Πόσο δύσκολη είναι η καραντίνα σ' ένα δωμάτιο;

Πόσο δύσκολη είναι η καραντίνα σ' ένα δωμάτιο;

Σκέψεις και αισθήματα εγκλεισμού από ένα ξενοδοχείο στη Λάρνακα

14 μέρες καραντίνα και ένα σπουργίτι

Γράφει η Μαρία-Ιζαμπέλλα Αχιλλέως

 

Φωτογραφίες Γιώργος Λαζαρίδης

3:01 π.μ. Είμαι στην καραντίνα σε ξενοδοχείο της Λάρνακας, πρώτο βράδυ, μετά από την επιστροφή μου από την Αθήνα, αφού ήμουν από τους τελευταίους εκεί που επιθυμούσαν να επιστρέψουν. Έτσι κι αλλιώς όλοι έγκλειστοι είμαστε σκέφτηκα. 14 ημέρες είναι. Θα περάσουν.

Ίσα ίσα που πρόλαβα την πτήση επιστροφής. Με ειδοποίησαν τρεις ώρες πριν και για να είμαι ειλικρινής δεν ήμουν σίγουρη αν ήταν σωστό ή αν ήθελα να επιστρέψω σε μια χώρα που οι πιο έντονες φωνές στα social media, μα και η ίδια η κυβέρνησή της, σου ζητούσαν να παραμείνεις μακριά από το σπίτι σου για το κοινό καλό. Άρα η επιστροφή ήταν ένα είδος προδοσίας, σε μια χώρα που το προδότης χρησιμοποιείται πολιτικά -ή και γενικώς- με μία ευκολία. 

Παρ' όλ' αυτά εν μέσω κρίσης πανικού και αβεβαιότητας για δικούς μου λόγους και μη γνωρίζοντας το πότε θα άνοιγαν τα σύνορα, αποφάσισα να την πάρω. Προσπάθησα να υπενθυμίζω τον εαυτό μου πως δεν διέσχισα τα σύνορα παράνομα και ούτε θα έμπαινα παράνομα πίσω. Έφτασα σε ένα σχεδόν βουβό Ελευθέριος Βενιζέλος και όλη η υπόλοιπη διαδικασία έγινε με τον ίδιο μουδιασμένο τρόπο: τσεκ ιν, αναμονή, επιβίβαση με θερμομέτρηση. Οι αεροσυνοδοί ντυμένοι σαν αστροναύτες, έκρυβαν τη νευρικότητά τους και παρέμεναν ευγενικοί όσο ήμασταν στον αέρα.

φ<φ<φ<

Με το που προσγειωθήκαμε στο αεροδρόμιο της Λάρνακας, ήταν λες και δεν αλλάξαμε απλά χώρα μα και ανθρώπινο status. Ήμασταν πια υποψήφια κρούσματα, ενδεχόμενοι φορείς. Ακόμη και το βλέμμα όσων μας υποδέχθηκαν ήταν διαφορετικό, σχεδόν εχθρικό ή έστω καχύποπτο. Οι νοσοκόμοι στο έδαφος βιαστικοί, έκαναν τη διαλογή τους, κουρασμένοι, στιγμές με κάποιο εκνευρισμό. Δικαιολογημένο, σκέφτηκα με τα τόσα που άκουγαν και με το ωράριο που δούλευαν.

