Ο Αντώνης, μια ιστορία δυστυχισμένη

Ο Αντώνης, μια ιστορία δυστυχισμένη

Κι αν είναι ένα ζήτημα πώς να χειριστείς αυτές τις ματαιότητες, πώς να εξασφαλίσεις και να συντηρήσεις κοινωνικές καθησυχαστικές πλάνες, είναι ακόμα πιο μεγάλο ζήτημα, που ούτε μία από τις δύο ζωές δεν βίωσε αυθεντικά τα συναισθήματα της. Που δεν θα ζήσει ποτέ το Έρωτα, τη δόξα και τον μύθο του. Δύο ζωές στείρες από έρωτα σε ένα σπίτι, είναι πολλές.

Γράφει η Ανθή Ερμογένους

Μη με βρίσετε που τέτοια μέρα που γίνονται τόσα στην πολιτική, το γυρνάω σε ιστορίες τέτοιες, αλλά κάπως έτσι ξεκινάνε και διαμορφώνονται οι άνθρωποι, οι κοινωνικές νόρμες, η πολιτική που παράγει ισότητα, νοιάξιμο, ελευθερία, δικαιώματα. Το να είναι κανείς σε θέση να διαθέτει και να διεκδικεί προσωπικό και κοινωνικό χώρο και να απολαμβάνει τις κοινωνικές και προσωπικές σχέσεις με όποιον το σώμα του ζητά να καψουρευτεί, έχει έννοια ανθρωποκεντρική.

Κι ότι έχει βάρος ανθρωποκεντρικό, είναι πολιτικό.

Τον Αντώνη τον είχα στο σχολείο σε μια τάξη μεγαλύτερη. Ήταν ένας ασχημούλης έφηβος, με μπιμπίκια, άτσαλο στήσιμο του σώματος και μιλούσε και κινούσε το σώμα του με φανερή θηλυπρέπεια. Όταν ήμουν εγώ (κι αυτός) στο σχολείο, δεν ήταν αποδεχτή η θηλυπρέπεια. Πήγαινα σε ένα παρακμιακής περιοχής δημόσιο σχολείο που τα πλείστα παιδιά ερχόντουσαν από τα χωριά, ή, πολύ λαϊκές περιοχές με βαρβάτα αγόρια-μάγκες. Από αυτά που σήμερα βλέπεις στις ταβέρνες να χορεύουν βαρύ ζεϊμπέκικο κτυπώντας το χέρι στο πάτωμα σαν να το δέρνουν, έχουν οποσδήποτε τσιγάρο Marlboro στο στόμα, τα κουτσούβελα τους τρέχουν ενοχλώντας την ταβέρνα κι οι γυναίκες τους κάθονται διαχωρισμένα στο τραπέζι από τους άντρες, τους ελέγχουν όμως το κινητό μόλις μπουν στο σπίτι.

Τον Αντώνη στο σχολείο τον κορόιδευαν. Πολύ. “Λούγκρα”, τον έλεγαν κι όποτε έσκυβε να πιει νερό από τις βρύσες, ερχόντουσαν από πίσω του.

Θυμάμαι μια μέρα που με πήραν πειθαρχικό για αποβολή και ανέμενα στην αίθουσα των καθηγητών, γιατί το έσκασα με μηχανάκι από το σχολείο και καλώς ή κακώς, με έπιασαν στην επιστροφή. Το θέμα μου ωστόσο δεν ήταν το highlight των ημερών γιατί την ίδια μέρα βρήκαν τον Αντώνη ακουμπισμένο σε ένα τοίχο πίσω από το κλειστό γήπεδο, και πολύ κοντά στα μούτρα του και στριμωχτά, έναν εξωσχολικό, να χαριτωμενιάζουν.

Πίσω από την μέσα πόρτα της αίθουσας, άκουγα καθαρά τον υποδιευθυντή να κάνει ευγενικές παραινέσεις στον Αντώνη να γίνει πιο αντρίκιος, να συναναστρέφεται με τα αγόρια, να μη σέρνει τη φωνή του και να φλερτάρει με κανένα κοριτσάκι. Τόσο ευγενικές που μπορούσες αν ήσουν ένας ευγενής ομοφοβικός από αυτούς τους θλιβερά υποκριτικούς του «Εγώ δεν έχω πρόβλημα με τους gay αλλά..» να τις περάσεις για πολύ παιδαγωγικές.

Βγαίνοντας ο Αντώνης μπήκε μέσα ο γυμναστής ο οποίος επίσης λαθράκουγε έξω, όπως κι εγώ, να λέει στον υποδιευθυντή «Οι π$#%*ες μας έλειπαν από αυτό το σχολείο. Έπρεπε να τον αποβάλεις και να πάρεις τον πατέρα του να του δώσει ένα χέρι ξύλο να στρώσει. Εγώ τον γιο μου τον πήρα 15 χρονών στην πλατεία Ηρώων και πλήρωσα να να γίνει άντρας. Σε πέντε λεπτά έγινε άντρας, βγήκε έξω, ούτε καν χρειάστηκε να περιμένω. Οι γονείς φταίνε που γίνονται ό,τι γίνονται».

