Χάρης Αττώνης: «Πιστεύω ακόμη στα παραμύθια, έχω ανάγκη να νιώθω μέρος τους»
Ήρθε για λίγο στην Κύπρο από την Ελλάδα κι έμεινε, κι αυτό μας χαροποιεί ιδιαίτερα διότι απολαμβάνουμε έναν από τους καλύτερους ηθοποιούς του κυπριακού θεάτρου που τον απολαμβάνουμε σήμερα στον «Μολυβένιο Στρατιώτη» του ΘΟΚ.
Τον γνωρίσαμε στην Κύπρο μέσα από την αξέχαστη καλοκαιρινή παραγωγή του ΘΟΚ «Ο Βαφτιστικός», που όλοι αναρωτιόμασταν ποιος είναι αυτός ο τόσο ταλαντούχος ηθοποιός που υποδυόταν με τόση μαεστρία τον Ζαχαρούλη. Έκτοτε, ο Χάρης Αττώνης μας έχει χαρίσει πολλές και όμορφες δουλειές με την καλύτερή του, θεωρώ, στιγμή την ερμηνεία του στον θεατρικό μονόλογο του Κώστα Μαννούρη της Σεραφίνας Πασατέμπο σε σκηνοθεσία Κώστα Σιλβέστρου.
Αν και δεν του αρέσει να λέει πως μένει πλέον μόνιμα στην Κύπρο αφού η δουλειά του ηθοποιού είναι τόσο προσωρινή, όπως είπε, εντούτοις τα τελευταία χρόνια ζει και εργάζεται εδώ και πηγαινοέρχεται στην Αθήνα. Αυτή την περίοδο, κάνει για πρώτη φορά παιδικό θέατρο συμμετέχοντας στον «Μολυβένιο Στρατιώτη» σε σκηνοθεσία Λέας Μαλένη. Εκεί, υποδύεται ως βασικό του ρόλο τον Αρλεκίνο και παράλληλα άλλους μικρότερους. Μιλήσαμε για την παράσταση, το πήγαινε και έλα Κύπρος-Αθήνα, το κυπριακό θέατρο, τις απαιτήσεις του παιδικού και την ανταπόκριση των παιδιών στην παράσταση που παίζει σήμερα.
Χάρη σε «έφερε» στην Κύπρο η παράσταση του ΘΟΚ «Ο Βαφτιστικός» το 2019 όπου και σε ξεχωρίσαμε. Έκτοτε, σε είδαμε σε αρκετές θεατρικές δουλειές εδώ. Τι είναι αυτό που κράτησε στο νησί, αν και πηγαινοέρχεσαι Ελλάδα για δουλειές. Μένεις μόνιμα πια εδώ;
Η έλευσή μου στην Κύπρο και «Ο Βαφτιστικός» ήταν ένα νέο κεφάλαιο στη ζωή μου, που το είχα μεγάλη ανάγκη. Δεν είχα εξ αρχής τον στόχο να παραμείνω εδώ, ωστόσο η επαφή μου με τους ανθρώπους και οι προοπτικές που μου ανοίχτηκαν, δε μου άφησαν πολλά περιθώρια να το σκεφτώ. Όντας πολύ συναισθηματικός άνθρωπος, εισέπραξα τόση αγάπη, εμπιστοσύνη και στήριξη, σαν να βρήκα μια οικογένεια που δεν ήξερα ότι είχα χάσει κι αυτό για μένα ήταν ένα σπάνιο δώρο. Όσο προκύπταν προτάσεις και δεσμεύσεις στην Κύπρο, τόσο πιο δύσκολο ήταν να επιστρέψω στην Ελλάδα, οπότε η παραμονή μου ήταν μάλλον αναπόφευκτη. Ασφαλώς, δεν ήταν όλα ρόδινα – από τη μια η πανδημία, από την άλλη ένα σοβαρό θέμα υγείας που πέρασα, με κράτησαν για καιρό μακριά από τη δουλειά. Επέστρεφα κατά διαστήματα στην Αθήνα, έκανα πράγματα και εκεί, μα κάτι με έφερνε διαρκώς πίσω. Το «μόνιμα» δεν ξέρω αν μπορώ να το πω για τίποτα, ειδικά στο θέατρο που η φύση του είναι τόσο «προσωρινή» - μα σίγουρα θα είμαι εδώ για όσο με αντέχει η Κύπρος, όσο νιώθω χρήσιμος. Σκέφτομαι συχνά όμως, αν πράγματα που κάνω εδώ, μπορώ να τα ταξιδέψω και στην Ελλάδα - ίσως και το αντίστροφο.
