Τάσσος Παπαδόπουλος: Ο πέμπτος πρόεδρος της Κύπρου

Τάσσος Παπαδόπουλος: Ο πέμπτος πρόεδρος της Κύπρου

Ήταν ένας από τους τέσσερις αντιπροσώπους της ε/κ πλευράς στη Συντακτική Επιτροπή για τον καταρτισμό του Συντάγματος

Τάσσος Παπαδόπουλος: Ο πέμπτος πρόεδρος της Κύπρου

Επιμέλεια: Σκεύη Πελεκάνου

Ο Ευστάθιος (Τάσσος) Παπαδόπουλος γεννήθηκε στον Άγιο Αντώνιο Λευκωσίας στις 7 Ιανουαρίου 1934. Ήταν το μεγαλύτερο από τα τρία παιδιά του δάσκαλου Νικολάου Παπαδόπουλου και της νοικοκυράς Αγγελικής. Ήταν παντρεμένος με τη Φωτεινή Παπαδοπούλου και είχε τέσσερα παιδιά.

Αποφοίτησε από το Παγκύπριο Γυμνάσιο και σπούδασε νομικά στο King's College και στο Gray's Inn του Λονδίνου (Barrister-at-law). Εκεί, συγκατοίκησε στο ίδιο διαμέρισμα με τον Σπύρο Κυπριανού, τον Λέλλο Δημητριάδη, τον Δημήτρη Λιβέρα και τον Ανδρέα Μαυρομάτη. Οι πέντε συγκάτοικοι ιδρύουν την Εθνική Φοιτητική Ένωση Κυπρίων (ΕΦΕΚ), με πρόεδρο τον Σπύρο Κυπριανού, γραμματέα τον Τάσσο Παπαδόπουλο και ταμία τον Λέλλο Δημητριάδη. Στο Λονδίνο προέκυψε και το Τάσσος με δύο σίγμα, καθώς όταν έγραφε το όνομα με λατινικούς χαρακτήρες και ένα σίγμα, οι Βρετανοί το πρόφεραν ως «Τάζος».

Ο Τάσσος Παπαδόπουλος επέστρεψε στην Κύπρο στις 20 Μαρτίου 1955, δέκα μέρες πριν από την έναρξη του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα της ΕΟΚΑ, στον οποίο πήρε ενεργό μέρος, παράλληλα με την άσκηση της δικηγορίας. Σε ηλικία 22 ετών ήταν, αρχικά, υπεύθυνος της ΠΕΚΑ – πολιτικής πτέρυγας της ΕΟΚΑ – για την περιφέρεια Λευκωσίας και αμέσως μετά γενικός υπεύθυνος της ΠΕΚΑ, για όλη την Κύπρο, έχοντας απευθείας σύνδεση με τον Αρχηγό της ΕΟΚΑ.

Ως εκπρόσωπος της ΕΟΚΑ παρέστη στη Διάσκεψη του Λονδίνου, το Φεβρουάριο του 1959, για την υπογραφή των Συμφωνιών της Ζυρίχης, στις οποίες είχαν καταλήξει οι κυβερνήσεις της Ελλάδας και της Τουρκίας με τη συναίνεση της Βρετανίας. Ήταν ο ένας από τους δύο αντιπροσώπους (εκτός των προσκληθέντων εκπροσώπων του ΑΚΕΛ) που ψήφισε εναντίον της υπογραφής των Συμφωνιών. Παρά τη στάση του αυτή, δεν αρνήθηκε τη συνέχιση της προσφοράς του και υπήρξε ένας από τους τέσσερις αντιπροσώπους της ελληνοκυπριακής πλευράς στη Συντακτική Επιτροπή, που είχε αναλάβει τον καταρτισμό του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας.

Υπηρέτησε για δώδεκα χρόνια διαδοχικά ως Υπουργός Εσωτερικών, Υπουργός Οικονομικών, Υπουργός Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, Υπουργός Υγείας και Υπουργός Γεωργίας και Φυσικών Πόρων.

Στο πραξικόπημα του 1974 συνελήφθη και φυλακίστηκε στην Αμμόχωστο. Απελευθερώθηκε μία μέρα πριν από την τουρκική εισβολή.

Υπήρξε σύμβουλος του πρώτου συνομιλητή Γλαύκου Κληρίδη έως τον Απρίλιο του 1976. Ακολούθως διορίστηκε ο ίδιος συνομιλητής από τον Πρόεδρο Αρχιεπίσκοπο Μακάριο Γ’, θέση στην οποία υπηρέτησε έως τον Ιούλιο του 1978.

Αντιπροσώπευσε την Κύπρο σε πολλά διεθνή συνέδρια και ειδικά, ως Υπουργός Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, στις ετήσιες συνόδους του Διεθνούς Γραφείου Εργασίας (ILO). Αντιπροσώπευσε την κυβέρνηση της Κυπριακής Δημοκρατίας κατά τη συζήτηση προσφυγών της Κύπρου στον ΟΗΕ και στο Συμβούλιο της Ευρώπης.

Στις βουλευτικές εκλογές της 25ης Ιουλίου 1970 εξελέγη βουλευτής Λευκωσίας του Ενιαίου Κόμματος, του οποίου υπήρξε συνιδρυτής με τους Γλαύκο Κληρίδη και Πολύκαρπο Γιωρκάτζη, και ορίστηκε κοινοβουλευτικός του εκπρόσωπος. Στις εκλογές της 5ης Σεπτεμβρίου 1976 επανεξελέγη ανεξάρτητος βουλευτής Λευκωσίας. Διετέλεσε Πρόεδρος της Βουλής των Αντιπροσώπων από τον Απρίλιο έως τον Οκτώβριο του 1976.

