Γιατί η οδός Κλήμεντος είναι η γειτονιά των ρομαντικών;
Ο Νικόλας Ιωαννίδης μας εξηγεί γιατί και μας ξεναγεί στον δρόμο της καρδιάς του
Κρατούσα την σκούπα, αυτή που είναι για εξωτερική χρήση και με μανία καθάριζα το πεζοδρόμιο μπροστά από το Φυτοπωλείο μου. Πάνω κάτω, δεξιά αριστερά λες και δεν υπήρχε αύριο. Η χαρά μου, ήταν σαν μικρού παιδιού που πήρε το αγαπημένο του παγωτό γιατί έφαγε όλες του τις φακές. Τελειώνοντας το σκούπισμα, έβγαλα τα φυτά μου όλα έξω για «μπάνιο» και γέμισε ο τόπος από χρώματα και μυρωδιές. Κι όλα αυτά, εδώ, στην οδό Κλήμεντος. Μια ρομαντική οδό, με παλιά σπίτια, γεμάτα βουκαμβίλιες και γιασεμιά, διπλάσια της ηλικίας μου.
Εδώ, στην Κλήμεντος, όπου ο δρόμος μοιάζει βγαλμένος από μια άλλη εποχή, ασχέτως ότι περιτριγυρίζεται από 2 λεωφόρους. Εδώ, είναι όλα αλλιώς. Από τα σπίτια, την ρομαντική φύση της γιαγιάς αλλά και τον κόσμο που περιτριγυρίζει την γειτονιά. Ακόμα και οι περαστικοί είναι αλλιώς. Λες και με κάποιο μαγικό τρόπο μπαίνουν στην ρομαντική διάθεση που εκπέμπει η οδός.
Καθάρισα, πότισα, έβαλα την Τσανακλίδου να σιγοτραγουδά και κάθισα στο ξύλινο παγκάκι μου έξω να γευματίσω. Και ξαφνικά ακούω μια γνώριμη φωνή να φωνάζει: «πιτέλους γιε μου ήρτες. Εγύρευκα σε μέρα νύκτα να σε δω. Να σου συλλυπηθώ. Είπε μου το η αγγόνισσα μου η Μύρια». Καθώς τα έλεγε όλα αυτά, τα χέρια της ήταν ήδη ανοικτά να με χώσουν στην αγκαλιά της. Η κυρία Αντρούλλα μου και ο κύριος Πάνος είναι το new entry της γειτονιάς. Χώθηκα στην αγκαλιά της και τα μάτια της ήταν ήδη βουρκωμένα. Έκλαψε, συγκινήθηκα και συγκράτησα τα δάκρυα μου για να μην στεναχωρηθεί και ξαφνικά η μπλούζα μου έγινε ένα με την κρέμα της και η μυρωδιά της μου έφερε θύμησες από την γιαγιά μου που πριν πάει για ύπνο έβαζε μισό κιλό Nivea, την κλασική.
Θυμήθηκε τα παλιά η κυρία Αντρούλλα, τα παιδικά της χρόνια και με βουρκωμένα μάτια μου έλεγε πως έβαζε νερό στην μπανανιά μου για να μην μαραθεί. «Αλλά δεν ήξερα γιε μου αν έβαζα σωστή ποσότητα. Αλλά έβαζα», μου είπε. Σκούπισε τα μάτια της και την ρώτησα για που το έβαλε. «Πάω να πιάσω φαγητό. Τι να σου φέρω;».
Κάθε πρωί με ρωτά αν θέλω καφέ και κάθε μεσημέρι αν έχω φαγητό να φάω. Και ξέρεις γιατί; Γιατί αυτή ήταν η κοινωνία μας τότε. Ευγενική, ρομαντική αλλά το πιο σημαντικό ήταν ανθρώπινη. Καθώς ξεκίνησε για τον προορισμό της μου έλεγε πως θα γράψει στην εκκλησία το όνομα της μητέρας μου. Και τότε έκλαψα. Δεν με έβλεπε πλέον ξέρεις έτσι άφησα τα δάκρυα μου ελευθέρα.
Κάθισα να τελειώσω το φαγητό μου και με ρομαντικό χαμόγελο πλέον στα χείλη μου απολάμβανα κάθε μπουκιά. Η Τσανακλίδου τραγουδούσε το «Αλλιώτικη μέρα» και ένας νεαρός περνούσε απ’ έξω από το μαγαζί μου. Φορούσε καλοκαιρινά ρούχα και με καλησπέρισε ευγενικά. Η κίνηση αυτή με σκλάβωσε μιας και δεν το περίμενα. Η νεολαία μας πλέον δεν ξέρει τι πάει να πει «καλημέρα», «καλησπέρα» σε έναν άγνωστο για εκείνους άνθρωπο. Περπατούν στους δρόμους με χωμένα τα κεφάλια στην μεγάλη οθόνη του κινητού τους χωρίς να τους νοιάζει τι γίνεται γύρω τους.
Με τις ακτίνες του ήλιου να ζεσταίνουν λίγο παραπάνω από το κανονικό το δέρμα μας οι δυο αυτές κινήσεις των συνανθρώπων μας με συγκίνησαν. Νοστάλγησα καλές παλιές εποχές. Αυτό θα κρατήσω σήμερα εδώ στην Κλήμεντος 5Α. Μια αλλιώτικη γειτονιά. Την γειτονιά του ρομαντισμού.