Τι είναι αυτό που σε κάνει χαρούμενο σε μία θεατρική σου δουλειά;
Η ίδια η «δουλειά», η ίδια η φύση του θεάτρου είναι αυτή που με έφερε κοντά του. Ξεκινώντας από το έργο και τον ρόλο, που είναι το εφαλτήριο, δεν μπορεί να γίνει τίποτα χωρίς την ομάδα. Πολύ συχνά καλούμαστε να συνεργαζόμαστε με ανθρώπους που δεν γνωρίζουμε, να έρθουμε αμέσως πολύ κοντά – και σωματικά και πνευματικά, να χτίσουμε παρέα έναν ολόκληρο νέο κόσμο. Όταν, λοιπόν, αυτές οι ενέργειες συναντώνται και συμπορεύονται με τον ίδιο ζήλο, με τον ίδιο σεβασμό – έχοντας σαφώς ο καθένας τις δικές του αποσκευές – τότε το ταξίδι μπορεί να είναι γεμάτο χαρά και μαγεία.
Πώς θα χαρακτήριζες τον εαυτό σου ως ηθοποιό;
Δύσκολο να μιλάς εσύ για τον εαυτό σου μα αυτό νομίζω που με χαρακτηρίζει, είναι το πόσο παθιάζομαι με τη δουλειά μου – που ποτέ (και ίσως κακώς) δεν την έβλεπα ως «δουλειά». Πριν καιρό, η ψυχολόγος μου, μου είχε πει ότι δεν πρέπει όλη μου η ζωή να είναι το θέατρο. Ως παιδί, ήμουν αρκετά κλειστός και όχι ιδιαίτερα κοινωνικός. Μέσα από την τέχνη, αρχικά τη μουσική και το τραγούδι και αργότερα το χορό και το θέατρο, άρχισα να νιώθω πιο ελεύθερος. Και αισίως με βοήθησε να έρθω πιο κοντά με τους ανθρώπους και να αποδεκτώ περισσότερο τον εαυτό μου. Όταν έχω πρόβες, χάνομαι από τον κόσμο, μελετάω, δοκιμάζω, ονειρεύομαι, σκέφτομαι, χάνω τον ύπνο μου. Και η ίδια αγωνία και στις παραστάσεις. Ένας σκηνοθέτης με είχε αποκαλέσει «καμικάζι», ότι βουτάω στα βαθιά και έχω μεγάλη φαντασία. Το δέχτηκα γιατί όταν είμαι πάνω στη σκηνή, νομίζω ότι εξαρτάται όλη μου η ζωή από αυτό. Ζω και πάσχω μέσα από τους ρόλους μου. Ίσως γιατί ακόμα πιστεύω στα παραμύθια, έχω ανάγκη να νιώθω μέρος τους.
Τι σε ενοχλεί περισσότερο σε αυτή τη δουλειά;
Τα μάτια του άλλου, στο θέατρο, είναι ο καθρέφτης μας. Και συχνά, μπορεί να μείνουμε μεγάλα διαστήματα χωρίς δουλειά, τουλάχιστον αρκετοί από εμάς. Όσο κι αν έχεις δουλέψει, όσα κι αν νιώθεις πως έχεις πετύχει, όσο κι αν θες να είσαι αισιόδοξος, δεν μπορείς απαραίτητα να επενδύσεις στο μέλλον σου. Δεν μπορείς να προβλέψεις πότε θα έχεις την επόμενη πρόταση και η διάθεσή σου μπορεί να γίνεται βαρόμετρο, βάσει του πόσο συχνά χτυπάει το τηλέφωνό σου. Θέλει πολλή δουλειά με τον εαυτό σου για να μην νιώθεις μόνος, αδικημένος, ανεπαρκής και να βλέπεις θετικά το θεατρικό σου μέλλον. Εξάλλου δεν είναι λίγες και οι φορές που πέφτουν όλα μαζί και πρέπει να επιλέξεις ή που τρέχεις και δεν προλαβαίνεις.
