Εβδομάδα γυναικείας χειραφέτησης στις κυπριακές αίθουσες

Αν πιστεύετε ότι άλλαξαν πολλά σε ό,τι αφορά στη θέση της γυναίκας σε μια σύγχρονη κοινωνία από, ας πούμε, την Αμερική του 19ου αιώνα, τότε πρέπει να διαβάσετε ξανά το Little Women της Louisa May Alcott για να θαυμάσετε όχι μόνο την ομορφιά αυτής της αθάνατης ιστορίας ενηλικίωσης αλλά και την αποκαρδιωτική διαχρονικότητά της. Ή να δείτε την υπέροχη, τρυφερή, βαθιάς ουσίας και απαράμιλλης ομορφιάς μεταφορά της από τη δημιουργό του Lady Bird Greta Gerwig. Θα πείτε, χρειάζεται η ανθρωπότητα ακόμα μία διασκευή του κλασικού αναγνώσματος, ειδικά όταν έχει προηγηθεί η ικανοποιητική μεταφορά του 1994 με τη Winona Ryder σε μια από τις υποτιμημένες ερμηνείες της καριέρας της ως η παθιασμένη επίδοξη συγγραφέας Jo March; Η απάντηση είναι, αν μπολιάζει το διαχρονικό αυτό έργο με τη σύγχρονη φεμινιστική ματιά του 21ου αιώνα, φυσικά και τη χρειαζόμαστε. Η Gerwig ισορροπεί επιδέξια ανάμεσα στις παλαιομοδίτικες θεματικές και την πάντα επίκαιρη υπεράσπιση του δικαιώματος της γυναίκας να κυνηγήσει κι άλλα όνειρα πέρα απ’ τον γάμο, χωρίς να καταφεύγει σε διδακτισμούς και φλύαρα φεμινιστικά μανιφέστο, περνώντας τα (έντονα) μηνύματα με την σποραδική φράση, κίνηση ή βλέμμα. 

H πλοκή γνώριμη και οικεία: Στη μετεμφυλιακή Αμερική οι τέσσερις αδελφές March παλεύουν να ακολουθήσουν τα όνειρά τους αλλά και να βρουν τη θέση τους στη ζωή και την κοινωνία - έργο ιδιαίτερα δύσκολο εάν προορίζεσαι κυρίως για οικοκυρικά και έναν πλούσιο γάμο. Η Jo (η εκπληκτική πέρα από κάθε περιγραφή Saoirse Ronan που απέσπασε δικαίως οσκαρική υποψηφιότητα) θέλει να γίνει συγγραφέας, η ατίθαση Amy (η επίσης εξαιρετική και υποψήφια Florence Pugh) έχει ταλέντο στη ζωγραφική αλλά και στον... ρεαλισμό γνωρίζοντας ότι ένας πλούσιος γάμος είναι το πιθανότερο εισιτήριο στην καλή ζωή, η μεγάλη Meg (Emma Watson) που παντρεύεται τελικά έναν φτωχό εκπαιδευτικό και ταλαντεύεται ανάμεσα στην αγάπη και τις στερήσεις και η μικρότερη, ευαίσθητη και ντελικάτη Beth (Eliza Scanlen) που μπορεί ο χαρακτήρας της να αναπτύσσεται δυσανάλογα, όμως θα παίξει κάποια στιγμή καταλυτικό ρόλο στην εξέλιξη της ιστορίας (όπως πολύ καλά γνωρίζουν όσοι θυμούνται το βιβλίο). 

Ένα φιλμ-ύμνος στη γυναικεία ενδυνάμωση και ανεξαρτησία που δεν δαιμονοποιεί το ανδρικό φύλο αλλά το σύστημα που μπορούν αμφότεροι να εναντιωθούν ενωμένοι

Το Little Women είναι πρωτίστως μια ταινία για τη γυναικεία χειραφέτηση, όχι όμως του είδους όπου οι άνδρες είναι οι “κακοί” της υπόθεσης. Η καταπίεση, τα στεγανά και τα εκάστοτε εμπόδια στα όνειρα και τις φιλοδοξίες των κοριτσιών επιβάλλονται από την πατριαρχία που είναι ένα σύστημα ηθών και αξιών που διέπει τη συγκεκριμένη εποχή (και κακά τα ψέματα και μεταγενέστερες) όχι από τους ίδιους τους άντρες. Οι άντρες στη ζωή των μικρών κυριών March είναι ευγενικοί, τρυφεροί, λογικοί, ιδεαλιστές που αγαπούν, κατανοούν και ενθαρρύνουν τις ανάγκες και τις επιθυμίες τους - ακόμα κι όταν εκείνες πρόκειται να σπάσουν κάποιο καλούπι. 

Κι αυτό είναι που κάνει το φιλμ της Gerwig μία απαραίτητη οικογενειακή θέαση από όλους: Ένα φιλμ-ύμνος στη γυναικεία ενδυνάμωση και ανεξαρτησία που δεν δαιμονοποιεί το ανδρικό φύλο αλλά το σύστημα που μπορούν αμφότεροι να εναντιωθούν ενωμένοι. Αρκεί φυσικά να υπάρχει αγάπη, σε όλες τις μορφές της. Και υπάρχει πολλή στο φιλμ.