Αυτό τον γυμναστή, τον περήφανο για την ταχεία τεστοστερόνη του γιού του, αν τον είχα σήμερα, γυναίκα πια, μπροστά μου θα τον κοιτούσα με υπονοούμενο. Για να του πω πως δεν είναι έτσι που γεννιούνται χαρούμενοι σωστοί μελλοντικοί ενήλικες.

Προς το τέλος της χρονιάς, ο Αντώνης άρχισε να μιλά με βαριά φωνή, να συναναστρέφεται με τους μάγκες και να κάνει άχαρα σεξιστικά αστεία στα κορίτσια με τα μεγάλα στήθη. Δεν μιλούσαμε ποτέ, αλλά είχα παρατηρήσει την αλλαγή του. Την τόσο έντονη αλλαγή του που αναρωτιόμουν αν ο προηγούμενος θηλυπρεπής Αντώνης όντως υπήρξε, ή, ήταν προϊόν της συγχυσμένης μνήμης μου.

Δυο χρόνια μετά το σχολείο και όσο ήμουν στις σπουδές, επέστρεψα για τις διακοπές των Χριστουγέννων στη Λεμεσό. Μετά το γνωστό κλάμπιγκ κάτσαμε να φάμε σε ένα ξενύχτικο. Το αυτοκίνητο δεν έβρισκα που να το σταθμεύσω και έτσι το άφησα στον χώρο του δίπλα ξενοδοχείου. Ξενοδοχείο από αυτά με τα λεοπαρδαλέ σκεπάσματα, τους καθρέφτες στην οροφή, που το κλιματιστικό νομίζεις θα ξεράσει μύγες και που τα πληρώνεις με την ώρα. Τα χρησιμοποιούν κυρίως οι άντρες που πάνε για πληρωμένο έρωτα και τα παράνομα ζευγαράκια. Σε λογής λογής συνδυασμούς παράνομα ζευγαράκια. Ο καθηγητής με την φοιτήτρια, ο δικηγόρος με την γραμματέα του, ο 40άρης παντρεμένος κι ερωτευμένος με την επίσης παντρεμένη part time σύντροφο του, ο Κώστας με τον Γιάννη, ο Αντώνης με ένα ψηλό στρατιωτικό.

Είδα τον Αντώνη να βγαίνει και να κάνει νόημα μετά από λίγο στον στρατιωτικό να βγει και στη συνέχεια να κατευθύνονται προσποιούμενοι πως δεν γνωρίζονται, ο καθένας στο αυτοκίνητο του. Είμαι σίγουρη πως ο στρατιωτικός μόλις μπήκε στο αυτοκίνητο τηλεφώνησε της γυναίκας του ότι τέλειωσε από την υπηρεσία και αν θέλει γάλα, ή ψωμί να φέρει τώρα που έρχεται.

Εγώ ωστόσο ξαναθυμήθηκα τον θηλυπρεπή Αντώνη και κάπως χάρηκα που ακολούθησε πια τα ένστικτα του σώματος του και άφησε τις δραματουργίες της βαριάς κοφτής φωνής.

Άκυρο. Τον είδα ξανά πέρυσι στα Jumbo. Με τα παιδιά του. Δύο. Δυο αγόρια. Και τη γυναίκα του. Μια κακοντυμένη αδιάφορη γυναίκα από αυτές που δεν τις προσέχεις ούτε ακόμα κι αν φωνάζει γυμνή στη μέση της πλατείας δίπλα σου.

Και να μη ξαναδώ τον Αντώνη τυχαία ποτέ και πουθενά, ξέρω την ιστορία και το σκηνικό. Μεγάλωσα πια κι είδα πολλούς Αντώνηδες. Ξέρω. Δεν ξέρω ακριβώς πως λειτουργεί με την κακοντυμένη αδιάφορη γυναίκα του. Θα υπάρχει τρόπος που τους το υποβάλλει λειτουργικά κάποια ψυχοπαθολογία. Γιατί δεν είναι ο μόνος.

Ξέρω επίσης πως θα είναι στην διαδρομή όλη, αντάξιο αρσενικό στα μάτια των γιων. Και θα τα μεγαλώσει να μεγαλώσουν και να βλέπουν ποδόσφαιρο και θα είναι εντάξει να κάνουν σεξιστικά πειράγματα στις γυναίκες με μεγάλα στήθια.

Και θα ντραπεί και θα τα υποκινήσει να παντρευτούν μια σπιτικιά γυναίκα, ή ακόμα καλύτερα για τη διαβεβαίωση, μια κραχτερή από σεξαπίλ γυναίκα κι έπειτα να κάνουν κουτσούβελα, και τα κουτσούβελα να κάνουν κι αυτά κουτσούβελα.

