Αγαπητοί νοσηλευτές, αγαπώ σας έναν προς έναν!

Αγαπητοί νοσηλευτές, αγαπώ σας έναν προς έναν!

Ένα κράτος δεν πρέπει ποτέ να φτάσει σε θέση να εκλιπαρεί για εθελοντές. Ούτε να αργεί να αναγνωρίζει τη σπουδαιότητα των νοσηλευτών του

Με αφορμή την απεργία των Κύπριων νοσηλευτών, αναδημοσιεύουμε αυτό

Γράφει η Ανθή Ερμογένους

Πρώτη δημοσίευση Limassol Today

Πριν δυο χρόνια έπρεπε να κάνω μια επέμβαση. Επισκέφτηκα αρχικά ιδιώτη γιατρό για να την κάνω σε μια πολυκλινική. Όπως όμως βρίσκω σχιζοφρενικό, όποτε κάποιος που υπερασπίζεται τη δημόσια παιδεία να στέλνει παιδιά σε ιδιωτικό, σκέφτηκα και τη δικιά μου υποκρισία και αποφάσισα να εμπιστευτώ το νοσοκομείο Λευκωσίας.

Οι δέκα μου ημέρες εκεί ήταν μια εμπειρία που ανακαλώ συνέχεια και προσέχω τη γλώσσα μου όποτε μιλώ για νοσηλευτές, ειδικά νοσοκομείων. Γιατί έζησα -εμπειρικά πια- τη μεγάλη αφοσίωση του νοσηλευτή στον λόγο που σπούδασε και την προσπάθεια του να το κάνει σε νοσοκομεία ελλειπή. Που ήταν λίγοι σε έναν χώρο με ανάγκη για πολλούς.

Σε ένα δωμάτιο με άλλους τρείς που έσκουζαν, θυμάμαι τη μαξιλαροθήκη που μου ζήτησαν οι νοσηλεύτριες ευγενικά –σχεδόν ενοχικά (λες κι είχαν οι ίδιες να απολογηθούν για αυτό) να φέρω από σπίτι όταν αιμάτωσα αυτήν που μου είχαν. Αργότερα δύο νοσηλευτές με την ίδια ντροπή μου ζήτησαν αν μπορεί να πεταχτεί κάποιος δικός μου να φέρει από φαρμακείο bioflor επειδή δεν τους προμήθευαν αρκετό στα νοσοκομεία, αν και είναι από τα πιο συχνά σε χρήση και απαραίτητα φάρμακα. Αποδεκατισμένοι παρά τις δικές τους προθέσεις. Χωρίς εξοπλισμό να εφαρμόσουν τις γνώσεις τους.

Οι νοσηλευτές (τόσο σε επεμβάσεις που χρειάστηκε να κάνω, σε ιδιωτικές κλινικές όσο και στο νοσοκομείο) υπέμεναν τη γκρίνια μου, ως οικείες συμπεριφορές της καθημερινότητας τους. Που όμως, ακόμα και με τη γκρίνια του αρρώστου που είχα, εκνευριζόμουν όποτε ένας καραγκιόζης, ενώ τους έβλεπε να τρέχουν σε δέκα περιστατικά ταυτόχρονα, τους φώναζε «εγώ σε πληρώνω ρε».

Στην εντατική, όταν είχα τον πατέρα μου, κατάργησα και την τελευταία πιθανότητα να καταλογίσω ποτέ δημοσιοϋπαλληλικό working-style σε νοσηλευτή. Οι νοσηλευτές, το μόνο πράγμα που δεν είναι, είναι “δημόσιοι υπάλληλοι”. Όταν με ειδοποίησαν από το γήπεδο που έπαθε την ανακοπή, ότι τον παίρνει ασθενοφόρο στο νοσοκομείο Λεμεσού, τηλεφώνησα της Σκεύης Χριστοφή, μιας από τις καλύτερες ανώτερες νοσηλευτικές λειτουργούς που έχει στο έμψυχο δυναμικό τους οι Υπηρεσίες Υγείας και που έχει ευτύχημα το νοσοκομείο Λεμεσού να ηγείται στην Εντατική. Και που είχε μόλις γυρίσει σπίτι της μετά από νυχτέρι. Τηλεφώνησε αμέσως στο τμήμα της ενώ θα μπορούσε να μου πει “είμαι εκτός βάρδιας”, ενημέρωσε πλήρως για το ιστορικό του για να είναι προετοιμασμένοι, πριν ακόμα φτάσει το ασθενοφόρο. Μισή ώρα μετά βρέθηκε στην εντατική και έβαλε στολή κι ας μην είχε βάρδια.

Όλοι οι νοσηλευτές, ειδικά τις πρώτες κρίσιμες ώρες, δεν άφηναν να πέφτει τίποτα κάτω. Θυμάμαι την Άντρη, μια νοσηλεύτρια που έβαλε τραπεζάκι στην είσοδο της εντατικής κλίνης του πατέρα μου στο νυκτέρι της και τον παρακολουθούσε ως το πρωί μπας και κουνήσει δάκτυλο και δεν το δουν.