Διαφορετική η γυναικεία ενδυνάμωση που πρεσβεύει το Birds of Prey (And the Fantabulous Emancipation of One Harley Quinn), το κάπως-sequel του Suicide Squad που αξιοποιεί στο έπακρο το μοναδικό αξιομνημόνευτο στοιχείο από εκείνη την ανεκδιήγητη φλόπα της Warner/DC: τη Harley Quinn της Margot Robbie που εδώ πραγματικά αφηνιάζει (και πολύ καλά κάνει). Η (αντι)ηρωίδα μας δεν μπορεί να ξεπεράσει τη χυλόπιτα απ’ τον Joker (ο Jared Leto ΔΕΝ εμφανίζεται γιατί χαλόου, έχουμε πλέον νέο και οσκαρικό Joker) αφενός γιατί ως στερεοτυπική γκόμενα-πιο-γνωστού-άνδρα-ήρωα δεν μπορεί να σταθεί από μόνη της και δεύτερο -αλλά πιο σημαντικό- όσο ο κόσμος θεωρεί ότι τα έχουν ακόμα, της παρέχεται αυτομάτως ασυλία σε ό,τι μαλακία κι αν κάνει (και κάνει ΠΟΛΛΕΣ).

Μέχρι που της έρχεται επιφοίτηση, αποφασίζει να τον βγάλει τελείως απ’ τη ζωή και το μυαλό της, γνωστοποιεί τον χωρισμό και -μαντέψτε- ανακαλύπτει πως το μισό σύμπαν της DC θέλει να τη σκοτώσει! Περισσότερο δε, ο Roman Sionis ένας, λεπτεπίλεπτος αλλά ευερέθιστος δανδής γκάνγκστερ που γδέρνει τα πρόσωπα των θυμάτων του ενώ ποζάρει και ως αρχίκακος Black Mask με ασορτί στολή (τον υποδύεται ο Ewan McGregor που πραγματικά δείχνει να απολαμβάνει στο μέγιστο κάθε εξωφρενική στιγμή του ρόλου) και ο οποίος την αναγκάζει να του βρει ένα πολύτιμο διαμάντι που έχει κλέψει (και καταπιεί) η ανήλικη πορτοφολού Cassandra Cain (Ella Jay Basco).

Στην υπόθεση εμπλέκονται ακόμα η απαξιωμένη αστυνομικός Renee Montoya (Rosie Perez), η τραγουδίστρια με τη διαπεραστική φωνή-υπερόπλο Black Canary (Jurnee Smollett-Bell) και η εκτελέστρια με τη βαλλίστρα Huntress (Mary Elizabeth Winstead) που έχει ανοιχτούς λογαριασμούς με τον υπόκοσμο. Οι πέντε γυναίκες θα συνάψουν μία ανίερη και μάλλον απρόθυμη συμμαχία προκειμένου όχι μόνο να προστατέψουν το κορίτσι που θέλει να ξεκοιλιάσει ο Roman αλλά και να παραμείνουν και οι ίδιες ζωντανές. 

αυτό από μόνο του περνάει ισχυρότερα μηνύματα περί ισότητας και χειραφέτησης από οποιοδήποτε κούνημα δαχτύλου στη μούρη

Η χειραφέτηση δεν έγκειται μόνο στον τίτλο ή/και στο γεγονός ότι η Harley επιχειρεί την απεξάρτησή της από τον διασημότερο (και υποθετικά δυνατότερο) πρώην γκόμενο ή ότι μια μάλλον ασυνήθιστη και αταίριαστη γυναικεία ομάδα τα βάζει με έναν ολόκληρο (και καθαρά αντρικό) στρατό από γκάνγκστερς, αλλά ξεφεύγει πέρα από το σέλιλοϊντ και παρεισφρέει στην αληθινή ζωή: Το Birds of Prey είναι με διαφορά από τις καλύτερες ταινίες του άνισου σύμπαντος της DC και μαζί με την ίσως καλύτερη μέχρι τώρα (τη Wonder Woman του 2017), σκηνοθετημένες από γυναίκες (Patty Jenkins και εδώ η Cathy Yan) που καταρρίπτουν πανηγυρικά τον μύθο “οι γυναίκες δεν σκαμπάζουν από δράση” και μπορούν να διδάξουν καναδυό πραγματάκια στ’ αγόρια γύρω απ’ το πως συνδυάζονται καταιγιστική δράση, ξέφρενοι ρυθμοί και γραφική καρτουνίστικη βία με ολοζώντανους, καλά σκιαγραφημένους χαρακτήρες, σαρδόνιο χιούμορ, ευρηματικότητα και γκρέμισμα σεξιστικών στερεοτύπων. 

Ναι, είναι μια ταινία δράσης γνήσιο τέκνο της εποχής του #metoo αλλά χωρίς να σου παραχώνει τα μηνύματα με χωνί στο λαρύγγι (όπως τα αφόρητα κηρυγματικά φεμινιστικά reboot των Charlie’s Angels και Black Christmas) παρά περνώντας τα με τον απλούστερο -αλλά πάντα αποτελεσματικό- τρόπο: με το να είναι μια ΓΑΜΑΤΗ ταινία: αφηνιασμένη, θεότρελη, αχαλίνωτη, badass, αυτοαναφορική, σπαρταριστά αστεία και σέξι (χωρίς να καταντά χυδαία), βασικά σαν μια θηλυκή, DC εκδοχή του Deadpool. Κι αυτό από μόνο του περνάει ισχυρότερα μηνύματα περί ισότητας και χειραφέτησης από οποιοδήποτε κούνημα δαχτύλου στη μούρη.