Πώς κρίνεις το πεδίο του κυπριακού θεάτρου ως ένας επαγγελματίας που έχει εργαστεί και στην Ελλάδα;
Στην Κύπρο, σαφώς, τα πράγματα είναι πιο περιορισμένα από όσο στην Ελλάδα μα και πολύ πιο λειτουργικά. Το εργασιακό για το θέατρο, στην Ελλάδα, είναι υπό μεγάλη συζήτηση, αν και δίνονται αγώνες σημαντικοί τα τελευταία χρόνια. Στην Κύπρο τα πράγματα είναι πολύ ενθαρρυντικά. Υπάρχει ένα μεγάλο δυναμικό ικανότατων δημιουργών, που δουλεύει σκληρά και συχνά με μεγάλη αυταπάρνηση και διαθεσιμότητα. Παράλληλα, δεν νοείται ηθοποιός να δουλέψει αμίσθωτος ή «με ποσοστά». Τα σωματεία, από όσο γνωρίζω, κάνουν σοβαρή δουλειά για τα δικαιώματα των εργαζομένων και πετυχαίνουν σπουδαίες νίκες. Από την άλλη, υπάρχει σίγουρα περιθώριο για μεγαλύτερη ενίσχυση, ώστε να μην νιώθει κανείς αδικημένος, είτε μεγάλο θέατρο, είτε νεοσύστατη ομάδα. Και το βασικότερο, να δίνεται έτσι χρόνος σε κάθε δουλειά για περισσότερες πρόβες, περισσότερες παραστάσεις – ώστε κάθε τι να ωριμάζει, να ταξιδεύει, να προλαβαίνει να το δει ο κόσμος, χωρίς το δικαιολογημένο άγχος και τους περιορισμούς.
Αυτή την περίοδο συμμετέχεις στην παράσταση της Σκηνής 018 του ΘΟΚ “Ο μολυβένιος στρατιώτης”. Πώς είναι αυτή η εμπειρία μέχρι στιγμής;
Το πρώτο μισό του 2023 ήταν μια πολύ δημιουργική χρονιά, για μένα – έχοντας κάνει τρεις ξεχωριστές δουλειές, με πολύ διαφορετικούς και απαιτητικούς ρόλους (μονόλογος, σύγχρονη κωμωδία, αρχαίο δράμα), το παιδικό ήρθε απρόσμενα, σε μια δύσκολη προσωπική φάση. Δεν είχα κάνει ξανά παιδικό και ανυπομονούσα να συνεργαστώ για πρώτη φορά με τη Λέα. Έτσι, μπήκα σε ένα ταξίδι αναπάντεχο, ολοφάνερα απαιτητικό και συναρπαστικό και ακόμα και αν στην αρχή είχα αντιμέτωπο τον εαυτό μου, η υπέροχη ομάδα και η ίδια η δουλειά με έβαλαν σε μια τροχιά ιλιγγιώδη και ενθουσιώδη. Προσέχουμε ο ένας τον άλλον, με κάθε τρόπο και επανεφευρίσκουμε τη θεατρική μας διάλεκτο. Κι αυτό είναι αγάπη.