Με το που προσγειωθήκαμε στο αεροδρόμιο της Λάρνακας, ήταν λες και δεν αλλάξαμε απλά χώρα μα και ανθρώπινο status

Οι επιβάτες ανήσυχοι. Στους πλείστους που δεν επιτράπηκε κατʼ οίκον καραντίνα για ιατρικούς λόγους, μεταξύ αυτών και εγώ, αν και για θεραπείες ήμουν στην Ελλάδα, μας βάλανε σε ένα λεωφορείο για κάποιο χώρο φιλοξενίας. Δεν μας είπε κανείς για πού, μα κατεβήκαμε σύντομα σε ένα ξενοδοχείο. Γιʼ αυτό και υποθέσαμε ότι ήμασταν στη Λάρνακα. Η διαλογή έγινε και πάλι γρήγορα και γνωρίζαμε ότι θα βλέπαμε ξανά την είσοδο του ξενοδοχείου όταν θα ήταν πια και η έξοδος μας. 14 ημέρες μετά. Πόσο δύσκολο μπορεί να είναι να είσαι κλεισμένος σε ένα δωμάτιο, σκέφτηκα. Χωρίς ανθρώπινη επαφή;

Σύντομα έμπαινες στο κλίμα. Με δύο χτυπήματα σου άφηναν το φαγητό έξω από την πόρτα πρωί, μεσημέρι, βραδύ. Κάθε 3-4 μέρες μια θερμομέτρηση στην πόρτα από ιατρικούς λειτουργούς. Πόσο δύσκολο μπορεί να είναι, ξαναείπα στον εαυτό μου; Εδώ άνθρωποι είναι στην πρώτη γραμμή στα νοσοκομεία. Συνάνθρωποί μας χαροπαλεύουν. Δεν θα γκρινιάξεις γιατί κλείστηκες 14 ημέρες σε ένα δωμάτιο. Και μάλιστα πολυτελείας, με όλες τις ανέσεις. Ποσό αχάριστη είσαι πια, μου θύμωσα. Και στο κάτω-κάτω και το σπίτι μου στη Λεμεσό δεν είναι δα και κανένα παλάτι μα ένα μικρούτσικο διαμέρισμα.

Την ώρα που ανοίγουμε τις πόρτες για να πάρουμε το φαγητό μας γνωρίζουμε όπως στεκόμαστε στην πόρτα τους γείτονές μας. Δεν επιτρέπεται να διασχίσουμε την πόρτα. Η Ελένη από τη Λευκωσία, ένα ευγενέστατο κορίτσι, ήρθε για να είναι δίπλα στους γονείς της γιατί δεν μπορούσαν να κοιμηθούν τα βράδια με την ιδέα ότι ήταν μακριά και προτίμησε να περάσει συνειδητά τις 14 μέρες καραντίνα για να είναι μαζί τους, μα με ασφάλεια. «Μην διανοηθείς να βγεις από το σπίτι όταν έρθεις» της λέει μια φίλη από τη γειτονιά της. «Να μείνεις ακόμη 14 μέρες μέσα για να είμαστε σίγουροι ότι δεν θα μας κολλήσεις»... «το χτιτζιό» πρόσθεσα εγώ από μέσα μου όπως μου αφηγήθηκε λυπημένη την ιστορία.

«Μου είπε ένας κοινός μας γνωστός» λέει ο φίλος σαν με πήρε τηλέφωνο «ότι δεν είναι σωστό που δηλώνεις δημόσια στο φβ ότι είσαι καραντίνα» και συζητάμε για το αν τελικά έκανα κάτι παράνομο. Δεν μας έφτανε η πανδημία, ζούσαμε και σε μία έξαρση ηθικολογίας. Έναν ηθικό πανικό. Γκουγκλάρω τον όρο.

Ηθικός πανικός: Σήμερα, το φαινόμενο θα μπορούσε να οριστεί με βάση ένα κοινά παραδεκτό πυρήνα βασικών χαρακτηριστικών, ως: ανησυχία και φόβος έναντι κάποιας κοινωνικής συμπεριφοράς ή κάποιας ομάδας με χαρακτηριστικά που προσλαμβάνονται ως απειλή για τις κυρίαρχες αξίες και την κατεστημένη ηθική τάξη. Μετεξέλιξη της ανησυχίας σε εχθρότητα και έντονα δυσανάλογη κοινωνική αντίδραση προς τη θεωρούμενη πλέον ως σοβαρή σε έκταση και ένταση απειλή, κατ' αναλογία προς μία επικείμενη φυσική καταστροφή. Ενεργοποίηση των μηχανισμών καταστολής και ανάληψη δράσεων και μέτρων ασύμμετρων προς την όποια πραγματική κοινωνική βλάβη προκαλεί η "δαιμονοποιημένη" συμπεριφορά. [...] (Από την εισαγωγή των επιμελητών της έκδοσης Ηθικοί Πανικοί, Εξουσία και Δικαιώματα Σύγχρονες Προσεγγίσεις).

