«Άστεγος είμαι. Όχι άρρωστος»

«Άστεγος είμαι. Όχι άρρωστος»

Ίσως η πιο ανθρώπινη ιστορία που θα διαβάσεις τις απάνθρωπες αυτές μέρες

Γράφει η Μαρία-Ιζαμπέλλα Αχιλλέως

Φωτογραφία, βίντεο Γιώργος Λαζαρίδης

Εγκλωβισμένη στην Αθήνα, την εποχή της πανδημίας, ένιωθα ότι τη ξαναγνώριζα από την αρχή. Οι ίδιοι δρόμοι χωρίς ανθρώπους. Η ίδια πόλη χωρίς τη βουή της. Είχα έρθει για κάποιες ιατρικές θεραπείες και ξέμεινα καθώς έκλεισαν τα σύνορα.

Οπότε η καθημερινότητα περιλάμβανε συγκεκριμένες διαδρομές: από το σπίτι στον γιατρό για τη θεραπεία και επιστροφή σπίτι ή από το σπίτι στην υπεραγορά και πάλι πίσω. Κατʼ οίκον περιορισμός. Εντός οικίας. 

Στον πεζόδρομο στο Κουκάκι, περίμενα υπομονετικά κρατώντας δύο μέτρα απόσταση από τον προηγούμενο πελάτη έξω από τον φούρνο για ψωμί και γάλα. Όσo μεγαλύτερη η φυσική απόσταση, τόσo μεγαλύτερη η προστασία. Ποτέ άλλοτε δεν ήταν τόσο ηθικό και πρέπον να είσαι «αντικοινωνικός» για το κοινό καλό. Στη γραμμή λοιπόν 5-6 άτομα αναμονή. Οι μυρωδιές ξεχύνονταν έξω από τη στενή πόρτα του φούρνου στον άδειο πεζόδρομο που ούτε ένα μήνα πριν ήταν γεμάτος περαστικούς. Ήταν μια ανάμιξη μυρωδιάς καφέ και γαλακτομπούρεκου που μόλις είχε βγει ζεστό-ζεστό από τον φούρνο.

Τον είχε πάρει το μάτι μου την προηγούμενη μέρα καθώς κοιμόταν. «Ε κοπελιά, καλημέρα» μου φωνάζει, λες και δεν υπήρχαν άλλοι στη γραμμή ή λες και με ήξερε από παλιά και με αναγνώρισε. Κουνούσε το χέρι του με ζωηράδα όπως ήταν ξαπλωμένος στο πάτωμα χωμένος κάτω από βρώμικες κουβέρτες και περικυκλωμένος από αντικείμενα στην απέναντι κλειστή -όπως όλα άλλωστε λόγω καραντίνας- καφετέρια. 

«Καλημέρα» είπα και χαμογέλασα. Συνέχισε να μου μιλάει λες και ήμασταν στο μπαλκόνι του σπιτιού του και είχαμε πιάσει κουβέντα χωρίς άλλους θεατές. 

«Έτσι τα φέρνει η ζωή» μου είπε. «Τι να κάνουμε;» Εξηγώντας μου-λες και μου το χρωστούσε- γιατί βρισκόταν αυτός κάτω ξαπλωμένος στο κρύο πεζοδρόμιο και εγώ όρθια στη γραμμή ενός φούρνου. Οι υπόλοιποι ήδη με κοίταζαν. «Θα έρθω σε λίγο» του είπα, «μόλις τελειώσω από εδώ» .

«Θα σε περιμένω» είπε με βεβαιότητα λες και ήξερε πως δεν θα τον προδώσω. Ψώνισα βιαστικά. Πρόσεξα ότι η κοπέλα στον φούρνο ήταν η ίδια που με εξυπηρέτησε και χθες και προχθές. Πήρε καθόλου ρεπό από τη μέρα που έφτασα; αναρωτήθηκα. 