Ποιος είναι ο δικός σου ρόλος στον «Μολυβένιο Στρατιώτη»;
Η Λέα μου εμπιστεύτηκε πολλούς και αντιφατικούς ρόλους, κάτι που απολαμβάνω πολύ στο θέατρο, εν γένει. Μια και θεωρώ τη μεταμόρφωση ένα από τα πιο ενδιαφέροντα στοιχεία στη δουλειά ενός ηθοποιού. Έτσι, εδώ ο βασικός μου ρόλος είναι ο Αρλεκίνος, ο «κακός» της παρέας που οδηγεί το Μολυβένιο Στρατιώτη σε όλη αυτήν την περιπέτεια. Ένα στοίχημα λίγο ριψοκίνδυνο, μια και κάνει και λέει πολύ σκληρά πράγματα και είναι εύκολο να γίνει αντιπαθής, ειδικά σε ένα παιδικό κοινό. Έτσι, έπρεπε να δουλέψω πολύ προσεκτικά τα όρια αυτού του χαρακτήρα. Παράλληλα, κάνω τον Κύριο Γουότσον, που έχει κατάστημα παιχνιδιών και πουλάει το Μολυβένιο Στρατιώτη στον μπαμπά του Ντάνιελ, τον αρουραίο δικαστή, που δικάζει το Στρατιώτη, όταν βρίσκεται στον υπόνομο, τον μπάτλερ, έναν αστυνόμο, έναν περαστικό, ένα ψάρι, ένα κύμα, έναν αυγοδάρτη. Χαίρομαι πολύ γιατί η Λέα ήταν ανοιχτή σε ό,τι πρότεινα, όσο ακραίο κι αν ήταν – πάντα με την απαραίτητη καθοδήγηση - και σίγουρα γελάσαμε πολύ καθ’ όλη τη διαδικασία.
Τι θα δούμε σε αυτή την παράσταση με ένα τόσο διάσημο έργο;
Πρόκειται για ένα από τα πιο γνωστά, γλυκόπικρα και μαγικά παραμύθια του Άντερσεν και η διασκευή της Άνδρης Θεοδότου είναι εκπληκτικά κινηματογραφική. Παρέα με την ανεξάντλητη φαντασία της Λέας Μαλένη, μαζί με τη χορογράφο Ήβη Χατζηβασιλείου, τη βοηθό σκηνοθέτη Ιωάννα Κεραυνού, τις μουσικές και τα τραγούδια του Χρίστου Θεοδώρου, τα σκηνικά και τα κοστούμια της Έλενας Κατσούρη, τους φωτισμούς του Γιώργου Κουκουμά και τις μάσκες του Στέφανου Νεάρχου, καθώς και την πίστη και την αφοσίωση όλων ανεξαιρέτως των ηθοποιών μα και τεχνικών που εργάστηκαν και εργάζονται σκληρά για αυτό και την ίδια τη στήριξη του ΘΟΚ. Πιστεύω θα δείτε μια παράσταση που μπορεί να μαγέψει το ίδιο μικρούς και μεγάλους (από όσο μας λένε) μια και το παραμύθι είναι τόσο απαραίτητο στη ζωή μας και τόσο δυσεύρετο, πια, με γέλιο και συγκίνηση. Και αυτό που μου δίνει χαρά μεγάλη είναι πως παρά τον όγκο της δουλειάς, που είναι τεράστιος, παρά την προσωπική μελέτη και αφοσίωση του καθενός, το αποτέλεσμα είναι ενιαίο και τα πάντα λειτουργούν σαν ένα σώμα, μια ιστορία, σαν μια «κόκκινη, κατακόκκινη καρδιά», που λέει και το ίδιο το κείμενο.
Θα έλεγες ότι ισχύει πως τα παιδιά είναι οι δυσκολότεροι κριτές και θεατές;
Τα παιδιά είναι σίγουρα οι πιο αθώοι και συχνά οι πιο αφοπλιστικοί θεατές. Πράγματα που νομίζουμε δεν καταλαβαίνουν, μπορεί να τα καταλαβαίνουν καλύτερα, πιο βαθιά από μας. Το δύσκολο είναι να κερδίσεις την προσοχή τους, μια και αντιδρούν αυθόρμητα και συχνά πιο έντονα – για πολλά από αυτά δεν υπάρχει τέταρτος τοίχος. Ειδικά στην εποχή μας, την εποχή που όλα είναι γρήγορα και ακόμα και για τους μεγάλους είναι δύσκολο να παραμείνουν συγκεντρωμένοι για μία ή δύο ώρες, είναι παράλογο να το ζητάς αυτό από τα παιδιά. Το πώς βλέπουμε θέατρο είναι μέρος της παιδείας μας και είναι ενθαρρυντικό να βλέπεις δασκάλους και γονείς να μεριμνούν, ώστε τα παιδιά να πηγαίνουν θέατρο, να μαθαίνουν για αυτό, να παίζουν και τα ίδια.