Το μάτι μου κόλλησε στη φράση δαιμονοποιημένη συμπεριφορά.

Δεν μας έφτανε η πανδημία, ζούσαμε και μία έξαρση ηθικολογίας

Δυο ερωτευμένα σπουργίτια προσγειώνονται στο μπαλκόνι μου. Τα ζηλεύω παράφορα που έχουν το ταίρι τους. Φεύγουν σχεδόν αμέσως πετώντας και ζηλεύω παράφορα την ελευθερία τους. Βγαίνω στο φως και παρατηρώ διακριτικά για αρκετή ώρα μια ηλικιωμένη κυρία στο πιο απόμακρο δωμάτιο, ήσυχη και ήρεμη, καθόλου δαιμονοποιημένη μπορώ να ομολογήσω, να κάνει βόλτες στο δικό της μπαλκόνι, να διαβάζει βιβλία, ίσως να φτιάχνει και παζλ. Φαίνεται να έχει μια υγιή σχέση με τον εαυτό της. Τη χαιρετώ από μακριά και χαμογελάει.

ffafaf

Ο απέναντι, στην απέναντι πόρτα δηλαδή, είναι ο διεκδικητής των δικαιωμάτων μας. Διαμαρτύρεται για κάθε «αδικία», δίκαια ή άδικα. Το άψητο φασολάκι, την κάθε ακαθαρσία που εντοπίζει, την καθυστέρηση, το φαγητό που δεν ήταν αρκετό. «Μα με ένα ψωμάκι μόνο θα τη βγάλουμε;» και του έφερναν και άλλο ψωμί να συνοδέψει το γεύμα του. Σίγα- σιγά καθώς περνούσαν οι μέρες ημέρωσε και αυτός, έκανε αστεία ασταμάτητα και πλάκα σε όλους. Έγινε ο εμψυχωτής του διαδρόμου.

Κάποια βράδια μένουμε για ώρες όρθιοι στην πόρτα και μιλάμε. Γελάμε. Στεναχωριόμαστε. Μερικές φορές κάποιοι άλλοι «συγκρατούμενοι» ακούγοντάς μας να μιλάμε βγαίνουν έξω και μας χαιρετούν:

-Γεια σας. Εσείς πόσες μέρες έχετε;

-3 μου έμειναν!

-Εσείς;

-Εμείς 7. -3 μόνο ή 7…  λέμε εμείς απελπισμένοι που μόλις φτάσαμε. Και μετράμε ακόμη 11 για να φύγουμε.

Μα τις πλείστες φορές περιορίζομαι στην αυτοαπομόνωση κι ας μου αρέσει να ακούω τις συζητήσεις και το γέλιο τους στον διάδρομο. Είμαι επιδερμικά κοινωνική μα βαθιά αντικοινωνική, λέω συχνά σε όποιον με γνωρίζει. Οπότε μια καραντίνα για έναν άνθρωπο εκ φύσεως μοναχικό έχει μια οικειότητα.

Μετά το πρώτο διήμερο σταμάτησαν να υπάρχουν ώρες ή μέρες. Όλα ενοποιήθηκαν σε μια ατέλειωτη μοναξιά. Αρχίζεις και χάνεσαι στην απόλυτη ησυχία και αν είσαι τυχερός βρίσκεις τον εαυτό σου. Αν είσαι άτυχος τον χάνεις. Τηλέφωνα στο viber η μόνη μας συντροφιά με τους δικούς μας ανθρώπους. Την τηλεόραση την έχω μόνιμα κλειστή. Συνειδητά.

