5 Κύπριοι και ξένοι σκηνοθέτες μάς μιλούν για τα έργα τους στο Διεθνές Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Λεμεσού

5 Κύπριοι και ξένοι σκηνοθέτες μάς μιλούν για τα έργα τους στο Διεθνές Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Λεμεσού

Όλα όσα είπαν αποκλειστικά στην Avant - Garde

Tο 19o Διεθνές Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Λεμεσού πλησιάζει και αδημονούμε για ακόμα μια χρονιά, να παρακολουθήσουμε σε πρώτη παγκύπρια προβολή περισσότερα από 20 ντοκιμαντέρ από την Κύπρο και τον κόσμο. Με αφορμή την έναρξη του φεστιβάλ, μιλήσαμε με μερικούς σκηνοθέτες και σκηνοθέτριες, αναφορικά με τα δημιουργήματά τους.

O Γιάννης Χρηστίδης είναι ο δημιουργός του Metavasis και θα βρίσκεται στην προβολή του ντοκιμαντέρ για Q&A. 

μεταβαση

Γιατί επιλέξατε αυτή τη θεματική για να γυρίσετε το ντοκιμαντερ;

Είμαι περίεργος. Ό,τι πλάθουμε έχει πρώτη ύλη την περιέργειά μας. Πώς γίνονται τα κουλουράκια; Θέλεις να τα πλάσεις για να μάθεις στα αλήθεια. Εν προκειμένω ήθελα μια λαϊκή απάντηση στο τι γίνεται μετά. Το κουτσομπολιό ο κακός εαυτός μας, οι ταινίες τεκμηρίωσης ο κάπως καλύτερος.  

Τι δυσκολίες αντιμετωπίσατε;

Μας διώχνανε από παντού. Η παραγωγή χωρίς εταιρία παραγωγής έχει αυτή τη δυσκολία. Δεν πληρώνεις, δεν πείθεις. Μας έλεγαν "φύγετε από εδώ", "τι θέλετε;" "Τι ταινία;" "Γιατί να τα δείξετε αυτά;" "Για ποιο σκοπό;" "Όχι." "Δεν γίνεται". Είναι περίεργο πράγμα αν σκεφτείς ότι ζούμε στην εποχή της εικόνας και του βίντεο. Με γραφείο παραγωγής απών, ούτε σε γραφείο κανονικό δεν μπορείς να πας για γύρισμα, όχι σε γραφείο κηδειών. Όχι. Ακούγαμε συνέχεια "όχι". Τόσο συχνά που όχι μόνο σταμάτησε να μας ενοχλεί αλλά στο τέλος μας φαινόταν αστείο. Φυσικά οι άνθρωποι και οι χώροι που απεικονίζονται τελικά στην ταινία ήταν πολύ ευγενικοί και μας εμπιστεύτηκαν, δίνοντάς μας πρόσβαση.

Τι σας έκανε περισσότερο εντύπωση κατα τη διάρκεια της εντρύφησής σας στο θέμα των διαδικασιών; 

Η απλότητα, η λιτότητα, η κυνικότητα με την οποία αντιμετωπίζεται ο θάνατος είναι αναμενόμενη, ωστόσο κάποιος που δεν είναι μυημένος, εντυπωσιάζεται.

Τι ελπίζετε να κερδίσει το κοινό παρακολουθώντας το ντοκιμαντέρ;

Αυτός που θα δει την ταινία, θα δει και ένα περιβάλλον το οποίο κοιτά, όταν χρειάζεται, αλλά δεν βλέπει, επειδή συνήθως είναι φορτισμένος συναισθηματικά. Μπορεί λοιπόν να κερδίσει αυτή την ψύχραιμη 'ματιά'.

Ο Χρήστος Αδριανόπουλος είναι ο σκηνοθέτης του “Στον Ουρανό του Τίποτε με Ελάχιστα”. Θα βρίσκεται στην προβολή του ντοκιμαντέρ για Q&A. 