Επίσης γιατί οι ηθοποιοί λένε πως το παιδικό θέατρο είναι το δυσκολότερο είδος;
Όλα είναι θέμα οπτικής και εξαρτάται κάθε φορά από την παράσταση, ανεξαρτήτως «είδους». Σίγουρα, όμως, το παιδικό θέατρο είθισται να έχει συγκεκριμένες απαιτήσεις. Χορός και τραγούδι, νωρίς το πρωί, συχνά με καθημερινές, διπλές παραστάσεις που χρειάζονται καλλιεργημένα εκφραστικά μέσα μα και αντοχές. Και με ένα κοινό, που όπως είπαμε και πριν, απαιτεί προσπάθεια μεγάλη για να κερδίσεις την προσοχή του και τυχαίνει να συνομιλεί μαζί σου καθ’ όλη τη διάρκεια της παράστασης. Καμιά φορά μπορεί να νιώθεις ότι πρέπει να καταβάλεις υπερπροσπάθεια για να ακουστείς και δεν ξέρεις αν όλος ο κόπος σου αφορά τους μικρούς θεατές. Συχνά, επίσης, οι χαρακτήρες που καλείσαι να ερμηνεύσεις δεν είναι ρεαλιστικοί – μπορεί να είναι πιο σχηματικοί ή πιο ακραίοι κι έτσι θέλει προσοχή ώστε να νιώθεις ότι αυτό που κάνεις είναι άξιο θέασης και δεν είσαι ένας απλός… διασκεδαστής.
Πώς αντιμετωπίζουν τα παιδιά μέχρι στιγμής την παράσταση; Θυμάσαι κάποιο συγκεκριμένο περιστατικό;
Τα παιδιά, μέχρι στιγμής, δείχνουν μεγάλο ενθουσιασμό. Είναι παρόντα, που είναι το πιο σημαντικό. Η πρώτη μας σχολική παράσταση, στη Λεμεσό, ήταν μεγάλη έκπληξη γιατί το κοινό ήταν απολύτως ενεργό και επικοινωνιακό. Είναι στιγμές που σχολιάζουν αυτό που συμβαίνει λεκτικά: «καλά να πάθεις» φώναξε ένα παιδάκι στον Αρλεκίνο, όταν έπεσε στο τέλος και έσπασε. Άλλα, με φωνάζουν συχνά και μου λένε «γεια!» ή γελάνε πολύ στον Μπάτλερ, με το που με βλέπουν. Σίγουρα πανηγυρίζουν στο φιλί του τέλους, μια και η αγάπη πάντα νικάει, πάντα θα προκαλεί το μεγαλύτερο θόρυβο. Και στην περιοδεία μας στην Πάφο, είχα βγει για καφέ και μια μαμά φώναζε «Αρλεκίνοοο» μαζί με την κόρη της, λέγοντάς μου πόσο τους άρεσε η παράσταση. Αυτό, πραγματικά, είναι το καλύτερο δώρο.
Πέραν από τον «Μολυβένιο Στρατιώτη» θα σε δούμε κάπου αλλού; Ετοιμάζεις κάτι άλλο αυτό το διάστημα;
Εκτός από διάφορες σκέψεις που περνούν και πρότζεκτ που συνέπεσαν και δεν μπορούσαν να γίνουν παράλληλα, αν όλα πάνε καλά, θα με δείτε σε μια παράσταση που ανυπομονώ πολύ να ξεκινήσει. Ένα σπουδαίο έργο και πολύ σημαντικό ρόλο που ονειρεύομαι από τότε που σπούδαζα στο Λονδίνο και με τίμησε πολύ η πρόταση του σκηνοθέτη. Δυστυχώς, δεν μπορώ να το ανακοινώσω ακόμη, μα ελπίζω να γίνει και να τα πούμε πολύ σύντομα.
Info
Ο Χάρης Αττώνης συμμετέχει στην παράσταση της Σκηνής 018 του ΘΟΚ που ανεβαίνει στην Κεντρική Σκηνή, στο κτήριο του ΘΟΚ στη Λευκωσία κάθε Κυριακή στις 10:30 μέχρι και τις 10 Μαρτίου. Επίσης θα δοθεί μία παράσταση την Τετάρτη 3 Ιανουαρίου στις 18:00. Εισιτήρια ΕΔΩ