Οι υπάλληλοι του ξενοδοχείου τηρούσαν οδηγίες, ορθά, για να κρατάνε απόσταση, φορούσαν μάσκες, γάντια, κτλ. Κάποιοι ήταν ιδιαίτερα πρόσχαροι και μας έδιναν θάρρος είτε ήταν οι λίγοι που βλέπαμε στον διάδρομο είτε αυτοί που είχαμε επικοινωνία από το τηλέφωνο. Άλλοι μας μιλούσαν με κούραση και ίσως δεν σκέφτονταν ότι ενδεχομένως για κάποιους από εμάς, να ήταν η μόνη μας ανθρώπινη επικοινωνία εκείνη τη μέρα. Όταν βγω θα θυμάμαι τους πρώτους που ήταν και οι περισσότεροι, πρόθυμοι να μας εξυπηρετήσουν, να μας ψωνίσουν κάτι που χρειαζόμαστε από την υπεραγορά ή το φαρμακείο ή ακόμη και τον τεχνικό που με βοήθησε να κάνω την πρώτη μου τηλεδιάσκεψη με τους μαθητές μου, τηρώντας βέβαια όλους τους κανόνες ασφαλείας.

Τελικά ενώ είμαι εγκλωβισμένος, νιώθω πιο ελεύθερος από ποτέ

Χθες το βράδυ εκεί που άνοιξα για να πάρω το βραδινό γινόταν σούσουρο στο διάδρομο. Είπαν λέει ότι κάποιος σήμερα θα έπεφτε από το μπαλκόνι. Και η είδηση μεταφέρθηκε από πόρτα σε πόρτα, από μπαλκόνι σε μπαλκόνι. Δεν ξέρω αν θα έπεφτε όντως ή πάνω στην κλεισούρα του ο άνθρωπος θόλωσε και πήγε να βγει με οποιοδήποτε τρόπο για αέρα. Δεν ξέρω αν κατασκεύασαν αυτή την ιστορία οι «συγκρατούμενοι» και πρόσθεσαν από πόρτα σε πόρτα αλατοπίπερο γιατί η φαντασία είναι μεγάλη θεραπεία σε συνθήκες εγκλεισμού.

Ξέρω μόνο πως κάποια απογεύματα ή βράδια ακούω κλάματα. Και άλλες φορές αγχωτικό περπάτημα πάνω-κάτω, πάνω-κάτω, πάνω-κάτω για ώρα. Άλλες φορές ακούω παράπονα με έντονο τρόπο στους υπαλλήλους και άλλες φορές φωνές και τσακωμούς από τα δωμάτια που συγκατοικούν. Ξέρω ακόμη ότι μια κοπέλα σε κάποιο κοντινό δωμάτιο παθαίνει κρίσεις πανικού. Και ξέρω πέραν πάσης αμφιβολίας ότι και εγώ χωρίς κανέναν απολύτως λόγο, έτσι ξαφνικά, ξάπλωσα στο μαξιλάρι μου, εκείνο το βράδυ, και έκλαιγα σαν παιδί, αγκαλιάζοντας το λούτρινό μου γατάκι, μέχρι να ξορκίσω την ένταση.