Ποια η σχέση σας με τη Νότα και τον Ηλία; 

Η Νότα και ο Ηλίας είναι η γιαγιά και ο παππούς μου. Μεγαλώσαμε μαζί και η σχέση μας ήταν πολύ καλή. Εμείς μέναμε στον 5ο και αυτοί στον 6ο. Η γιαγιά μου είχε αδυναμία σε μένα και ο πάππους στην αδερφή μου. Στην πραγματικότητα ο Ηλίας δεν είναι ο “παππούς” μας, μιας και ήταν ο δεύτερος άντρας της Νότας. Με την γιαγιά μου εγώ ένιωθα άνετα και είχαμε μια κοντινή σχέση, που επέτρεπε να την πειράζω, να κάνουμε τσιγαράκια μαζί ακούγοντας μουσική και να κάνουμε παρέα σε εκδρομές στην Αίγινα. Είχε κάτι ανέμελο και ελευθεριακό. Ο παππούς από την άλλη ήταν πιο κλειστός άνθρωπος και αρκετά πιο μαζεμένος με τα συναισθήματα του. Η μεγάλη του αγάπη ήταν το διάβασμα και η διεκπεραίωση των διαφόρων ερευνών που έκανε. Οι κουβέντες μαζί του ήταν μαθήματα ιστορίας και πολιτικής, η γνώση που είχε αυτός ο άνθρωπος δεν την βρίσκεις εύκολα. Το άλλο αγαπημένο του χόμπι ήταν να μας βγάζει στην αγαπημένη του ταβέρνα στα Ιλίσια “Τα Σκαλάκια".

Ποια ήταν η αντίδρασή τους όταν τους ζητήσατε να γυρίσετε ένα ντοκιμαντέρ με πρωταγωνιστές τους ίδιους;

Εγώ ήθελα καιρό να κάνω αυτό το ντοκιμαντέρ, ήταν ένα από τα όνειρα μου. Στο πανεπιστήμιο έκανα αρκετά προσωπικές δουλειές, οπότε το φυσικό επόμενο ήταν να ασχοληθώ και με την γιαγιά και τον πάππου. Το 2016 είχα κάνει μια απόπειρα να δημιουργήσω ένα ντοκιμαντέρ μαζί με την γιαγιά μου στην Αίγινα. Σε αυτήν την προσπάθεια συνειδητοποίησα ότι η Νότα είναι πολύ χαλαρή μπροστά από την κάμερα. Παίρνει εύκολα πρωταγωνιστικό ρόλο. Όταν γύρισα το 2020 στην Αθήνα από την Αμερική αποφάσισα να ξεκινήσω αυτό το ντοκιμαντέρ. Πήγα από το σπίτι τους και έμεινα λίγες μέρες και τράβαγα την γιαγιά. Κάποια στιγμή μου είπε ο παππούς “Μόνο την γιαγιά σου θα τραβάς;”. Μετά από αυτήν την ερώτηση τους είπα ότι θέλω να κάνω κάτι μαζί τους και να τους τραβάω. Ήταν θετική με αυτό, μιας και σήμαινε ότι θα κάναμε περισσότερη παρέα. Στην συνέχεια δεν άλλαξε κάτι, κάπως η παρουσία μου συνδέθηκε με την καμερα και δεν το ξανασυζητήσαμε.

Πώς ήταν η εμπειρία της “παρακολούθησης” της σκέψης, αλλά και της καθημερινότητας δύο ηλικιωμένων ατόμων σε περίοδο εγκλεισμού; Τι διαφορές εντοπίσατε στην κοσμοθεωρία της τρίτης ηλικίας απέναντι στη πολύχρονη συμβίωση και στην προσπάθεια επιβίωσης; 

Μιας και ήταν μιας μεγάλης ηλικίας και οι δυο, ο εγκλεισμός δεν τους άλλαξε κατακόρυφα την καθημερινότητα. Η Νότα έκοψε το γυμναστήριο και ο Ηλίας τις μερικές εξόδους στην ταβέρνα της γειτονίας. Η γιαγιά κατέληξε να τα κάνει στο σπίτι όλα, χωρίς να την επηρεάζει και πολύ. Ο παππούς μου από την άλλη ήταν έτσι κι αλλιώς σπιτόγατος, οπότε σίγουρα ο εγκλεισμός δεν τον επηρέασε. Αυτό που ήθελε, ήταν να έχει το γραφείο του και τα αντικείμενα του για να φτιάχνει αυτές τις φοβερές έρευνες που παρουσιάζονται στο ντοκιμαντέρ. Ξεκίνησα το ντοκιμαντέρ με μια ερώτηση αν “αγαπιούνται”, εν τέλει όμως κατάλαβα τις πολύπλευρες διαστάσεις που έχει μια τέτοια απάντηση, ειδικά όταν μιλάμε για ένα ηλικιωμένο ζευγάρι, το οποίο έχει συμβιώσει για τουλάχιστον 40 χρόνια παρέα. Υπάρχει η αντίληψη του αιώνιου έρωτα και τέτοιων χολιγουντιανών στερεοτύπων, όμως τα πράγματα σπάνια είναι τόσο μονοδιάστατα. Σε σχέση με την προσπάθεια επιβίωσης, εγώ αυτό που καταλαβαίνω είναι ότι πρέπει να αποδεχτείς την κατάσταση που βρίσκεσαι. Ο θάνατος είναι το φυσικό επόμενο, και νομίζω τυχαίνει και οι δυο τους να ήταν σε εκείνη την κατάσταση. Αυτό που ζητούσαν μετά από λίγο ήταν να τελείωνε μια ώρα αρχύτερα.

