγή έμπνευσης μου, δηλαδή τη μετανάστευση. Όταν ένας άνθρωπος έφευγε από τον τόπο του, προσπαθούσε να πάρει μαζί του πολύτιμα για αυτόν πράγματα, τα οποία έκρυβε μέσα στα ρούχα του». Εμφανώς συγκινημένη, μου αφηγείται την ιστορία του παππού της, που όταν έφευγε από την Μ. Ασία, η μητέρα του και πρόγιαγιά της, του έραψε τρείς χρυσές λίρες στη φόδρα, για ώρα ανάγκης.

Το “That was me” το καλύψαμε και απομένει το “and this is now”. Εάν η Μαρίνα έκλεινε σήμερα τα 18, γνωρίζοντας όμως όλα όσα ξέρει τώρα, θα επέλεγε να ακολουθήσει την ίδια επαγγελματική πορεία; Χαμογελάει και απαντάει. «Ωραία αυτή η ερώτηση. Είναι κάτι που αναρωτιόμουν και εγώ η ίδια όλο αυτόν τον καιρό που απέχω από το χώρο. Ξέρεις, όταν ήμουν οκτώ χρονών, ήθελα να γίνω αρχαιολόγος, εξού και η αγάπη μου για την ιστορία. Ωστόσο, νομίζω πως και πάλι θα κατέληγα στα μονοπάτια της μόδας, γιατί μέσω αυτής εκφράζομαι. Βεβαίως και συγγραφέας θα ήθελα να γίνω».

Και επειδή κάτι μου λέει πως ίσως και να κάτσει στο πληκτρολόγιο κάποια μέρα, θέλω να μάθω τι θα διαβάσουμε από εκείνη αν το επιχειρήσει. «Θα ήθελα να γράψω την ιστορία των προγόνων μου. Να λύσω την απορία που έχω τόσα χρόνια. Ποιο είναι επιτέλους αυτό το κάρμα που ώθησε όλους αυτούς τους ανθρώπους να φύγουν από τον τόπο τους για να εγκατασταθούν στην Κύπρο; Από τη μία, ο παππούς και η γιαγιά μου από την Μικρά Ασία, που ξεχωριστά έφυγαν με ένα πλοίο και έφτασαν εδώ, όπου και γνωρίστηκαν. Από την άλλη, η πρόγιαγιά και πρόπαππους μου με αρμένικη καταγωγή, που έφυγαν όταν ξεκίνησε η δίωξη στη χώρα τους, πήγαν Αμερική για μερικά χρόνια αλλά τελικά ο δρόμος τους οδήγησε στην Κύπρο. Ο άλλος παππούς που αν και κύπριος, έφυγε για Παρίσι αλλά επέστρεψε…Ίσως κάποια στιγμή, όλα αυτά να τα καταγράψω».

Φωτογραφίες: Μάριος Ιωσηφίδης

Φωτογραφίες από προσωπικό αρχείο ne_ne, Χάρης Κυπριανού.

Loader