Ένα απόγευμα από τα μπαλκόνια μας με την Ελένη, μιλήσαμε για τη ζωή μας με τρόπο που δεν θα ξεχάσουμε όταν βγούμε. Όχι, δεν είναι το πιο τραγικό πράγμα στον κόσμο μια καραντίνα σε ένα δωμάτιο 3Χ5 επί 14 ημέρες. Προς θεού. Μα είναι μία εμπειρία. Σκέφτεσαι όλους τους ανθρώπους και πλάσματα που είναι έγκλειστοι για καιρό ή και μόνιμα. Παρ' όλ' αυτά όμως η καραντίνα και ο περιορισμός στο σπίτι έδωσε σε όλους μας χρόνο για παύση. Παγώσανε σχεδόν τα πάντα και ήταν μια μοναδική ευκαιρία μέσα σε αυτή την τραγωδία να δούμε τι πραγματικά μετράει όταν ο χρόνος σταματάει.

Στους μαθητές μου την εβδομάδα που πέρασε έβαλα ονλάιν εργασία με θέμα: Η Πολυάννα και το παιχνίδι της χαράς - Δέκα λόγοι που είμαι ευτυχισμένος/η ακόμη και στην καραντίνα. Οι εργασίες τους εξαιρετικές. Μία φράση του μαθητή μου Κριστιάν γυρόφερνε στο μυαλό μου, όταν είχε συνειδητοποιήσει γράφοντας την εργασία του, πόσο τον πίεζε η καθημερινότητά του και οι υποχρεώσεις του πριν την εποχή του #menoume_spiti: «Τελικά ενώ είμαι εγκλωβισμένος, νιώθω πιο ελεύθερος από ποτέ!» 

ξκλσφγγξκλσ΄γξ΄κλσ

Εκείνο το βράδυ πριν κοιμηθώ προσπάθησα και εγώ να σημειώσω δέκα λόγους που με έκαναν ευτυχισμένη. Αποκοιμήθηκα στους εννιά. Μα ήταν αρκετοί.

1. Το σπουργίτι που έρχεται στο μπαλκόνι μου κάθε μεσημέρι και τσιμπολογάει τα ψίχουλα που του αφήνω. Μία ένδειξη ζωής. Ένα μήνυμα της φύσης στο τσιμεντένιο μου δωμάτιο.

2. Το ότι ακούω τον ήχο της θάλασσας από το μπαλκόνι μου, τη μυρίζομαι και βλέπω ένα κομμάτι της κι ας μην μπορώ να την πλησιάσω.

3.Η γνωριμία μου με την Ελένη, της διπλανής πόρτας. Μια ευτυχής τυχαία γνωριμία μια άτυχη στιγμή.

4. Τα γλυκά που συνοδεύουν το μεσημεριανό και το δείπνο σε κάτι μικρούτσικα διάφανα πλαστικά δοχεία: μους, πανακότα, ρυζόγαλο, τζέλι, καραμελέ και τα περιμένω σαν kinder έκπληξη.

5. Το μήνυμα από τον φίλο σχεδόν καθημερινά: «Έλα, είσαι καλά; Χρειάζεσαι τίποτα;» ή και τη φίλη με τα ασταθή ωράρια: «Ιζαμπελίτα μου»

6. Το να κοιτάω φωτογραφίες ευτυχισμένων στιγμών: μία σε ένα λιβάδι με κόκκινες παπαρούνες, μία με το τελευταίο ηλιοβασίλεμα που είδα και το φύλαξα σαν καρτ-ποσταλ μέσα μου και μία σε ένα μπαλκόνι ένα πρωινό, με τόσο φως που χόρτασε η ψυχή μου.

7. Το σημείο του μπαλκονιού μου που το αγγίζει ο ήλιος και μπορώ να πάω να τον συναντήσω.

8. Το ότι είχα τον χρόνο να αναλογιστώ πως είμαι ευγνώμων για ό,τι καλό δημιούργησε το σώμα μου και το μυαλό μου ως τώρα.

9. Το καλημέρα και το καληνύχτα από τον άνθρωπο που αγαπώ στη δική μας γλώσσα αγάπης, που ήταν η δύναμή μου και ταυτόχρονα η μεγαλύτερη μου αδυναμία, σε όλη αυτή την πανδημία.

φαφαφ

 

Loader