ΜΕΧ και προβλέψεις για επισφαλείς απαιτήσεις
Οι τράπεζες στην ΕΕ έχουν μια σειρά εποπτικών και κανονιστικών απαιτήσεων
Έχουν περάσει σχεδόν δύο χρόνια από την ημέρα που το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο έθεσε ένα σχέδιο για την μείωση των Μη Εξυπηρετούμενων Χορηγήσεων (ΜΕΧ). Η μείωση αυτή ήταν επιβεβλημένη λόγω των εμπειριών και των συμπερασμάτων ότι τα υψηλά ΜΕΧ επηρεάζουν σημαντικά τόσο τη σταθερότητα και βιωσιμότητα των τραπεζικών συστημάτων των χωρών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ) - και της ίδιας – αλλά και κατ’ επέκταση, τη σταθερότητα των οικονομικών συστημάτων των χωρών (π.χ. Κύπρος).
Επιπρόσθετα, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) έχει θέσει για 4η συνεχόμενη χρονιά τις ΜΕΧ ως μία από τις προτεραιότητες της για την εποπτεία των τραπεζών το έτος 2019. Ως αποτέλεσμα, οι τράπεζες στην ΕΕ έχουν μια σειρά εποπτικών και κανονιστικών απαιτήσεων που αφορούν τις ΜΕΧ, οι οποίες αναμένεται να επηρεάσουν άμεσα τις οικονομικές καταστάσεις τους στο κοντινό μέλλον. Οι πιο σημαντικές από αυτές τις απαιτήσεις είναι οι ακόλουθες:
i. το παράρτημα της κατευθυντήριας οδηγίας για τα ΜΕΧ, η οποία εκδόθηκε από την ΕΚΤ. Με βάση το παράρτημα, οι τράπεζες θα πρέπει να «εγγράψουν» προβλέψεις για επισφάλειες για εποπτικούς σκοπούς. Αυτό αφορά τις χορηγήσεις οι οποίες έγιναν ΜΕΧ από την 1η Απριλίου 2018, ως ακολούθως:
- για τις ΜΕΧ χωρίς εξασφαλίσεις: 100% προβλέψεις του υπολοίπου μετά από 2 έτη από την ημερομηνία που έγινε ΜΕΧ
- για τις ΜΕΧ με εξασφαλίσεις: 40% προβλέψεις μετά το 3ο έτος και μετά σκαλωτή αύξηση ανά έτος ως μετά το τέλος του 7ου έτους, στο οποίο οι προβλέψεις φτάνουν στο 100% του υπολοίπου.
ii. Η εποπτική απαίτηση της ΕΚΤ με βάση την εποπτική επιθεώρηση του 2018 (Supervisory Review and Evaluation Process), η οποία καθορίζει εποπτικές απαιτήσεις για το υφιστάμενο απόθεμα (stock) των ΜΕΧ των τραπεζών. Οι απαιτήσεις αυτές διαφοροποιούνται από τράπεζα σε τράπεζα και αφορούν την απαίτηση να εγγραφούν προβλέψεις μέχρι το 100% του υπολοίπου σε μια μεγάλη χρονική περίοδο (σκαλωτά).
iii. Η αλλαγή στο Κανονισμό 575/2013, η οποία ψηφίστηκε από την Eυρωπαϊκή βουλή (δημοσιεύτηκε στις 25 Απριλίου 2019) και αφορά ελάχιστες απαιτήσεις για προβλέψεις (common minimum loss coverage ratios – statutory backstops) για επισφάλειες. Η αλλαγή είναι σε ισχύ από τις 26 Απριλίου 2019 (δηλαδή αφορά τις χορηγήσεις οι οποίες έγιναν ΜΕΧ από τις 26 Απριλίου 2019 και αργότερα) και επιβάλλει σε γενικές γραμμές τα ακόλουθα:
- Για τις ΜΕΧ χωρίς εξασφαλίσεις: 35% από την 1η μέρα του 3ου έτους που η χορήγηση είναι ΜΕΧ, και 100% από την 1η μέρα του 4ου έτους
- Για τις ΜΕΧ με εξασφαλίσεις: 25% από την 1η μέρα του 4ου έτους και μετά αυξάνεται σκαλωτά ανά έτος μέχρι 100% στον 10ο χρόνο για εξασφαλίσεις με ακίνητη ιδιοκτησία και στον 8ο χρόνο για εξασφαλίσεις οι οποίες δεν αφορούν ακίνητη ιδιοκτησία.
- Νοείται ότι εάν το τραπεζικό ίδρυμα αξιολογήσει ότι πρέπει να προβλέψει μεγαλύτερο ποσό απ’ ότι απαιτείται από τις πιο πάνω απαιτήσεις (π.χ. 80% για ΜΕΧ χωρίς εξασφάλιση από το 1ο έτος), τότε θα πρέπει να εγγράψει αυτό το ποσό και όχι να ακολουθήσει την εποπτική απαίτηση. Επιπρόσθετα, αν η εποπτική αρχή θεωρεί ότι θα πρέπει να εγγραφεί μεγαλύτερο ποσοστό απ’ ότι προβλέπεται πιο πάνω, τότε έχει δικαίωμα να το επιβάλει.
Είναι κατανοητό ότι με τις πιο πάνω απαιτήσεις δημιουργούνται διάφορα σημαντικά θέματα για τις τράπεζες. Για παράδειγμα, πιθανόν να δημιουργείται διαφορά μεταξύ των λογιστικών και εποπτικών προβλέψεων για επισφάλειες.
Σημειώνεται ότι για λογιστικούς σκοπούς, οι προβλέψεις για επισφάλειες ή αλλιώς αναμενόμενες πιστωτικές ζημιές (expected credit losses) υπολογίζονται από το 2018 με βάση το διεθνές λογιστικό πρότυπο 9 (IFRS 9), για το οποίο οι τράπεζες ξόδεψαν αρκετά χρήματα αλλά και κόπο για να το εφαρμόσουν. Σε αυτή τη περίπτωση, θα αναμένεται από τις τράπεζες να εξηγήσουν τις διαφορές μεταξύ των δύο υπολογισμών. Επιπρόσθετα, αυξάνεται η πίεση για αλλαγή του μοντέλου ανάκτησης των χορηγήσεων αυτών αφού όσο μεγαλώνει ο χρόνος παραμονής των χορηγήσεων ως ΜΕΧ, θα εξασκείται συνεχής πίεση στα ίδια κεφάλαιά τους. Επίσης, με τις πιο πάνω απαιτήσεις αναμένεται ν’ αυξηθούν οι πωλήσεις των χορηγήσεων αφού θα μπορεί να υπάρχει, για συγκεκριμένα χαρτοφυλάκια, σύγκλιση μεταξύ της τιμής προσφοράς και ζήτησης.
Είναι ξεκάθαρο σε όλους ότι οι τραπεζικές κρίσεις της νέας χιλιετίας έχουν δημιουργήσει ένα «χείμαρρο» κανονιστικών και εποπτικών απαιτήσεων, ο οποίος μεγαλώνει συνεχώς και ο οποίος οδηγεί με τη σειρά του σε σημαντική αλλαγή του τρόπου λειτουργίας των τραπεζών.
Mάριος Λαζάρου, Διοικητικός Σύμβουλος, KPMG Limited