Βγήκα και πήγα κατευθείαν σε αυτόν. Με ευχαρίστησε για ό,τι του έφερα από τον φούρνο με μια απλότητα και γλυκύτητα λες και είχα πάει για επίσκεψη σπίτι του και έφερα γλυκά. «Για να μην σε προσβάλω τα παίρνω» μου είπε, «αφού δεν χρειαζόμουνα κάτι». Μου συστήθηκε. Τον λένε Θανάση. Φορούσε κάτι γυαλιά τύπου Έλβις Πρίσλεϊ που μου τράβηξαν την προσοχή. Απομεινάρι ίσως μιας πιο ροκ ζωής, σκέφτηκα.

Τα χρόνια και η φθορά του δρόμου δεν είχαν αφαιρέσει την αγέρωχη αύρα του. «Εγώ είμαι μουσικός. Έχω παίξει σε πολλά μαγαζιά.» Βλέπω στα μάτια του τις εμπειρίες του. Ψάχνει στις τσέπες του, μέσα στα ρούχα του να βρει κάτι να μου δείξει. Απογοητευμένος τα παρατάει και με ρωτάει για μένα: Ποια είμαι; Τι κάνω εδώ; Αν πετυχαίνουν οι θεραπείες. Κάθε φορά που πιάνω κουβέντα με έναν άνθρωπο που ζει στον δρόμο πάντα με εντυπωσιάζει το ενδιαφέρον τους σαν με ρωτάνε για μένα. Για μένα που φεύγοντας βάζω κλειδί σε μια πόρτα και μπαίνω σε ένα σπίτι με σαλόνι, κουζίνα, ζεστό νερό, φαγητό κι όλες τις απαραίτητες ανέσεις για να υπάρξω. 

Χρειάζεται βέβαια ό,τι του λέω να το φωνάζω δυνατά και να το επαναλαμβάνω, αφού δεν ακούει πολύ καλά και δεν έχει ακουστικά. Συνεχίζει αυτός λέγοντάς μου λεπτομέρειες για τη ζωή του. 

«Τι να κάνουμε; Κάποτε η ζωή μας ρίχνει χαστούκια και εμένα μου έριξε πολλά. Δεν με πειράζει τόσο το να ζω στο δρόμο. Με πειράζει όταν με κλέβουν ή όταν με χτυπάνε και πιο πολύ (σταματά για λίγο) … πιο πολύ με πειράζει η ταπείνωση. Να μου φέρονται λες και δεν είμαι άνθρωπος… Μόνο αγάπη θέλω και η αγάπη είναι τζάμπα.»

Όσο μιλάγαμε κρατούσα απόσταση για να προστατέψω κυρίως αυτόν. «Σε παρακαλώ» μου λέει σε μια στιγμή «Άγγιξε το χέρι μου. Άστεγος είμαι. Όχι άρρωστος. Άστεγος είμαι μα άνθρωπος.»

Όσα ανθρώπινα ένστικτα  μου είχαν απομείνει μετά από τις τόσες υποδείξεις για φυσική απόσταση και απολύμανση, γκρεμίστηκαν μεμιάς με την κουβέντα του αυτή.

Του έδωσα το χέρι μου. Μια ανθρώπινη επαφή κάποιων δευτερολέπτων. Ένιωθα ότι παρανομούσα. Είναι παράνομη η ανθρώπινη επαφή στις μέρες μας, για το καλό μας.

Με κοίταγε όσο κρατούσα το χέρι του και χαμογελούσε. Με ευχαρίστησε και ήρεμος πια θυμήθηκε που είχε φυλάξει τις φωτογραφίες που ήθελε να μου δείξει προηγουμένως: 

Η γυναίκα του, η Άρτεμις, που είχε πεθάνει από εγκεφαλικό πρωταγωνιστούσε σε αρκετές ευτυχισμένες στιγμές μα είχε και μπόλικες φωτογραφίες από διάφορα μαγαζιά που έπαιζε μουσική. «Να εδώ ήμουν Ζάκυνθο» μου λέει και μου εξηγεί για κάθε μία ξεχωριστά. Κοιτάει τη γυναίκα του. «Πράσινα μάτια είχε» και ύστερα μου λέει και συνοδευτικά στιχάκια. Την κάθε φωτογραφία που μου παρουσιάζει ακολουθεί και μια ιστορία ή ένα τραγούδι. 

