7 ΑΠΟΡΙΕΣ σε μία independent writer

7 ΑΠΟΡΙΕΣ σε μία independent writer

7 ΑΠΟΡΙΕΣ σε μία independent writer
Η Maria Petrides είναι ανεξάρτητη ως συγγραφέας

Λόγω της προφανούς ιδιαιτερότητας που παρουσιάζει η παρούσα συνέντευξη, δεν έγινε επέμβαση/επιμέλεια στις γραπτές απαντήσεις της συγγραφέως. Να διευκρινιστεί μόνο πως, όπως μας έχει ενημερώσει η ίδια η Petrides, η χρήση του συμβόλου «@» έχει περάσει πια και στα ελληνικά και ως σκοπό έχει να μην προσδιορίζεται συγκεκριμένο φύλο.

Καλό απόγευμα Μαρία, τι ακριβώς σημαίνει να είναι κανείς independent writer;

Γεια σου και σένα, Πάρη. Independent writer είναι αυτ@ που λίγο πολύ οργανώνει πόσο δουλεύει, γράφοντας χωρίς να δεσμεύεται ή να «ανήκει» σε κάποια συγκεκριμένη εταιρεία ή οργανισμό, εφημερίδα ή περιοδικό. Δηλαδή, δεν αφομοιώνεται σε κάποιο χώρο, υλικό και διαδικτυακό, πέραν αυτού που επιλέγει κάθε φορά ανάλογα με το τι ψάχνει και πού το ψάχνει, και από την άλλη, τι τ@ν βρίσκει. Σημαντική είναι η επιθυμία μιας αποδέσμευσης από όρους και ρόλους καθοριστικούς για την ταυτότητα ή την ταυτοποίηση.

Εν’ ολίγοις, είναι και ευφημισμός για την άρνηση προς τη συστηματοποίηση αυτού που θες να συνεχίσεις να αγαπάς και να φροντίζεις. Να δουλεύεις γράφοντας, όσο γίνεται, όπως θες και με όποι@ς θες.

Να δουλεύεις γράφοντας, όσο γίνεται, όπως θες και με όποι@ς θες

Τι έχεις σπουδάσει και πώς προέκυψε η ενασχόλησή σου με τη γραφή;

Έχω σπουδάσει Αγγλική λογοτεχνία και στη συνέχεια συγκριτική λογοτεχνία, Γαλλική & Βρετανική.

Συγκεκριμένα, μελετούσα την περίοδο προς το τέλος του 19ου αιώνα, κυρίως τις δύο τελευταίες δεκαετίες, η λογοτεχνία αυτή που χαρακτηρίζεται ως fin de siècle, ακριβώς επειδή αναφερόταν σε μια μετάβαση από το κλείσιμο μιας «παρακμιακής/εκφυλισμένης» περιόδου και στην αρχή μιας άλλης, με όλα όσα μπορεί να υποσχόταν το άνοιγμα του 20ου αιώνα. Οι έννοιες και ανησυχίες που γεννήθηκαν αυτή τη περίοδο επηρέασαν μεταγενέστερα κινήματα, όπως τον συμβολισμό και τον μοντερνισμό.

Κατά τη διάρκεια των χρόνων που φοιτούσα, απλά είχα βυθιστεί στην ανάγνωση αυτών που μελετούσα και μου δημιούργησαν τεράστια ερωτήματα πέραν των δικών μου υπαρξιακών ζητημάτων. Οπότε η γραφή προέκυψε ως φυσική πορεία αυτής της ατέρμονης σχέσης, που όσο διαβάζεις τόσο απομακρύνεσαι από «απαντήσεις» που καθησυχάζουν την γνώση ως θέση ισχύος. Είναι όπως όταν ερωτεύεσαι και κάθε φορά που κάνεις έρωτα η επιθυμία εκχύνεται αντί να καταλαγιάζει ή να εκπληρώνεται.

Ο Roland Barthes λέει ότι ο αφορισμός του/της κάθε συγγραφέα θα έπρεπε να είναι: «τρελός/τρελή δεν γίνεται να είμαι, ψυχικά υγιής δεν καταδέχομαι να είμαι, νευρωτικός/νευρωτική είμαι».

Κάπως έτσι νιώθω και εγώ.