Η Έφη Σαββίδη είναι η σκηνοθέτρια των Camp Pournara & Camps Vathy – Zervou. Θα βρίσκεται στις προβολές των ντοκιμαντέρ για Q&A. 

πουρναρα

Τι περιμένετε να κερδίσει το κοινό παρακολουθώντας το ντοκιμαντέρ; 

Εμένα η προσπάθεια μου με αυτό το ντοκιμαντέρ ήταν να δημιουργήσω ένα έργο το οποίο δεν είναι μόνο για την γιαγιά και τον παππού μου, αλλά να θίγει πιο οικουμενικά τα ζητήματα της μνήμης, αγάπης και θανάτου. Ως ένα βαθμό το έχω πετύχει. Πιστεύω αυτό το ντοκιμαντέρ δημιουργεί έναν χώρο που επιτρέπει στο κοινό να γελάσει, να συγκινηθεί και να δεχθεί την φυσική πορεία που παίρνει ο άνθρωπος στην ζωή.

Ποιος είναι ο κυριότερος λόγος που επιλέξατε να γυρίσετε αυτά τα ντοκιμαντέρ; 

Εδώ και 12 χρόνια κύριο θέμα στην πρακτική μου αποτελεί το μεταναστευτικό, ένα ζήτημα που απασχολεί στις μέρες το σύνολο των Ευρωπαϊκών χωρών, στις πολιτικές που προσδιορίζουν τα εσωτερικά και τα εξωτερικά σύνορα σε σχέση με τους πρόσφυγες. Τα δύο φιλμ που θα προβληθούν στο φετινό Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Λεμεσού με τίτλο Camp Pournara’ και ‘Camps Vathy-Zervou’ είναι μέρος μιας σειράς τεσσάρων, το τρίτο αφορά τη Λαμπεντούζα και το τέταρτο τη Μελίγια, δύο κατεξοχήν κομβικά εδάφη με μεταναστευτικές ροές. Και τα τέσσερα μου έχουν ανατεθεί  από τον καθηγητή Αντώνη Έλληνα του Πανεπιστημίου Κύπρου και την καθηγήτρια Όλγα Δημητρίου του Πανεπιστημίου Durham στο πλαίσιο δύο ερευνητικών προγραμμάτων που στηρίζονται από το ΙΔΕΚ στην Κύπρο και το UKRI στο Ηνωμένο Βασίλειο, και που αφορούν το ρόλο των τοπικών κοινωνιών στην υποδοχή προσφύγων και ιδιαίτερα τις δυναμικές μεταξύ δράσεων και ακτιβισμού υπέρ και κατά της μετανάστευσης. Κύριος μου στόχος είναι να ακουστούν οι μαρτυρίες ανθρώπων που ξεριζώθηκαν από το σπίτι τους με όνειρα για μία καλύτερη ζωή. Να προβληθούν τα αιτήματα και τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν έτσι που να καλλιεργηθούν συνθήκες ευαισθητοποίησης, συμπαράστασης και αλληλεγγύης.

Ποια υπήρξε η μεγαλύτερη πρόκληση κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων;

Όσον αφορά το ‘Camp Pournara’ και ‘Camps Vathy-Zervou’ η πρόκληση ήταν να καταφέρω να αντιμετωπίσω τα εμπόδια που πρόβαλε η αστυνομία και το λιμεναρχείο αντίστοιχα και να μπορέσω χωρίς θεσμικούς περιορισμούς να αναδείξω τα σοβαρά θέματα που αντιμετωπίζουν τόσο οι ντόπιοι όσο και οι μετανάστες, κυρίως λόγω της κρατικής ανεπάρκειας και αδιαφορίας.