Εντυπωσιαζόμουν αφενός με τις γνώσεις και αφετέρου το πείσμα τους να κρατήσουν ζωντανούς ανθρώπους. Όλους τους ασθενείς εκεί μέσα. Τον καθένα ξεχωριστά. Ακόμα και αυτούς που φαινόταν ότι ήταν καταδικασμένο περιστατικό. Ταυτόχρονα έβγαιναν στο σαλονάκι και γίνονταν το ψυχολογικό δεκανίκι μας. Κάποτε μας έφερναν καφέ από την δική τους κουζίνα.

Μες το αδιανόητο τους τρέξιμο, όταν ξύπνησε ο πατέρας μου μέρες μετά, ο Νίκος ο Φλουρής του έβαζε συνωμοτικά να δει Μουντιάλ στο κινητό. Κάθε βάρδια που έπιανε δουλειά έμπαιναν στο δωμάτιο του με χαμόγελο και του απευθύνονταν με ζωντανές και δυνατές φωνές να αποτάξουν τον φόβο του κινδύνου. Σήμερα είναι ζωντανός χάρη σε αυτούς.

Σήμερα τους βλέπω στα σόσιαλ, βλέπω τις ημερίδες τους, τη συνεχή επιμόρφωση τους, την αγάπη τους στην ομάδα τους και όταν τύχει και συναντήσω κανέναν από αυτούς έξω, νιώθω πως βλέπω μπροστά μου το ίδιο το θαύμα με πόδια, νιώθω σαν να βλέπω τους πιο δικούς μου ανθρώπους.

Πριν λίγες μέρες είδα στον εμβολιασμό την Σώτια, μια από τις νοσηλεύτριες της εντατικής, να κάνει δεύτερη βάρδια στο “Σπύρος Κυπριανού” για να καλύψουν τις ανάγκες της πανδημίας, εκείνες για τις οποίες ανέλαβαν δυσανάλογα το βάρος της. Η Σώτια θυμόταν όχι μόνο ποια είμαι, αλλά ρωτούσε για τον πατέρα μου με το όνομα του, τι κάνει. Κάτι που μεταφράζεται ότι, εκεί δεν αντιμετωπίζουν πελάτες, αλλά ανθρώπους. Γιατί είναι εξωπραγματικό να θυμάται κανείς τόσα χρόνια μετά και με τόσους ασθενείς κάθε μέρα, τον καθένα ξεχωριστά…

Δεν ξέρω τι λέτε εσείς για τους νοσηλευτές των νοσοκομείων, εγώ ξέρω πως τη Σκεύη την πείραζα που κοιμάται βαμένη όποτε έχει αυγηνό ξύπνημα, για να βλέπουν στην εντατική κάτι όμορφο και μη μίζερο οι ασθενείς. Που η δουλειά τους γίνεται κομμάτι όλης της ζωής τους. Που ακόμα και όταν είναι στον προσωπικό τους χρόνο, όποτε αρρωστήσει ένας γνωστός, τους τηλεφωνούν βασισμένοι στις γνώσεις τους.

Αυτοί είναι οι άνθρώποι που κάθονται ρεσέψιον στο ευμετάβλητο της θνητότητας, που στις γνώσεις και τις αντοχές τους σχοινοβατεί η παράταση της παρουσίας ή η οριστική απουσία εμάς και των δικών μας. Που πάνε και λαγοκοιμούνται σπίτι τους με σκέψεις να στριφογυρίζουν, αν μπορούσαν να κάνουν κάτι ακόμα.

Οι παροχές στα νοσοκομεία, δεν τους είναι αντάξιες. Το επίπεδο νοσηλείας σε υλικό, στελέχωση, αμοιβή και συνθήκες, ορίζεται στο πόσο μετρά ένα κράτος την αξιοπρέπεια και την αξία της ανθρώπινης ζωής. Τα νοσοκομεία είναι ιερότερος χώρος από κάθε εκκλησία. Και αξίζει για αυτό να χυθεί κάθε ευρώ και χρυσάφι όλου του κόσμου.

Και έρχεται το αναπάντεχο εδώ κι ενάμιση χρόνο και μέχρι σήμερα: Επίταξη επικουρικών νοσηλευτών σε υπερβάρδιες, να ρίχνονται στη μάχη με κίνδυνο της ζωή και της υγείας τους. Επάγγελμα πρώτης γραμμής (τώρα το θυμηθήκαμε), η μόνη εμπροσθοφυλακή μας.

Επίταξη νοσηλευτών που για χρόνια δεν εργοδοτούσαμε και ήταν άνεργοι. Όταν βαρούσαν τα πόδια στον κώλο των πολύ λίγων που δούλευαν και μας φώναζαν “φέρτε προσωπικό, εδώ μιλάμε για ζωές”.

Οι άνθρωποι που όσο όλοι οι άλλοι είμαστε με τις οικογένειες μας στην πανδημία, αυτοί έπρεπε να μην τους συναντούν για να τους προστατέψουν.