Ποια η διαφορά με τον content writer και τον τομέα της διαφήμισης; Τι γράφεις συνήθως;

Όσο γνωρίζω, το content writing είναι είδος διαδικτυακής γραφής. Σκοπός της είναι να δημιουργήσει ένα σχετικό κείμενο για ιστοσελίδες στο διαδίκτυο και η κάθε σελίδα έχει στοχευμένο κοινό που το παρακολουθεί, οπότε απαιτεί τη σχετική γραφή. Είναι ένα είδος διαφήμισης, θα έλεγα.

Προσωπικά συνήθως γράφω μικρές και μικρές μικρές ιστορίες, διηγήματα, όπως τα λέμε στα Ελληνικά, αν και μου αρέσει περισσότερο ο Αγγλικός όρος, short short story, παρότι αυτή η μορφή διήγησης του σε προφορικό λόγο προϋπήρχε στην Αρχαία Ελλάδα με τους μύθους του Αισώπου. Παρόλ’ αυτά, αυτή η τόσο ιδιαίτερη γραφή αρχίζει να εκτιμάται στην Βόρεια Αμερική τον 19ο αιώνα κυρίως με την Kate Chopin και τον Walt Whitman ενώ στην Γαλλία και στην Αγγλία θεωρείται «υποδεέστερη» λογοτεχνική φόρμα με αξιέπαινο είδος να αξιολογείται το μυθιστόρημα και η ποίηση. Σήμερα, αποδίδεται ο όρος flash fiction ή microfiction στο short short story.

Υπάρχουν, λοιπόν, short stories αλλά και short short stories. Η μικρότερη ιστορία αποδίδεται στον Ernest Hemmingway, αν και παραμένει ανεπιβεβαίωτη η πηγή, και λέει: “For sale: baby shoes, never worn”. Το Smith magazine, ένα σημαντικό όνλαιν Αμερικανικό περιοδικό της τελευταίας δεκαετίας περίπου, έχει ένα συλλογικό πρότζεκτ που λέγεται “six-word memoirs” και οι συμμετοχές λειτουργούν σαν φόρμα αυτοβιογραφίας. Έχω δημοσιεύσει και εγώ σε αυτό το περιοδικό στο παρελθόν. Γράφω, επίσης, κείμενα, ποιητικά, αποσπασματικά και όχι, και κριτικά κείμενα γύρω από την τέχνη.

Θα δούλευες ποτέ ως δημοσιογράφος; Αν όχι, γιατί;

Θυμάμαι έντονα ένα από τα πρώτα μαθήματά μου στη δημοσιογραφία επειδή με είχε διεγείρει η καθηγήτριά μου, αν και γρήγορα είχα αποφασίσει ότι η διήγηση και το πλάσιμο ιστορίας και ιστορικότητας ήταν αυτά που θα μας έφερναν πιο κοντά σε μορφές αλήθειας που βασίζονται στην κοινωνική δικαιοσύνη και την ανάγκη άλλων δομών ειδησεογραφίας, πέραν και έξω από τις στρατευμένες, μεγάλες εταιρείες που την διέπουν.

Ήταν, λοιπόν, η καθηγήτρια αυτή, Αφρικανοαμερικανίδα ακτιβίστρια και πρώην δημοσιογράφος της εφημερίδας Wall Street Journal. Όταν παρέδωσα την πρώτη μου ιστορία δημοσιογραφίας, το διάβασε με ενθουσιασμό, όπως είχε εκφράσει, και βρήκε να εμφανίζεται πολύ αργά και κρυμμένο στο story το “lead”, αυτή η ένδειξη ή το ίχνος της πληροφορίας που καθοδηγεί το story στη δημοσιογραφία. “That’s a great lead”, μου είπε. Έμαθα λοιπόν, απ’ αυτό που μου άφησε αυτή η τρομερή γυναίκα, ότι κάτι υπάρχει πάντα που πρέπει να το ψάχνεις όταν η σελίδα μοιάζει πια να είναι λευκή. Είναι η εμπειρία του να διερευνάς το άρθρο όταν τελειώνει, κάποιοι θα το έλεγαν “investigative journalism”.