Υπήρξαν τομείς που δεχτήκατε λογοκρισία;

Το μεταναστευτικό είναι ζήτημα σύνθετο και πολύπλοκο το οποίο απαιτεί διακριτική προσέγγιση με ιδιαίτερη ευαισθησία. Υπήρξε για μένα μια κοινωνική αφορμή στήριξης προς τον συνάνθρωπο μέσα από την τέχνη μου. Μέχρι τώρα δεν έχω δεχθεί κάποιου είδους λογοκρισία, είμαι όμως υποψιασμένη, ξέροντας πως όταν κανείς ασχολείται με ζητήματα που αφορούν ευάλωτες ομάδες ανθρώπων υπάρχει πάντα η πιθανότητα να υποστούν λογοκρισία.

Ποιο περιστατικό εξιστόρησης σας συγκίνησε περισσότερο και γιατί; 

Η κ. Κατίνα Αρβανίτη, ακτιβίστρια, στο ντοκιμαντέρ ‘Camps Vathy-Zervou’ η οποία αφηγείται πολύ παραστατικά και με ιδιαίτερη συναισθηματική φόρτιση πώς διέσωσε ένα δίχρονο παιδί από σίγουρο πνιγμό, όταν το καράβι όπου επέβαινε με τους γονείς του ναυάγησε μόλις 20 μέτρα από την παραλία, το Νοέμβριο του 2015, μπροστά από το σπίτι της στο Γαλάζιο Σάμου.

Silje Evensmo Jacobsen είναι από την Νορβηγία και είναι η σκηνοθέτρια του “A New Kind of Wilderness”. Στην προβολή του ντοκιμαντέρ θα βρίσκεται η Ronja Breda-Vatne μια εκ των πρωταγωνιστών.

Πώς ήρθατε σε επαφή με την ιστορία της οικογένειας Πέιν;

Ήρθα σε επαφή για πρώτη φορά με την ιστορία της οικογένειας Πέιν, πριν από σχεδόν μια δεκαετία ,μέσω του ιστολογίου της Μαρίας, wildandfree.no. Οι σαγηνευτικές φωτογραφίες της και οι εγκάρδιες ιστορίες για τον αυτάρκη τρόπο ζωής τους, μου τράβηξαν αμέσως την προσοχή. Αφού επικοινωνήσαμε με τη Μαρία, συνδεθήκαμε γρήγορα και αρχίσαμε να συζητάμε τις δυνατότητες για ένα κινηματογραφικό έργο. Χρειάστηκαν αρκετά χρόνια για να υλοποιηθεί πλήρως. Η Μαρία πέθανε τραγικά κατά τη διάρκεια της περιόδου των γυρισμάτων κι η ιστορία έμεινε μαζί μου. Τελικά, το 2019, μετά το θάνατό της, επανενώθηκα με την οικογένεια και άρχισα να κινηματογραφώ το ταξίδι τους.

Πόσο δύσκολο ήταν για αυτούς να αποδεχτούν ότι ο κόσμος θα μάθει την ιστορία τους δεδομένου ότι κάποτε επιδίωκαν την απομόνωσή τους;

Αρχικά, η οικογένεια Πέιν ήταν πολύ ανοιχτή στο να μοιραστεί την ιστορία της, ιδιαίτερα η Μαρία, η οποία είχε ήδη καταγράψει τη ζωή της μέσω του ιστολογίου της. Ωστόσο, μετά το θάνατό της, ήταν λογικά δύσκολο γι’ αυτούς να το μοιραστούν. Αντιμετώπιζαν πολύ πόνο και νέες δύσκολες συνθήκες. Παρά αυτές τις δυσκολίες, εμπιστεύτηκαν εμένα και το όραμα για την ταινία, κατανοώντας ότι η ιστορία τους θα μπορούσε να έχει βαθιά απήχηση στους άλλους και να προσφέρει έναν ουσιαστικό προβληματισμό για την απλότητα της ζωής και τη σημασία των οικογενειακών δεσμών. Η προθυμία τους να γίνουν ευάλωτοι και να μοιραστούν τις προσωπικές τους στιγμές ήταν πραγματικά θαρραλέα και πιστεύω επίσης ότι ήταν μια θεραπεία μέσω αυτού.