«Να είδες; Είχα και εγώ ζωή» λέει κοιτάζοντάς τες.

Κατάλαβα τότε γιατί κρατά τόσο σφιχτά πάνω στο σώμα του αυτές τις φθαρμένες φωτογραφίες. Είναι όντως η μόνη απόδειξη ότι κάποτε είχε «κανονική» ζωή. Είχε σπίτι. Είχε οικογένεια. Είναι η απόδειξη οι φωτογραφίες αυτές  πως κάποτε υπήρξε άνθρωπος. Η πιο πολύτιμή του περιουσία. Μου έδειξε τέλος, και μια φωτογραφία με ένα πιάτο παϊδάκια από ένα γλέντι τους. «Να αυτά βλέπω όταν με πιάνει λιγούρα και χορταίνω» και γελάγαμε. Γελάγαμε σαν φίλοι παλιοί για να ξορκίσουμε την πείνα του, την κακουχία του δρόμου, τον πόνο της μοναξιάς.

Μας διακόπτει μια ευγενική κυρία που τον γνωρίζει και του έφερε δείπνο. Τον χαιρέτισε και έφυγε βιαστικά και αυτή όπως κάθε άλλος περαστικός. Στην εποχή της πανδημίας άλλωστε όλοι περπατάμε με ταχύ βήμα, κοιτώντας μπροστά.

Σκοτείνιασε. «Πρέπει να φύγω κύριε Θανάση.» 

«Όχι, ακόμη» με παρακάλεσε. «Μείνε λίγο ακόμη» μου ζητάει με το ύφος και το βλέμμα ενός παιδιού που παρακαλεί να το αφήσουν ακόμη μια σταλίτσα πάνω σε ένα καρουζέλ κι ας είναι ενενήντα χρονών ο κύριος Θανάσης. Ενενήντα χρονών και στον δρόμο. Έμεινα λίγο. Έμεινα λίγο στο σπίτι του κύριου Θανάση εκεί στον δρόμο. «Εμένα που με βλέπεις πέρασα κατοχή, εμφύλιο, πέρασα πολλά.» Και τώρα πόλεμο περνάει σκέφτηκα από μέσα μου. Όλοι μας. Μα αυτός είναι έξω απροστάτευτος, χωρίς καταφύγιο, χωρίς σπίτι. Όταν τον καληνύχτισα και απομακρύνθηκα κάποια μέτρα, έβγαλα γρήγορα το αντισηπτικό και απολύμανα τα χέρια μου καλά. Ένα κομμάτι μέσα μου, ντράπηκε γι΄αυτό. 

Αναρωτιέμαι σαν τελειώσει η εποχή της πανδημίας, των φυσικών αποστάσεων, της απολύμανσης, του φόβου… τι θα απομείνει. Τι θα χάσουμε από αυτή την απαγόρευση κάθε κοινωνικής συναναστροφής και τι θα κερδίσουμε; 

Αναρωτιέμαι πόσο πια μπορεί να αποστειρωθεί η ανθρώπινη επαφή.

Το χαμόγελο του κύριου Θανάση τυλιγμένου στις κουβέρτες του, στο αόρατό του σπίτι στον πεζόδρομο στο Κουκάκι, την εποχή του #menoume_spiti, μου δίνει ελπίδα πως ο άνθρωπος μπορεί να παραμείνει άνθρωπος κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες. 

«Δεν θέλω φιλανθρωπίες» μου είπε περήφανα, όταν πήρα την άδεια του για τη δημοσίευση. 

«Όχι, κύριε Θανάση. Την ομορφότερη ιστορία θα γράψω για σένα. 

Στο υπόσχομαι». 

Loader