Mπορεί κανείς να βγάζει τα προς το ζην ως independent writer στην Κύπρο ή πρέπει να έχει συνεργασίες και με το εξωτερικό; Eσύ προσωπικά γράφεις περισσότερο στα αγγλικά ή στα ελληνικά;

Γράφω στα Αγγλικά κυρίως γιατί είναι η γλώσσα που συνάντησα πρώτα και που αγάπησα ακόμα παραπάνω στην πορεία γιατί η γλώσσα είναι ζωντανός οργανισμός, ο οποίος εκτυλίσσεται διαρκώς, Έτσι και η σχέση μας με την γλώσσα αναμορφώνεται. Κατοικώ πιο άνετα, επιπλέω χωρίς κατεύθυνση πολλές φορές και νιώθω πιο ελεύθερη μέσα στην Αγγλική γλώσσα.

Γι’ αυτό το λόγο κάνει πιο προσιτή την συνεργασία και επαφή με συνεργάτες εκτός Κύπρου, στον Αγγλόφωνο χώρο δηλαδή. Οι συνεργασίες που γίνονται μέσω άλλων τόπων και με καινούργιες επαφές ανθρώπων βοηθούν τόσο την ποιότητα της δουλειάς όσο και την οικονομική κατάσταση. Δυστυχώς, η γραφή ως εργαλείο και μέσο, ως κάτι απαραίτητο και σημαντικό για την εγκατάσταση της κριτικής γραφής και σκέψης, αλλά και ως έδαφος για την ζύμωση κοινωνικής αλλαγής είναι σε αρχικά στάδια στην Κύπρο. Μοιάζει να αλλάζει αυτό, αλλά με τον αργό ρυθμό μέσα από τον οποίο κερδίζουν ορατότητα οι αλλαγές σε συντηρητικές κοινωνίες.

Σε γενικές γραμμές, το εγχείρημα «ελεύθερου επαγγελματία» είναι ζόρικο σε πολλές χώρες, θα έλεγα. Αλλά είναι και επιλογή σε κάποιο βαθμό και σίγουρα αυτ@ που το επιλέγει ή που τ@ν επιλέγει, το ποθεί.

Πιστεύω πώς η έννοια «ευφράδεια» στην γλώσσα δεν είναι μια αθώα υπόθεση

Πιστεύεις πως στην Κύπρο θα αποκτήσουμε ποτέ γλωσσική ευφράδεια ή είμαστε καταδικασμένοι λόγω των αμφίσημων επιρροών να μιλούμε πάντα ‘μισοδότζι’;

Μα είναι ωραίο και εν δυνάμει ανατρεπτικό το «μισοδότζι». Γεννά χώρο για να υπάρχεις όταν καταστάσεις “top-down”, από πάνω προς τα κάτω, εισβάλλουν στην σκέψη, στον τρόπο σκέψης, την ιδεολογία, την γλώσσα, την φαντασία, και άλλα πολλά. Πιστεύω πώς η έννοια «ευφράδεια» στην γλώσσα δεν είναι μια αθώα υπόθεση, προϋποθέτει δομές πολιτικές, ιδεολογικές και μηχανισμούς αποκλεισμού με βάση την φυλετική και ταξική διαφορά από την ελίτ.

Για παράδειγμα, στη Βόρεια Αμερική η αναμφισβήτητη εξουσία ενός εθνικού κανόνα που ήταν η λεγόμενη Standard English κρατούσε τον κατασταλτικό της χαρακτήρα ώστε να μην πειράζεται η ιεραρχία ολόκληρου συστήματος. Γι’ αυτό το λόγο από το 1974, και πριν, οι Αφρικανοαμερικανοί πάλευαν για την αναγνώριση και ένταξη των Ebonics, το African American Vernacular English (AAVE) στο εκπαιδευτικό σύστημα. Τα Ebonics είναι μια ιδιωματική γλώσσα με μια μοναδική προφορά, γραμματική, φωνολογία και με χαρακτηριστικά λεξιλογίου. Ομιλείται κυρίως από την εργατική αλλά και την μεσαία τάξη Αφρικανοαμερικανών και επιβεβαιώνει σε μεγάλο βαθμό την πολιτιστική ανατροφή.