Κατάλαβες γιατί δεν πρέπει οι νοσηλευτές να εργάζονται με πενταροδεκάρες, γιατί ακροβατούν στα βαρέα και ανθυγιεινά; Γιατί κανένας δεν έπρεπε να προσπαθήσει να καταστείλει την απεργία που έκαναν τότε; Γιατί έπρεπε να ήμασταν δίπλα τους κατά χιλιάδες, όπως ήμασταν με τους δασκάλους;

Γιατί έπρεπε τόσα χρόνια να διαβάζεις τα σοβαρά άρθρα τους, την κατάθεση της πείρας και της εμπεριστατωμένης επιστημοσύνης τους στο ygeia-news, γιατί όταν μας φωνάζαν για αστελέχωτα νοσοκομεία, χωρίς αρκετό και σύγχρονο εξοπλισμό έπρεπε να ομοβροντείς;

Καταλαβαίνεις ότι κάθε λέξη τους ήταν συμμαχία με τη ζωή σου; Ότι είναι αυτοί που ως κράτος χρειαζόμαστε περισσότερο; Γιατί η δωρεάν δημόσια υγεία που καλείται τώρα να βγάλει το φίδι από την τρύπα, είναι το πολυτιμότερο κάθε εθνικού πλούτου; Γιατί όταν κάναμε καμπάνιες ιδιωτικών κλινικών και πετσοκόβαμε χρηματοδοτήσεις νοσοκομείων, τώρα το λουζόμαστε;

Καταλαβαίνουμε τώρα τι σημαίνει παραϊατρικό προσωπικό, καθαρίστρια αποβλήτων στο νοσοκομείο και πόσο απαραίτητα είναι αυτά τα επαγγέλματα στους νοσηλευτές για να μην τα κάνουν αυτοί και να μπορούν να ασκούν απρόσκοπτα τις δικές τους ευθύνες; Γιατί τώρα εκτίμησες τις πανεπιστημιακές τους γνώσεις και την εμπειρία που προκύπτει σε ένα περιβάλλον με δεκάδες προσλαμβάνουσες καθημερινά και που προσφέρει πείρα, εκσυγχρονισμό, κατάρτηση συνεχώς, κάτι που κανένας άλλος επιστήμονας δεν έχει; Κι όποιος δεν κατανοεί το ψηλό μορφωτικό επίπεδο των επιστημόνων υγείας και νοσηλείας, σημαίνει πλανάται στην δική του αμορφωσιά.

Τώρα τους παρακαλείς σε επίταξη.

Όταν κατουράς στη θάλασσα, το βρίσκεις στο αλάτι λέει μια παροιμία. Δεν φταίει μόνο ο λαός που δεν βρίσκεται σε κοινωνικό αυτοματισμό. Ένα κράτος δεν πρέπει ποτέ να φτάσει σε θέση να εκλιπαρεί για εθελοντές. Ούτε να αργεί να αναγνωρίζει τη σπουδαιότητα των νοσηλευτών του. Το χειροκρότημα στα μπαλκόνια απλά κοινοποιεί τις ενοχές μας. Που δεν απαιτούσαμε με αυτούς ένα ψηλό επίπεδο όμοιο τους και όμοιο της αξίας της ζωής . Όταν ξανά απαιτήσουν το ελάχιστο της ποιότητας στη δουλειά τους, να πας να στέκεσαι δίπλα τους και ναι τους πεις ξεκάθαρα, «Ναι ρε. Ούλλα χαλάλι σας»!

(αγαπητοί νοσηλευτές των δημόσιων νοσοκομείων αγαπώ σας έναν προς έναν, για το επίπεδο σας, τη φιλομάθεια σας, το πείσμα σας, τις γνώσεις σας, την υπομονή να μας εξηγείτε τα επιστημονικά και ιατρικά ευρήματα λέξη προς λέξη, για τον καθένα από τους δικούς μου που κρατήσατε ζωντανό, ακόμα και για όσους εφυγαν αλλά έφυγαν με εσάς να τους ισιώνετε τη μαξιλαροθήκη και με τις όμορφες κουβέντες σας σε αυτούς ως την τελευταία στιγμή. Τον παππού μου, τη γιαγιά μου, τον Δήμο, τον Κωστή, τη Σενάϋ, τη Χαρά, την Λάλλα, τη Γλυκού, την κυρία Νίκη, την μάμα της Δέσπως, την Αρτούλα, τον Τσιέττη, τον Αντρέα, τη Δημητρού, τον Χαμπή, τον Χρήστο, την κυρία Αντρούλα, εκ μέρους τους ευχαριστώ που τους δίνατε ποιότητα ζωής ως το τέλος ακόμα κι όταν η μέχρι τέλους προσπάθεια σας για παράταση ζωής ήταν μάταιη).

* Ευχαριστούμε για αυτό που τραβήσατε πάνω σας. Βαστάτε.

Loader