Τι δυσκολίες αντιμετωπίσατε κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων;

Μία από τις βασικές δυσκολίες ήταν η πλοήγηση στο συναισθηματικό τοπίο της οικογένειας και κυρίως των παιδιών. Περνούσαν τις πιο δύσκολες στιγμές στη ζωή τους, με μια κάμερα να τους ακολουθεί σε αυτή τη διαδικασία. Απαιτούσε μια λεπτή ισορροπία παρουσίας για να απαθανατίσει αυθεντικές στιγμές, δίνοντάς τους επίσης χώρο να επεξεργαστούν τη θλίψη τους. Η εδραίωση εμπιστοσύνης με τον Νικ και τα παιδιά και η διατήρηση ανοιχτής επικοινωνίας μαζί τους ήταν ζωτικής σημασίας.

Πιστεύετε ότι είναι δυνατό για ορισμένα άτομα να ευημερήσουν σε μια απομονωμένη κοινότητα σε αυτό το σύγχρονο κοινωνικοπολιτικό και οικονομικό σύστημα;

Η οικογένεια Πέιν δεν ζούσε σε πλήρη απομόνωση: διατηρούσαν δεσμούς με τους φίλους, την οικογένεια και την κοινότητά τους- έκαναν σκόπιμες επιλογές να ζουν πιο ανεξάρτητα,  όπως κατ' οίκον εκπαίδευση, αυτάρκεια και να βρίσκονται σε στενή αρμονία με τη φύση. Αυτή η προσέγγιση τους επέτρεψε να επικεντρωθούν σε αυτό που εκτιμούσαν περισσότερο: τους οικογενειακούς τους δεσμούς και έναν απλούστερο τρόπο ζωής.

Το κλειδί έγκειται στο να κάνει κανείς συνειδητές επιλογές που ευθυγραμμίζονται με τις αξίες και τις ανάγκες του, αντί να ακολουθεί απλώς τους κοινωνικούς κανόνες.

Γενικά, πιστεύω ότι είναι δυνατό αν έχετε ένα υποστηρικτικό δίκτυο και διατηρείτε κάποιο επίπεδο σύνδεσης με την ευρύτερη κοινότητα. Η οικογένεια Πέιν δείχνει ότι με αποφασιστικότητα και σαφές όραμα για το τι θέλει κανείς από τη ζωή, η ευημερία έξω από τις συμβατικές κοινωνικές δομές είναι πράγματι δυνατή.

Ο Yuval Abraham είναι ένας εκ των σκηνοθετών του "No Other Land".

Πώς προέκυψε η συνεργασία της ομάδας;

Συναντηθήκαμε μέσω ακτιβισμού, παλεύοντας για να σταματήσουμε την αναγκαστική απέλαση της κοινότητας Masafer Yatta.

Πόσο δύσκολο ήταν για την ομάδα να κινηματογραφήσει και να είναι άμεσα εμπλεκόμενη συναισθηματικά με το θέμα;

Ήταν πολύ δύσκολο συναισθηματικά, αντιμετωπίσαμε πολλή βία, και ειδικά για τον Basel, που είχαν συλλάβει τον πατέρα του για τον ακτιβισμό, και τον ξυλοκόπησαν αρκετές φορές στην ταινία όπως δείχνουμε, μόνο και μόνο επειδή κατέγραψε τις κατεδαφίσεις σπιτιών που έγιναν στην κοινότητά του.

Ποια ήταν η μεγαλύτερη πρόκληση κατά τη διάρκεια της δημιουργίας του ντοκιμαντέρ;

Η μεγαλύτερη πρόκληση, κινηματογραφικά, ήταν να καταλάβουμε πώς να τραβήξουμε μια τόσο τεράστια ιστορία, με χιλιάδες ώρες πλάνα - μερικά από τα οποία γυρίστηκαν από τους γονείς και τους γείτονες του Basel πριν από είκοσι χρόνια, και να την μετατρέψουμε σε μια αφήγηση  μιάμισης ώρας.

Στο ντοκιμαντέρ έχουμε δει ότι βιώσατε ανθρωποκυνηγητό. Κατάφεραν ποτέ να σας πάρουν υλικό;

Δουλέψαμε σε αυτήν την ταινία για πέντε χρόνια μαζί, τις περισσότερες φορές στο σπίτι του Basel στο Masafer Yatta. Δύο φορές, στρατιώτες μπήκαν στο σπίτι τη νύχτα και κατέσχεσαν κάμερες, φορητούς υπολογιστές και άλλα. Ήταν μια συνεχής κατάσταση πίεσης και παράνοιας, η οποία συνεχίζεται ακόμα για τους κατοίκους του Masafer Yatta.

Πηγή φωτογραφιών

Loader