Κανόνες Ενδοομιλικής Τιμολόγησης (Transfer Pricing)

Κανόνες Ενδοομιλικής Τιμολόγησης (Transfer Pricing)

Για να αποφευχθεί το φαινόμενο της μεταφοράς κερδών σε προορισμούς με χαμηλούς ή μηδενικούς φορολογικούς συντελεστές

Κανόνες Ενδοομιλικής Τιμολόγησης (Transfer Pricing)

Αποτελεί ίσως το σημαντικότερο φορολογικό θέμα από οικονομικής άποψης τα τελευταία 20 και πλέον χρόνια, αφού υπολογίζεται ότι ένα ποσοστό της τάξεως του 60%-70% της οικονομικής και εμπορικής δραστηριότητας διεθνώς διεξάγεται ενδοομιλικά, μεταξύ των πολυεθνικών εταιρειών και των θυγατρικών τους ή άλλων συνδεδεμένων με αυτές εταιρειών.

Ως εκ τούτου, προκύπτει η ανάγκη να θεσπιστούν κανόνες που να διέπουν τις ενδοομιλικές συναλλαγές, ούτως ώστε να αποφευχθεί το φαινόμενο της μεταφοράς κερδών σε προορισμούς με χαμηλούς ή μηδενικούς φορολογικούς συντελεστές καθώς επίσης και το αντίστροφο, το ενδεχόμενο δηλαδή της υπερτιμολόγησης και κατ’ επέκταση των αυξημένων εξόδων στους αντίστοιχους προορισμούς με υψηλούς φορολογικούς συντελεστές. Με άλλα λόγια, οι κανόνες ορθής ενδοομιλικής τιμολόγησης έχουν ένα και μοναδικό σκοπό. Να διασφαλίσουν την τήρηση της αρχής των ίσων αποστάσεων μεταξύ εξαρτημένων ή συνδεδεμένων εταιρειών, όπως ακριβώς ισχύει και με τις συναλλαγές που πραγματοποιούνται μεταξύ ανεξάρτητων εταιρειών.

Αν για παράδειγμα η εταιρεία Α με φορολογική έδρα στην Χώρα Α και εταιρικό φορολογικό συντελεστή 10% πωλεί αγαθά ή υπηρεσίες στην ανεξάρτητη από αυτήν Εταιρεία Β, που βρίσκεται στην χώρα Β και η οποία έχει εταιρικό φορολογικό συντελεστή της τάξης του 40% προς €1.000, και την ίδια ώρα η εταιρεία Α πωλεί τα ίδια ακριβώς αγαθά ή υπηρεσίες στην θυγατρική ή συνδεδεμένη της εταιρεία Γ, που βρίσκεται στην χώρα Γ με εταιρικό συντελεστή επίσης 40% προς €2.000, τότε κάποιος εύκολα μπορεί να αντιληφθεί ότι εφόσον η εταιρεία Α και η εταιρεία Γ είναι συνδεδεμένες, έχουν στρεβλώσει τους κανόνες των ίσων αποστάσεων (όπως ισχύουν μεταξύ της εταιρείας Α και της ανεξάρτητης Β) με αποτέλεσμα η εταιρεία Α να υπερτιμολογήσει τα αγαθά ή υπηρεσίες που πώλησε στην συνδεδεμένη της εταιρεία Γ, επιτυγχάνοντας έτσι να αποκομίσει φορολογικό όφελος, αφού ο Όμιλος αυτός (εταιρεία Α και εταιρεία Γ) στο σύνολο κατόρθωσε να μεταφέρει πιο πολλά κέρδη σε προορισμό με χαμηλό φορολογικό συντελεστή (Χώρα Α) και ταυτόχρονα να αφαιρέσει πιο πολλά έξοδα στον προορισμό με υψηλό φορολογικό συντελεστή (Χώρα Γ). Το όφελος που προκύπτει, όπως φαίνεται και στο συγκεκριμένο παράδειγμα για τον όμιλο, είναι €300, αφού στο σύνολο πλήρωσε «περισσότερο» φόρο στην χώρα Α, (€1.000@10%) ενώ αφαίρεσε «περισσότερα» έξοδα στην χώρα Γ (€1.000@40%). Εύλογα λοιπόν, κάποιος μπορεί να διερωτηθεί πιο συμφέρον θα είχε η Κύπρος, μια χώρα με σχετικά χαμηλό φορολογικό συντελεστή (12,5%) και η οποία πιο πολύ (σύμφωνα και με το παράδειγμα πιο πάνω) προσομοιάζεται και ταυτίζεται φορολογικά με την χώρα Α (και η οποία όπως προκύπτει επωφελείται αφού εισπράττει αυξημένα φορολογικά έσοδα), να εφαρμόσει κανόνες ενδοομιλικής τιμολόγησης και μάλιστα χωρίς αυτό να απαιτείται από καμία Ευρωπαϊκή Φορολογική Οδηγία.

Η απάντηση στο ερώτημα αυτό δεν έχει να κάνει ούτε με το οικονομικό αλλά ούτε και με το φορολογικό σκέλος. Η απάντηση βρίσκεται στο διεθνές φορολογικό περιβάλλον και το πως αυτό έχει διαμορφωθεί τα τελευταία χρόνια μετά την παγκόσμια οικονομική κρίση και ειδικά μετά την δημοσιοποίηση του σχεδίου του ΟΟΣΑ κατά της διάβρωσης της φορολογικής βάσης και της μεταφοράς των κερδών σε χώρες με χαμηλούς ή και μηδενικούς φορολογικούς συντελεστές.

Η Κύπρος, μια χώρα που η οικονομία της βασίζεται κατά μεγάλο βαθμό στην παροχή ποιοτικών υπηρεσιών, δεν θα μπορούσε να μην υιοθετήσει τις βέλτιστες πρακτικές που ακολουθούνται διεθνώς εναρμονίζοντας πλήρως την φορολογική της νομοθεσία, ούτως ώστε να συμβαδίζει με τις διεθνείς εξελίξεις που απαιτούν πλήρη συμμόρφωση στους κανόνες και διαφάνεια στις συναλλαγές που διεξάγονται από και προς την Κύπρο. Η πρόθεση του Τμήματος Φορολογίας να υιοθετήσει λοιπόν κανόνες που να διέπουν τις διασυνοριακές ενδοομιλικές συναλλαγές είναι προς τη σωστή κατεύθυνση, αφού η εφαρμογή τους θα απαιτεί την τεκμηρίωση των εισοδημάτων που λαμβάνουν οι κυπριακές εταιρείες σύμφωνα με τα πρότυπα του ΟΟΣΑ, προσδίδοντας ταυτόχρονα κύρος και αξιοπιστία στις συναλλαγές που διεξάγονται μέσω κυπριακών εταιρειών και ενισχύοντας παράλληλα την εμπιστοσύνη των ξένων επενδυτών προς την Κύπρο ως ενός σύγχρονου και διαφανούς χρηματοοικονομικού κέντρου.

Κώστας Μαρκίδης, Διοικητικός Σύμβουλος, KPMG Limited

Loader