Το 1996 ενώ υπήρχε σφοδρή αντίσταση από το έθνος, τους γλωσσολόγους αλλά και τους εκπαιδευτικούς για την αναγνώριση των Ebonics ως γλώσσα, και όχι διάλεκτο των Αφρικανοαμερικανών, η περιοχή δημόσιας εκπαίδευσης στο Oakland, California (χειρίζεται πάνω από 100 δημόσια σχολεία) ψήφισε για πρώτη φορά υπέρ της αναγνώρισης της γλώσσας AAVE.

Οπότε θέτω σαν ζωντανό παράδειγμα το ότι η γλώσσα που μιλούμε σε τούτον τον τόπο, η τοπολαλιά τούτη, έχει την μουσικότητά της, το λεξιλόγιο της, το χιούμορ της, αλλά και το φολκλόρ της. Κάτι δίνουν όλα αυτά όταν εξελίσσονται.

Μεγάλη μερίδα νέων στο νησί μας μπορεί να εκφραστεί γραπτώς πολύ καλύτερα στην αγγλική. Ως άνθρωπος που ασχολείσαι με τη γλώσσα πιστεύεις πως θα μας βοηθούσε αν τελικά την καθιερώναμε ως τη βασική, επίσημή μας γλώσσα;

(Χαχα). Δηλαδή κάτι σαν τις Bahamas ή Barbados της Ανατολικής Μεσογείου;

Ένας από τους λόγους που μπορεί να συμβαίνει αυτό που λες, είναι το γεγονός ότι αυτή η γενιά, ως επί το πλείστον, φοιτά στην Αγγλία ή και Βόρεια Αμερική, όπου δουλεύεται πλήρως η γραπτή γλώσσα. Επίσης, έχει προστεθεί ως νέος παράγοντας γνώσης η διαδικτυακή ανάγνωση και ενημέρωση που είναι στην Αγγλική γλώσσα. Παρομοίως, όσοι/ες φοιτούν στην Ελλάδα αποκτούν περισσότερη άνεση με την γλώσσα, τόσο προφορικά όσο γραπτώς.

Παρόλ’ αυτά, νομίζω ότι η ενίσχυση της πεποίθησης για την εγκυρότητα της ίδιας της Κυπριακής γλώσσας θα πρόσφερε, ίσως, την δυνατότητα για τον εμπλουτισμό της και για μια πιο εμπεριστατωμένη έκφρασή της. Είναι πια αργοπορημένη η παραδοχή πως το διάβασμα απέχει πολύ από την ζωή εδώ και ότι διάβασμα δεν είναι η κανονικοποίηση των τυποποιημένων εξετάσεων ή η μέθοδος εκβιασμού της «μάθησης» στα οποία βασίζεται το εκπαιδευτικό σύστημα της Κύπρου.

Ουσιαστικό μέρος της οικειότητας που αναπτύσσουμε στη γλώσσα είναι η τριβή που έχουμε με άλλους/ες συγγραφείς, τα διαβάσματα με τα οποία επιλέγουμε να εμπλακούμε, οι σχέσεις που αναδύονται μεταξύ μας και τα λογοτεχνικά χαρακτηριστικά ενός βιβλίου που έχουμε ερωτευτεί. Επομένως, καλά κάνουμε να αγαπάμε αυτά που διαβάζουμε ενώ αυτά που δεν μας αρέσουν μπορούμε να μάθουμε να τα διαβάζουμε με αυξημένη προσοχή για να παράγεται κριτικός λόγος πάνω σε αυτό με το οποίο ερχόμαστε σε ρήξη.

Tι αγαπάς στον γραπτό λόγο που δεν μπορεί να μεταδοθεί με τον προφορικό;

Τις παύσεις, τις ασυνάρτητες στιγμές που γίνονται λόγος για επανέκφραση, ο χρόνος που αφήνεται στην γλώσσα απλά να ανασαίνει, παρά η σιωπηρή παρουσία στον προφορικό λόγο που μάχεται να κερδίσει τον χρόνο, η τρυφερότητα που αφήνει ο γραπτός λόγος σε κάθε συνάντηση που έχεις με την γραφή ως πρακτική σε εξέλιξη. Η έλλειψη της πρόφασης ότι αυτό που λες είναι απλά «αλήθεια».

ΑΝ ΘΕΣ ΝΑ ΔΙΑΒΑΣΕΙΣ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΗ Maria Petrides επισκέψου την ιστοσελίδα της

Loader