Το 1981 ηγήθηκε του κόμματος της Ένωσης Κέντρου, αλλά με το εκλογικό σύστημα που ίσχυε τότε δεν πέτυχε είσοδο στη Βουλή. Στις βουλευτικές εκλογές της 19ης Μαΐου 1991 εξελέγη πρώτος βουλευτής Λευκωσίας του Δημοκρατικού Κόμματος (με το οποίο είχε συγχωνευθεί η Ένωση Κέντρου), αξίωμα στο οποίο επανεξελέγη στις εκλογές της 26ης Μαΐου 1996. Στις 7 Οκτωβρίου 2000 εξελέγη, χωρίς ανθυποψήφιο, Πρόεδρος του Δημοκρατικού Κόμματος στο ιστορικό Εκλογικό Συνέδριο, όπου ανήγγειλε την αποχώρησή του από την ηγεσία, ο ιδρυτής του κόμματος Σπύρος Κυπριανού. Στις βουλευτικές εκλογές της 27ης Μαΐου 2001 επανεξελέγη βουλευτής Λευκωσίας, ως επικεφαλής του ψηφοδελτίου του κόμματος.

Ήταν μέλος του Εθνικού Συμβουλίου από της εγκαθιδρύσεώς του από τον Πρόεδρο Μακάριο το 1975, ενώ, μετά την εκλογή του στο αξίωμα του Προέδρου της Δημοκρατίας, το 2003, προέδρευε του Σώματος.

Κατά τη θητεία του στη Βουλή διετέλεσε Πρόεδρος της Επιτροπής Εξωτερικών, από το 1991 έως το 1996 και από το 1996 έως το 2003 Πρόεδρος της Επιτροπής Ευρωπαϊκών Υποθέσεων. Υπηρέτησε επίσης ως μέλος των Επιτροπών Επιλογής και Οικονομικών και Προϋπολογισμού της Βουλής και ήταν Συμπρόεδρος στη Μικτή Κοινοβουλευτική Επιτροπή Κύπρου και Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Από την αποχώρηση του από τη θέση του Υπουργού, τον Ιούλιο του 1970, έως την εκλογή του στο αξίωμα του Προέδρου της Δημοκρατίας, το Φεβρουάριο του 2003, ασκούσε το επάγγελμα του δικηγόρου, έχοντας ιδρύσει ένα από τα μεγαλύτερα δικηγορικά γραφεία του νησιού.

Στις 16 Φεβρουαρίου 2003 εξελέγη Πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας από τον πρώτο γύρο των προεδρικών εκλογών επικρατώντας του Γλαύκου Κληρίδη. Ανέλαβε καθήκοντα την 1η Μαρτίου 2003, για θητεία πέντε ετών. Στις 16 Απριλίου του ίδιου χρόνου υπέγραψε στην Αθήνα τη Συνθήκη Προσχώρησης της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση, μαζί με τους ηγέτες των άλλων εννέα υπό ένταξη κρατών.

Στο Κυπριακό, παρέλαβε τον Φεβρουάριο του 2003 τη διαδικασία διαπραγμάτευσης, που είχε αρχίσει στο τέλος του 1999 και που οδήγησε στην υποβολή του Σχεδίου Ανάν, από το Γενικό Γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών, το Νοέμβριο του 2002. Με το ιστορικό διάγγελμά του της 7ης Απριλίου 2004, ο Τάσσος Παπαδόπουλος κάλεσε τον κυπριακό ελληνισμό να απορρίψει το Σχέδιο, υπογραμμίζοντας εμφαντικά: «παρέλαβα κράτος, δεν θα παραδώσω κοινότητα». Ο λαός συμπορεύτηκε με τον ηγέτη του και με τη συντριπτική πλειοψηφία των 76% των Ελληνοκυπρίων να ψηφίζει "ΟΧΙ" στο Δημοψήφισμα της 24ης Απριλίου 2004.

Στις Προεδρικές Εκλογές της 17ης Φεβρουαρίου 2008 έλαβε στον πρώτο γύρο ποσοστό 31,79% και αποκλείστηκε από το δεύτερο γύρο. Στις 28 Φεβρουαρίου 2008, παρέδωσε την Προεδρία της Δημοκρατίας στον Δημήτρη Χριστόφια.

Ο Τάσσος Παπαδόπουλος έφυγε από τη ζωή στις 12 Δεκεμβρίου 2008, σε ηλικία 74 ετών από οξεία αναπνευστική ανεπάρκεια, εξαιτίας καρκίνου στον πνεύμονα.

Στις 11 Δεκεμβρίου 2009 άγνωστοι σύλησαν τον τάφο του και έκλεψαν τη σορό του από το νεκροταφείο της Κάτω Δευτεράς. Η σορός βρέθηκε στις 8 Μαρτίου από την αστυνομία έπειτα από τηλεφώνημα αγνώστου και ταυτοποιήθηκε την επόμενη ημέρα με εξετάσεις DNA. Πραγματοποιήθηκαν συλλήψεις τριών ατόμων για την υπόθεση, ενώ ο υπουργός δικαιοσύνης Λουκάς Λουκά αποφάνθηκε ότι τα κίνητρα των απαγωγέων του λειψάνου ήταν οικονομικά. Ο πρώην πρόεδρος επανενταφιάστηκε στις 12 Μαρτίου 2010.

Loader