Ξέρω πως ο Αντώνης θα λείπει αραιά και που για μπύρες με τους κουμπάρους μα δε θα λείπει για μπύρες με τους κουμπάρους. Θα επισκέπτεται ωρομίσθια ξενοδοχεία στις απόμερες πλευρές της πόλης με στρατιωτικούς, ή, άλλους με ομόφυλα γούστα. Και οι φίλοι θα κάνουν με αντρική αλληλεγγύη τη συγκάλυψη όταν τους παίρνει και τους λέει: «Φίλε ήμασταν μαζί χθες βράδυ για μπύρες, οκ;». Και στα φιλικά τραπέζια την ώρα που οι άντρες θα βγαίνουν έξω για τσιγάρο (σε αυτά τα σπίτια τα οικοκυρεμένα δεν καπνίζουν μέσα), θα του κτυπάνε την πλάτη και θα του κλείνουν το μάτι και θα ρωτούν χαμηλόφωνα «Με ποιαν ήσουν χθες μάγκα μου;»

Θα είναι δυστυχισμένος. Εξίσου δυστυχισμένος με έναν straight που είναι σε γάμο νεκρό με μια γυναίκα που δεν ενθουσιάζεται όταν τη βλέπει και εκνευρίζεται και μόνο που του μιλά. Και που είναι ερωτευμένος με μια άλλη. Με τη διαφορά πως, τον δεύτερο, αν τον πιάσουν με την άλλη, θα πουν άντρας είναι. Θα το αποδεχτούν ως νόρμα. Τον πρώτο θα τον απειλήσουν με καλασνίκοφ τα αδέρφια της συζύγου. Και τα δικά του αδέρφια θα κρατήσουν αμήχανες σιωπές αποφεύγοντας για πάντα να συζητήσουν το διαζύγιο. Αν τον χωρίσει η γυναίκα. Συχνά, δεν τον χωρίζει η γυναίκα τον πρώτο (εδώ που τα λέμε, ούτε και τον δεύτερο).

Η γυναίκα του. Αυτή η γυναίκα που μου υπενθυμίζει σε όλη τη διαδρομή τι είναι άχρηστο στη ζωή του ανθρώπου. Που ζήτησε μια ανυπερθέτως παντρεμένη ζωή άνευ όρων. Που ακόμα κι όταν έπεσε σύρμα ότι δεν την ποθεί ο άντρας της όσο ποθεί τις “μπύρες” με άλλους άντρες, αυτή έμεινε εκεί μαγειρεύοντας φασολάκια γιαχνί. Που κάλυπτε τον ήχο της ανεραστότητας του με κρότους από κατσαρόλες. Για να μείνει στην αδελφότητα της παντρεμένης. Για να πάει καλά η ιστορία της. Μακιαβελισμός. Έμεινε στην ηθική και ερωτική αφιλοδοξία. Αστόχαστη κι άστοχη γυναίκα. Το χειρότερο μου.

Το σπίτι τους βρωμάει σαν νεκροτομείο πτωμαΐλα σχέσης. Κάθονται μπροστά από την Plasma 46αρα τηλεόραση βλέποντας Μάστερ Σεφ, δυο άνθρωποι που ημιπληγούν, νικημένοι και υποταγμένοι στο ρου της ανεραστότητας τους. Που μέσα στο κεφάλι τους παίζουν τα μουγκρητά της μοναξιάς τους. Κενοί από κάθε προσέγγιση.

Μεγαλώνουν εφεξής παιδιά με εξίσου άχαρες ανατροφές. Για να εξασφαλίσουν μπαμπέσικα, τις γονεϊκές και κοινωνικές διαβεβαιώσεις. Ανέκφραστοι και καταργημένοι από άχρηστες γνώμες.

Κι αν είναι ένα ζήτημα πώς να χειριστείς αυτές τις ματαιότητες, πώς να εξασφαλίσεις και να συντηρήσεις κοινωνικές καθησυχαστικές πλάνες, είναι ακόμα πιο μεγάλο ζήτημα, που ούτε μία από τις δύο ζωές δεν βίωσε αυθεντικά τα συναισθήματα της. Που δεν θα ζήσει ποτέ το Έρωτα, τη δόξα και τον μύθο του. Δύο ζωές στείρες από έρωτα σε ένα σπίτι, είναι πολλές.

Κι οι οικογενειακές σας αντικειμενικότητες είναι τρίχες κατσαρές.

Για αυτό κοινωνία, γονιέ, βουλευτή, δάσκαλε, σώπα και ενθάρρυνε, και θαύμασε, θαύμασε τον έρωτα όπως κι αν εκφράζεται.

Πρώτη δημοσίευση Limassol Today

Loader