Επιστρέφουμε. Ανοίξαμε. Ξεκινάμε

Επιστρέφουμε. Ανοίξαμε. Ξεκινάμε

Κάποιοι βγήκαμε άλλοι δεν πήγαν ποτέ όμως σπίτι

Μια πόλη δεν ζωντανεύει παρά μόνο όταν ζωντανέψουν κι οι χώροι ανα-ψυχής της. Και η πολύβουη ψυχή της Αθήνας έμεινε για καιρό κλειστή

Γράφει η Μαρία Ιζαμπέλλα Αχιλλέως

Φωτογραφίες Γιώργος Λαζαρίδης

Στο Κουκάκι, η Αθήνα άρχισε να ξυπνάει, μέρες τώρα, προσμένοντας και το τελευταίο άνοιγμα. Μια πόλη δεν ζωντανεύει παρά μόνο όταν ζωντανέψουν κι οι χώροι ανα-ψυχής της. Και η πολύβουη ψυχή της Αθήνας έμεινε για καιρό κλειστή.

Μια μικρογραφία της πόλης είναι το Κουκάκι. Ο ιδιοκτήτης του καφενείου, στη γωνιά που σχηματίζουν οι οδοί Ζαχαρίτσα-αγαπώ τη γλυκύτητα αυτού του ονόματος- και Ζαν Μωρέα,  έβγαλε έξω τις ψάθινες καρέκλες και τα μικροσκοπικά τραπέζια και τα καθάρισε ευλαβικά. Έμενε μέχρι αργά κάθε βράδυ και όλο και κάποιος ήχος εργοτάξιου πεταγόταν έξω σαν το πλησίαζες. Ετοιμάζεται να υποδεχτεί ξανά τους θαμώνες υπό τη σκιά των δέντρων για πρωινό. Σαν το προσπεράσω, καθʼ οδόν προς τον γιατρό, Δευτέρα πρωί, ελπίζω να μυρίζει πάλι καφέ και συνάθροιση.

ξφξφξ

Στον πεζόδρομο πιο κάτω, τόσο τα προσεγμένα μπαράκια όσο και τα χαριτωμένα μαγειρεία είχαν ξεκινήσει όχι απλά εντατικό καθάρισμα και προετοιμασία για την επανεκκίνηση μα κανονική ανακαίνιση. Βάψιμο, διακοσμήσεις, επισκευές. Ένας αναβρασμός επικρατεί. Τον νιώθεις σαν περνάς από την κάθε πόρτα μαγαζιού που είχε παραμείνει κλειστή επί εβδομάδες. 

Τον νιώθεις σαν διαβάζεις επιγραφές στην είσοδό τους που ξεκινάνε με το ΕΠΙΣΤΡΕΦΟΥΜΕ, ΑΝΟΙΞΑΜΕ και το ΞΕΚΙΝΑΜΕ ή σημειώματα στο στέκι της γειτονιάς όπως ΜΑΣ ΛΕΙΠΕΤΕ. Μια διαφορετική αναμονή της καλοκαιρινής σεζόν, λοιπόν, φέτος. Με διαφορετικές προσδοκίες και ταπεινή προσμονή.

νψνψνψ

Το ευγενικό όμορφο κορίτσι στον φούρνο της γειτονιάς, που καθ’ όλη τη διάρκεια της καραντίνας και παύσης για άλλους δούλεψε ασταμάτητα, έχει βάρδια 2-10 σήμερα. Μου προτείνει κάτι νέα brownies.

«Καλύτερα τα πράγματα;» τη ρωτάω. «Μας έμεινε η μάσκα» μου εξηγεί «που με αυτή τη ζέστη μας παιδεύει, μα όλα τα άλλα πλέον κανονικά»  λέει,  χαμογελώντας μου με τα μάτια πίσω από τη μάσκα της.

Παίρνω το χαμόγελό της ή έστω την ιδέα του και το κρατάω σαν επιστρέφω σπίτι με διάθεση να καταγράψω τον παλμό που ένιωσα στον δρόμο.

Η πόλη αυτή τη βδομάδα αρχίζει να παίρνει πίσω το χρώμα της, τους ήχους της, τις γεύσεις της, την υφή της, το χαμόγελό της... γράφω, μα διακόπτει την πληκτρολόγησή μου η φωνή, σαν από ταινία, του παλιατζή σαν διασχίζει τη Δυοβουνιώτου:

«Σταματήστε τον παλιατζή σας... ό,τι έχετε για πέταμα το θέλει. Καναπέδες, καρέκλες, γραφεία, παλιά πλυντήρια... Σταματήστε τον παλιατζή»

Θέλω να του φωνάξω από ψηλά να σταματήσει γιατί αυτό ακριβώς το συναίσθημα επιπλέει μέσα μου:

Η ανάγκη να σταματήσω ό,τι σταμάτησε τον χρόνο. Να πετάξουμε ό,τι μας κράτησε πίσω. Να αδειάσουμε από τις μνήμες μας την προσομοίωση ζωής που είχαμε μπει.

Θα απομείνουν ίσως, ελπίζω, μόνο κάτι ξεχασμένα συνθήματα και φθαρμένες αφίσες στους τοίχους να θυμίζουν την εποχή του κορωνοϊού κι η πόλη θα ξεχάσει πως κάποτε πρωταγωνιστούσε η παρουσία του όπου κι αν κοίταζες, όταν πια οι βιτρίνες καταπιαστούν με καλοκαιρινές θεματικές.

nfjfjf

Σκέφτομαι ότι παρόμοιες σκέψεις έχω, σαν περάσει καιρός μετά από μια περίοδο εκλογών, όταν συναντάω ό,τι απομένει από αυτήν στην πόλη. Όπως τις βαρύγδουπες προεκλογικές υποσχέσεις και δεσμεύσεις σε μισοσκισμένες αφίσες με -τα άλλοτε- αποφασισμένα πρόσωπα των πολιτικών που τις συνόδευαν.

Συνθήματα και συναισθήματα που χάνουν την επικαιρότητά τους. 

Δεν μένουμε σπίτι πια. 

Κάποιοι ήδη βγήκαμε. Και βγήκε τσάρκα κι η ζωή μαζί μας. Και άλλοι... άλλοι δεν πήγαν ποτέ σπίτι. Έμειναν εδώ να μην μας λείψει τίποτα.  Και αυτούς δεν θα τους ξεχάσουμε όσος καιρός κι αν περάσει.

gdhdhdh

 

Loader