Ο Μιχάλης Βρυωνίδης μάς συστήνει “Τα υπόλοιπα”

Ο Μιχάλης Βρυωνίδης μάς συστήνει “Τα υπόλοιπα”

Μετά την επιτυχία του πρώτου του βιβλίου με τίτλο “Αστικές και άλλες αδέσποτες ιστορίες”, ο Μιχάλης Βρυωνίδης επιστρέφει με “Τα Υπόλοιπα”.

Πρόκειται για ένα βιβλίο που, όπως αναφέρεται και στο εξώφυλλο, αποτελεί ένα “ρέκβιεμ για τα μπαρ και όλα όσα πάγωσαν με το αναποδογύρισμα των σκαμπό”. 

Σκόρπιες σκέψεις και σημειώματα του Βρυωνίδη που γράφτηκαν πριν, κατά την διάρκεια και τους μήνες που ακολούθησαν το λοκντάουν. 


Πρόκειται για το δεύτερό σας συγγραφικό έργο. Τι αλλάζει σ’ αυτή την δουλειά; 

Μετά το “Αστικές και άλλες αδέσποτες ιστορίες”, σ’ αυτό το δεύτερο βιβλίο φιλοξενούνται περισσότερα μικρά σε έκταση κείμενα-αποφθέγματα, ας τα πούμε. Επέλεξα να συμπεριλάβω σκέψεις σύντομες, σχεδόν ακατέργαστες, αφιλτράριστες. Κουβέντες που θα ξεστόμιζα, δίχως να το πολυσκεφτώ, στον μπάρμαν απέναντί μου ή στον διπλανό μου την ώρα που θα τσουγκρίζαμε cheers. 

Από την άλλη, πρακτικά, αυτό που άλλαξε είναι ότι τούτη η δουλειά έγινε μέσα σε συνθήκες καραντίνας. Εξ ου και  αρκετά κείμενα είναι ξεκάθαρα επηρεασμένα από το πρώτο λοκντάουν και τους μήνες που ακολούθησαν.

Τι πραγματεύεται το βιβλίο αυτό; 

Πραγματεύεται το κενό που έχει αφήσει στις ζωές, στην καθημερινότητά μας, στην ψυχή μας, το παρατεταμένο λουκέτο στα μπαρ, στα καφενεία και στους χώρους εστίασης γενικότερα. Στα στέκια και τους χώρους όπου συναντιόμασταν και συναναστρεφόμασταν. 

Ξέρετε, σε αυτούς τους χώρους κατέφευγαν και άνθρωποι μοναχικοί, παραγκωνισμένοι, άνθρωποι που δεν μπορούν να επικοινωνήσουν, να νιώσουν άνετα σε άλλους χώρους πέρα από αυτούς. Ποιος έχει ενδιαφερθεί γι' αυτούς και το πώς σβήνουν την μοναξιά τους; Τα βάσανα τους; Η πολιτεία κρατά αυτούς τους χώρους κλειστούς χωρίς να έχει μετρήσει αυτές τις παραμέτρους. Όπως δεν έχει μετρήσει και την οικονομική  ζημιά των ιδιοκτητών αυτών των μαγαζιών. Λες και οι μαγαζάτορες που έφτυσαν αίμα και χρήμα για να στήσουν τις επιχειρήσεις τους, το έκαναν από χόμπι ή επειδή δεν είχαν τι να κάνουν τα λεφτά που κέρδισαν στο λόττο. Κάτι ανάλογο ισχύει και στο θέμα του πολιτισμού αλλά αυτό είναι μια άλλη κουβέντα.   123

Φόρος τιμής; 

Ε, ναι, αυτή η έκδοση ήταν το λιγότερο που μπορούσα να κάνω, ως φόρο τιμής στο μπαρ και “σε όσα έχουν παγώσει με το αναποδογύρισμα των σκαμπό”.

Γιατί επιλέξατε αυτό τον τίτλο, “Τα υπόλοιπα”; 

Καθώς ξεφυλλίζαμε τα κείμενα και προσπαθώντας, με την εκδότριά μου, να καταλήξουμε σε τίτλο, αυτός, σήκωσε το χέρι του με θράσος και μας φώναξε: “Εδώ, εγώ ρε!”. Το ωραίο με τον τίτλο “Τα υπόλοιπα” είναι ότι κάθε φορά που τον βλέπω, μου λέει κάτι διαφορετικό. 

Θα μπορούσατε να ξεχωρίσετε ένα ενδεικτικό κομμάτι απ’ το βιβλίο για να μας δώσετε μία πρώτη γεύση; 

Σε συνέχεια αυτού που λέγαμε πιο πριν, δεν θα μπορούσα παρά να παραθέσω την σελίδα 72 που τιτλοφορείται “Τα υπόλοιπα”: 

Βάζω τη φλόγα και το τζιν.

Βάλε τα υπόλοιπα.

Σε ποιον αναγνώστη απευθύνεστε; 

Σε όποιον μπορεί να διαβάσει στοιχειώδη ελληνικά και έχει περάσει τα 17 - 18 χρόνια ζωής.

Έχετε κι ένα αξιοσέβαστο αναγνωστικό κοινό που σας ακολουθεί στα κοινωνικά σας δίκτυα. 

Ναι, ισχύει αυτό. Κυρίως μέσω του Ιnstagram. Ανεβάζω εκεί διάφορες σκέψεις και σημειώσεις, χειρόγραφες, τα τελευταία τρία χρόνια. Για να είμαστε ειλικρινείς, τα κοινωνικά δίκτυα είναι όντως εργαλεία που βοηθούν στην επικοινωνία και στην προώθηση της δουλειάς μας.

Ιδιαίτερα τον τελευταίο χρόνο που ο εγκλεισμός μάς έχει στερήσει αρκετά στον τομέα της επικοινωνίας, της συναναστροφής και των ταξιδιών. Όσο δυστοπικό κι αν ακούγεται, τα σόσιαλ μίντια ήταν μια διέξοδος για επαφή με τον έξω κόσμο.


Το βιβλίο “Τα υπόλοιπα” (εκδ. a bookworm publication) μπορείτε να το παραγγείλετε, και να σας αποσταλεί ταχυδρομικώς, μέσω Facebook και Instagram. Σύντομα σε όλα τα μεγάλα βιβλιοπωλεία.  

 

Loader